Ο Αλέξης Γεωργούλης, λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Ζητείται Ψεύτης» στο θέατρο Παλλάς, μιλά για την επιστροφή του στο θέατρο και την τηλεόραση, για τη δική του σχέση με το ψέμα, αλλά και για το αν έχει αισθανθεί ποτέ να τον αμφισβητούν στον χώρο.
Μετά από πέντε χρόνια επιστρέφετε στο θεατρικό σανίδι. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Μου είχε λείψει πάρα πολύ. Προσπάθησα κι άλλες φορές να βρω τρόπο να υπάρξω στο σανίδι, αλλά λόγω υποχρεώσεων και πίεσης προγράμματος δε μου έβγαινε ο χρόνος για να μείνω στην Αθήνα και να κάνω κάτι στο θέατρο. Ιδανικά στο θέατρο θα ήθελα να κάνω κάτι στα ελληνικά, στη γλώσσα μου. Δεν σνομπάρω φυσικά όσους κάνουν κάτι έξω, σε κάποια σκηνή στην Αγγλία ή στην Αμερική. Αλλά η μητρική γλώσσα πιστεύω «μιλάει» πιο βαθιά και το χαίρομαι πολύ περισσότερο.
«Ζητείται Ψεύτης» λοιπόν, από τις 15 Μαρτίου στο Παλλάς. Πώς προέκυψε η πρόταση να πρωταγωνιστήσετε στην παράσταση;
Βρισκόμουν εδώ στην Ελλάδα για διακοπές και είχα πάει να παρακολουθήσω μια πρεμιέρα στο θέατρο. Συνάντησα τότε τον παραγωγό Γιάννη Κεντ. Του έλεγα πως σκεφτόμουν να μείνω στην Ελλάδα μέχρι το Πάσχα, καθώς οι υποχρεώσεις μου στην Αμερική ήταν πιο ελαστικές από άποψη χρόνου. Τότε μου είπε «Αν είναι να μείνεις να σου κάνω μια πρόταση;». Και τότε μου την έκανε. Εγώ είχα ήδη κιόλας μιλήσει με τη Ναταλία Δραγούμη και μου είχε εξηγήσει σχετικά με το θέμα που είχε δημιουργηθεί για το ανέβασμα της παράστασης. Και πως έψαχναν για αντικαταστάτη. Τότε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να το κάνω. Όταν λοιπόν έγινε η πρόταση, ήταν ήδη ώριμο μέσα μου.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε πως μεταφέρονται συχνά στο θέατρο ταινίες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Αν παρατηρήσεις σε βάθος χρόνου τις επιλογές των παραγωγών και των σκηνοθετών, θα καταλάβεις πως υπάρχουν γενικότερα μόδες. Έχει να κάνει με την έμπνευση του σκηνοθέτη και του παραγωγού τη δεδομένη στιγμή που αναζητούν το έργο που θα ανεβάσουν και δε νομίζω πως πρόκειται για κάτι οργανωμένο. Δε λέει κανένας παραγωγός «Φέτος θα ανεβάσουμε όλες τις βιογραφίες των μουσικών, του χρόνου θα κάνουμε remakes ταινιών, μετά θα κάνουμε αφιέρωμα στις τραγωδίες ή θα ανεβάζουμε μόνο Ίψεν.» Κοιτούν απλά να κάνουν τη δουλειά τους.
Μπαίνει ο ηθοποιός στο «τρυπάκι» της σύγκρισης με τους ηθοποιούς του παλιού κινηματογράφου που έχουν ενσαρκώσει πρώτοι τους αντίστοιχους ρόλους;
Όχι δε νομίζω ότι οι ηθοποιοί μπαίνουν σε αυτό το «τρυπάκι». Ίσως οι θεατές να περιμένουν κάτι συγκεκριμένο από εμάς. Γιατί όταν ένας ηθοποιός έχει ενσαρκώσει με μεγάλη επιτυχία έναν ρόλο, κάπως τον χαρακτηρίζει μετά ο ρόλος αυτός, έχει ταυτιστεί το όνομά του με τον ρόλο. Το βιώνω πολλές φορές ακόμα και με τους φίλους μου. Τους λέω «Θα παίξω τον ρόλο του Ψεύτη στο έργο του Ψαθά» και μου λένε «Α, θα κάνεις τον Ηλιόπουλο». Και τους απαντώ «Θα κάνω τον Ψευτοθόδωρο, όχι τον Ηλιόπουλο». Από τη μία αυτό είναι καλό γιατί κάποιοι ηθοποιοί έχουν καταφέρει να βάλουν το στίγμα τους πάνω σε αυτούς τους ρόλους, αλλά από την άλλη, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να κάνει το remake κάποιου άλλου – εκτός αν έκανε για παράδειγμα τη βιογραφία του Ντίνου Ηλιόπουλου – αλλά να μεταφέρει μια δική του προσέγγιση, μέσα από αυτό που έγραψε ο συγγραφέας, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ψαθάς.
Διάβασε τη συνέχεια εδώ.