Κάθε φορά που με δυσκολία σηκώνομαι από το κρεβάτι, κάθε φορά που με βαριές σχεδόν μηχανικές κινήσεις μπαίνω στο μπάνιο και το παγωμένο νερό με επαναφέρει στην καθημερινότητα πέφτοντας σαν βελόνες στο κεφάλι μου, στο σώμα μου, στο πρόσωπο μου και μπερδεύεται με τα δάκρυα. Τα δάκρυα αυτά που είναι στα μάτια μου όταν οδηγώ, όταν ακούω Θέμη Αδαμαντίδη και Μητροπάνο, όταν προσπαθώ να τα κρύψω στη δουλειά και στα οικογενειακά τραπέζια που πλέον είναι λιγότερα.
Η ζωή συνεχίζεται.
Όταν μιλάω στις φωτογραφίες και δεν παίρνω απάντηση, όταν δεν χτυπάει πια το τηλέφωνο 35 φορές την ημέρα. Όταν θέλω να φτιάξω πατατοσαλάτα και δε θυμάμαι πώς την έφτιαχνε. Όταν χρειάζεται να πάρω κουρτίνες για το καινούργιο σπίτι και δεν ξέρω πώς σκατά διαλέγουν τις κουρτίνες. Τι μετράνε, από πού μέχρι πού, πόσο να είναι το κουρτινόξυλο. Όταν πρέπει να διαλέξω δώρα για τα ανίψια και δεν ξέρω ούτε ποιο είναι το νούμερο τους ούτε τι παιχνίδια έχουν για να μην πάρω τα ίδια.
Όταν συμβαίνει κάτι κάπως ευχάριστο ή δυσάρεστο και δε μπορώ να το μοιραστώ μαζί της.
Όταν δεν προχωράει τελικά με τον άλλο η φάση και δεν είναι εδώ για να μου πει “ναι, εντάξει, είναι μαλάκας, αλλά μήπως είσαι κι εσύ μαλάκας;”. Όταν δεν ξέρω πώς πλένονται τα μάλλινα. Όταν μου μαραίνονται όλα τα λουλούδια στις γλάστρες γιατί ξεχνάω να τα ποτίσω και δεν ξέρω πώς να τα περιποιηθώ. Όταν δεν μπορώ να αποφασίσω αν θα βάψω τα μαλλιά μου κόκκινα ή ξανθά και δεν είναι εδώ για να ου πει τη γνώμη της. Όταν μπαίνω στη ντουλάπα για να μυρίσω τα ρούχα της και να τα αγκαλιάσω αφού δεν μπορώ να αγκαλιάσω πια εκείνη. Όταν βλέπω μα μπλούζα που θα της άρεσε αλλά δεν μπορώ να της την αγοράσω γιατί δεν μπορεί να τη φορέσει. Όταν μαλώνω με τον μπαμπά και δεν έχω πια σύμμαχο.
Όταν δεν θέλω να βλέπω άνθρωπο.
Όταν θέλω να βλέπω 20 ανθρώπους. Όταν κάνω να βγω δυο βδομάδες κι όταν βγαίνω και γυρνάω το πρωί. Όταν ακούω τα τραγούδια που της άρεσαν. Όταν σκέφτομαι πώς μπορεί να νιώθει ο μπαμπάς που μετά από 45 χρόνια κοιμάται μόνος του. Όταν ψάχνω ένα χέρι να κρατήσω κι όταν πνίγομαι στις αγκαλιές που μου κάνουν. Όταν μου λένε “ίδια η μαμά σου είσαι”.
Η ζωή συνεχίζεται.
Όχι όπως συνεχιζόταν, ούτε όπως ήταν παλιά.
Επειδή ίσως συνηθίζεται.