Η Στέλλα Κάσδαγλη ξεκίνησε ως μεταφράστρια, αλλά στην πορεία έγινε και δημοσιογράφος. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα και Θεωρία των ΜΜΕ στο Λονδίνο και αποφάσισε ότι προτιμάει το βρετανικό σινεμά και τα γαλλικά ποτάμια. Πλέον, εργάζεται ως διευθύντρια σύνταξης στο περιοδικό Cosmopolitan, μεταφράζει ξένη λογοτεχνία, γράφει άρθρα που θα ήθελε να διαβάσει και προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είναι ο κόσμος όταν θα ’χει μεγαλώσει η μικρή της Στεφανία.
Το καινούργιο σου βιβλίο έχει τίτλο “Ήθελα μόνο να χωρέσω“. Θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για την έφηβη ηρωίδα του βιβλίου, Ζωή;
Η Ζωή είναι 15 χρονών και καθόλου έτοιμη για το Λύκειο, για την αλλαγή σχολείου, για τις αλλαγές στο σώμα της, για τις αλλαγές γενικώς. Στην προσπάθειά της να ταιριάξει, να χωρέσει στο νέο περιβάλλον, να κρατήσει τους φίλους της και να κερδίσει τον τύπο που της αρέσει, αλλά που δεν λέει να γυρίσει να την κοιτάξει, επιλέγει να ελέγξει την κατάσταση με το μόνο τρόπο που ξέρει: να γίνει αυτό που πιστεύει ότι όλοι θεωρούν όμορφο, ακόμα κι αν έτσι ρισκάρει να χάσει τον ίδιο της τον εαυτό. Όσο προχωράει το βιβλίο, και μέσα από την περιπέτεια της ψυχογενούς ανορεξίας, η Ζωή θα χάσει και ανακαλύπτει ξανά από την αρχή τον τρόπο να προχωράει, να βρίσκει τη θέση της, να αγαπάει τον εαυτό της και να χαίρεται την κάθε στιγμή.
Το «Ήθελα μόνο να χωρέσω» είναι ένα βιβλίο για εφήβους. Γιατί επέλεξες να γράψεις μια ιστορία που να απευθύνεται στη συγκεκριμένη και τόσο ευαίσθητη κοινωνική ομάδα; Πιστεύεις ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν πολλά θέματα που τους απασχολούν αλλά δύσκολα τα εκφράζουν και δη στους “μεγάλους”;
Με συγκινεί πολύ η εφηβεία, γιατί είναι μια περίοδος με τόσο έντονους προβληματισμούς και ανασφάλειες. Κι έτσι συχνά μας σπρώχνει σε αποφάσεις και κινήσεις και επιλογές που παρότι φαντάζουν λες και είναι η μόνη μας ελπίδα, τελικά πολύ συχνά αποδεικνύονται τελείως αυτοκαταστροφικές. Έτσι είναι και οι διατροφικές διαταραχές, ειδικά η ανορεξία, κι εγώ ήθελα πολύ να μιλήσω με τα παιδιά που βρίσκονται στην πιο ευαίσθητη ηλικία για να κάνουν αυτό το –φαινομενικά αθώο, αλλά συχνά μοιραίο- στραβοπάτημα. Στην πραγματικότητα, νομίζω ήθελα να τους πω αυτό που έμαθα εγώ, the hard way: ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζει κανείς. Και να χωράει.
Ως παιδί στην αντίστοιχη ηλικία είχες νιώσει τις ίδιες ανασφάλειες με την “Ζωή”; Θυμάσαι να είχες περάσει “δύσκολη” εφηβεία;
Φαινομενικά ήμουν υπόδειγμα εφήβου, ήσυχη και ώριμη και πειθαρχημένη και επιμελής και ισορροπημένη… Όμως στην πράξη ήμουν απλώς πάρα πολύ δυσκολεμένη και απελπισμένη κι αυτό φάνηκε όταν κι εγώ, όπως και η Ζωή, στα 15 μου, έπεσα στην παγίδα της ανορεξίας και προσπάθησα μ’ αυτόν τον τελείως λάθος τρόπο να διαχειριστώ το άγχος και την ανασφάλεια και τους φόβους και την απογοήτευση και την ανάγκη μου να γίνω αποδεκτή.
Πολλές φορές επιθυμούμε διακαώς να αλλάξουμε κάτι στη ζωή μας, αλλά όταν έρχεται αυτή η αλλαγή αποδεικνύεται ότι δεν ήμασταν έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Πόσο έτοιμη νιώθεις απέναντι στις αλλαγές ή πόσο έτοιμη υπήρξες στο παρελθόν για πράγματα ή καταστάσεις που άλλαξαν ξαφνικά στη ζωή σου;
Έχω την αίσθηση ότι είμαι αρκετά σκληραγωγημένη στις μεγάλες αλλαγές και ότι καταφέρνω σχετικά γρήγορα να προσαρμοστώ σε νέα δεδομένα –μάλιστα πολλές φορές αντλώ μια ελαφρώς μαζοχιστική ικανοποίηση από τις σαρωτικές αλλαγές που με αναγκάζουν να αναθεωρήσω ολόκληρα κομμάτια της ζωής μου. Από την άλλη, μπορεί να αποδειχτώ τρομερά φοβισμένη και σχολαστική μπροστά σε πολύ μικρές αλλαγές, που αισθάνομαι εκείνη την ώρα ότι βγάζουν εκτός ελέγχου τη μέρα μου. Άβυσσος…
Το βιβλίο «Ήθελα μόνο να χωρέσω» τολμά να αγγίξει το ζήτημα της ψυχογενούς ανορεξίας, ένα πρόβλημα σύνθετο και επικίνδυνο τόσο για τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία των εφήβων. Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση που σε ευαισθητοποίησε τόσο ώστε να αναφερθείς σε αυτό, στο βιβλίο σου;
Ναι, η δική μου. Υπήρξα ανορεκτική από τα 15 μέχρι (τουλάχιστον) τα 17 μου και από πολύ νωρίς θέλησα να μιλήσω γι’ αυτή την εμπειρία και να τη μοιραστώ. Τόσο με εφήβους που μπορεί να βίωναν συναισθήματα παρόμοια με αυτά που είχα βιώσει κι εγώ, όσο και με ενήλικες, που καταλάβαινα ξανά και ξανά ότι αντιμετώπιζαν (και αντιμετωπίζουν) τη συγκεκριμένη ασθένεια μ’ έναν καθόλου βοηθητικό τρόπο.
Ξεκίνησες ως μεταφράστρια αλλά στην πορεία έγινες δημοσιογράφος και τώρα συγγραφέας. Το ότι ασχολήθηκες με το συγγραφικό έργο το θεωρείς φυσική συνέπεια των επαγγελματικών επιλογών σου ή υπήρχε πάντα μέσα σου ως επιθυμία και βγήκε στην επιφάνεια όταν βρήκε πρόσφορο έδαφος;
Αυτό που υπήρχε μέσα μου πάντα ήταν μια άρνηση και μια αντίσταση προς το γράψιμο, παρότι όλες μου οι επαγγελματικές επιλογές περιστρέφονταν (μαζοχιστικά πάλι) γύρω απ’ αυτό. Μπορεί να είχα να γράψω ένα κομμάτι 1000 λέξεων και να μην κοιμόμουν δυο βράδια από το άγχος μου μέχρι να το γράψω. Ευτυχώς όταν έμεινα έγκυος άρχισα να καταγράφω την εμπειρία μου σε ένα μπλογκ, το Κοιλίτσα.com, κι αυτό οδήγησε σε δύο μεγάλα καλά για μένα: το πρώτο ήταν ότι, με την ελεύθερη, καθημερινή γραφή απομυθοποίησα κάπως τον τρόμο της λευκής σελίδας. Και το δεύτερο ότι μέσα σε 9 μήνες, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, είχα γράψει το πρώτο μου (ομότιτλο) βιβλίο. Μετά απ’ αυτό ήταν θέμα χρόνου να σκεφτώ ότι ίσως μπορεί να τα καταφέρω να γράψω κι ένα δεύτερο.
Πότε νιώθεις πιο έτοιμη για να ξεκινήσεις να γράφεις, μπροστά σε μια λευκή κόλλα χαρτί ή όταν ανοίγεις ένα κενό έγγραφο στον υπολογιστή σου; Ή απλά όταν σκέφτεσαι;
Όταν σκέφτομαι τι θα ‘θελα να γράψω, νιώθω ότι μπορώ να γράψω τα πάντα –είναι η πιο ωραία στιγμή. Όταν κάθομαι να γράψω νιώθω πιο ανέτοιμη από ποτέ και μπορώ να βρω χιλιάδες δικαιολογίες για να μην το κάνω. Ειδικά όταν το έγγραφο στον υπολογιστή μου είναι κενό (είπαμε ότι απομυθοποίησα κάπως τον τρόμο της λευκής σελίδας, αλλά δεν τον εξαφάνισα κιόλας).
Όταν κουραστείς να γράφεις, να μεταφράζεις ή να ασχολείσαι με τη δημοσιογραφία και τη δουλειά σου γενικότερα, με τι θα επέλεγες να ασχοληθείς;
Νομίζω ότι το ένα πράγμα που δεν θα κουραστώ ποτέ να κάνω είναι να διαβάζω. Αν μου βρείτε μία δουλειά που μπορώ να κάνω απλώς διαβάζοντας, θα επιλέξω αυτήν.
Συνέντευξη: Ντένια Ζιωτοπούλου – Γεωργία Κωτσιοπούλου