Κατά το «Κάπου εδώ έχω γνωστούς, αλλά τέτοιαν ώρα μη βαρύνω τους», που τραγουδάει ο Σαββόπουλος στον Τσάμικο. Οι φίλοι λοιπόν που δεν θέλουν να σε βαρύνουν είναι συνήθως εξαιρετικά πλάσματα, συχνά οι πιο κεφάτοι της παρέας, τα καλύτερα παιδιά. Ποιο είναι το μόνο κακό τους; Ότι δεν πρόκειται ποτέ να σου πουν ότι δεν είναι καλά.
Κατά καιρούς μπορεί βέβαια ο καθένας να συμπεριφερθεί έτσι, αλλά εγώ μιλάω για αυτούς τους ανθρώπους που το κάνουν κατ’ εξακολούθηση, καθ’ έξιν, καθ’ υποτροπή και εγκληματικώς. Απέναντι σε ποιόν εγκληματούν; Όχι σε μένα βέβαια
Άντε στα χειρότερα ζόρια τους, όταν δεν γίνεται αλλιώς, όταν το μαρτυρούν τα γεγονότα, να σου πούνε μια κουβέντα, και τότε όμως θα την συνοδέψουν με ένα «εντάξει όμως, τώρα είμαι καλά». Κι ας χώρισαν το ίδιο πρωί. Ως το απόγευμα που μιλάτε, το έχουν εκλογικεύσει, αντιμετωπίσει, χειριστεί και «είναι καλά».
Δεν συζητάω για περιπτώσεις όπου ο φίλος δεν είναι φίλος και δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης και για να ανοίξεις την καρδιά σου. Λέω για όταν έχεις αληθινούς φίλους, που θέλουν ειλικρινά να είναι κοντά σου και εκεί για εσένα, μα εσύ επιλέγεις να μην τους βαραίνεις με τα δικά σου
Είναι ένα σύνδρομο των καλών παιδιών, και ξεκινάει – δεν το συζητάμε- από τις καλύτερες των προθέσεων, να μην στενοχωρήσει κανείς, βαρύνει, φορτώσει τον άλλον με τα προβλήματά του. Άντε κι από λίγη ανασφάλεια, ότι οι φίλοι μου είναι κοντά μου όσο τους κάνω να περνoύν καλά, κι άμα αρχίσω να τους μιλάω για ζόρικα πράγματα, θα φύγουν και θα με αφήσουν μόνο μου. Άντε κι από λίγη ωραιοποίηση της κατάστασης, στρουθοκαμηλισμό και «θετικο-ενεργιλίκι», λέω ότι είμαι καλά μπας και το πιστέψω κι εγώ ο ίδιος. Ή αντίστροφα, από δαιμονοποίηση της γκρίνιας. Άντε κι από λίγο εγωισμούλη, ότι όχι, εγώ είμαι δυνατός, θα το αντιμετωπίσω μόνος μου!
Συχνά κι από την ψευδαίσθηση ότι το δικό μου πρόβλημα είναι το χειρότερο όλων, τραγικό, ντροπιαστικό κι απαράδεκτο, δεν είναι σαν των άλλων κοινών θνητών τα προβληματάκια, δεν γίνεται να το πω σε κανέναν, πρέπει να το σηκώσω μόνος μου. Ίσως κι από βαθιά εσωστρέφεια. Είναι κι αυτοί που δεν μπορούν να κλάψουν μπροστά σε κανέναν. Ο δε φόβος μην τσαλακώσουμε την τέλεια εικόνα μας, δεν αφορά αληθινές φιλίες, άρα τον αφήνω έξω από αυτήν τη λίστα.
Το ζήτημα όμως είναι ότι είμαστε όλοι άνθρωποι. Κι έχουμε όλοι τα πάνω μας και τα κάτω μας, τις χαρές και τα προβλήματά μας
Δεν λέω να γίνουμε γκρινιάρηδες, προς Θεού, είναι ήδη απ’ τα εθνικά μας σπορ, δεν θα το προμόταρα κι άλλο. Σαν μια γνωστή μου κυρία που τα ‘χει όλα λυμένα και την ακούω να γκρινιάζει ασύστολα γιατί δεν της έστειλε μήνυμα ο wannabe γκόμενος, και σε ποιαν; Σε μιαν άλλη κυρία με απλήρωτα δάνεια και απειλές έξωσης και παιδί στις πανελλήνιες. Υπάρχει κι η διάκριση γέροντα.
Όταν όμως σέβομαι κι αγαπάω τον άλλον, κι έχω την έννοια να δω εάν μπορεί να με ακούσει την δεδομένη στιγμή, τότε δεν μιλάμε για γκρίνια. Μιλάμε για μοίρασμα της στενοχώριας μου με τον καλό μου φίλο που θα με νιώσει και θα με πονέσει και θα παρηγορηθεί λίγο η καρδούλα μου. Μπορεί να έχει και κάτι να μου πει να με βοηθήσει, μια λύση, μια πρόταση, μια σκέψη. Το κρίσιμο βέβαια παραμένει το μοίρασμα, όχι η λύση. Άσε που πολλές φορές δεν υπάρχει και τίποτα να πεις, όσο κι αν στύψεις το μυαλό σου. «Μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη», κι αυτό είναι σοφία αιώνων όχι δική μου.
Και μιας και πιάσαμε τους αιώνες, θυμάστε εκείνα τα Κάλαντα Πρωτοχρονιάς που τελειώνουν «Κάτσε να φας κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις, κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις»; Πρώτα ταΐζουμε και ποτίζουμε τον ξένο μας, χωρίς τις βασικές του ανάγκες καλυμμένες δεν κάνουμε τίποτα. Και μετά; Μετά τον ρωτάμε τον πόνο του! Γιατί είναι άνθρωπος και θα έχει κι αυτός τα δικά του. Πες τα, του λέει, να ξαλαφρώσεις. Κι έπειτα, αν θες πες μας κι ένα τραγούδι να μας καλοκαρδίσεις. Απλά πράγματα, ανθρώπινα, προσγειωμένα και ζεστά.
Έχεις δει τη χύτρα ταχύτητας. Μαζεύει μαζεύει ατμό, και μετά αρχίζει να σφυρίζει και να τον πετάει έξω
Αν όλα πάνε καλά, διότι ενίοτε εκτοξεύει και την κοτόσουπα από την βαλβίδα, και τότε εσύ τρέχεις πανικόβλητη να της κοπανήσεις μία με την κουτάλα για να μπει μέσα η βαλβίδα. Αλλά εν τω μεταξύ σε έχει λούσει και σένα η καυτή σούπα και τέλος πάντων, αφήστε τα, μη σου τύχει!
Το να πεις τη στενοχώρια σου σε έναν φίλο, είναι σα να βγάζεις τον ατμό από τη βαλβίδα ασφαλείας της χύτρας. Σωτήριο. Για την ίδια τη χύτρα, για την κοτόσουπα και για την κουζίνα. Για εσένα που δεν θα σκάσεις και για τους γύρω σου που δεν θα σε έχουν να εκρήγνυσαι ή να καταρρέεις, χωρίς να μπορούν πια να κάνουν τίποτα.
Υπήρξα κάποτε τέτοιος άνθρωπος, και τους ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Με ξεκλείδωσαν μερικές καλές, αληθινές κι υποστηρικτικές φιλίες – για τις οποίες είμαι απέραντα ευγνώμων. Έμαθα να μοιράζομαι τον πόνο μου και να ελαφρώνω.
Πώς θα το μάθω αυτό όμως και σε μια – δυο φίλες, ακόμα δεν ξέρω!