Τον τελευταίο καιρό όταν βρίσκομαι σπίτι και τσιμπολογάω κάτι, βάζω στην τηλεόραση Tom & Jerry. Στην αρχή μου φάνηκε εξαιρετικά περίεργη αυτή μου η ανάγκη καθότι έχουμε μάθει πλέον να ζούμε μέσα σε μια πραγματικότητα εκκωφαντική από ήχο, από διάδραση είτε παθητική είτε ενεργητική (είτε μέσω social είτε δια ζώσης) από κίνηση και εικόνα… σίγουρα όχι βουβή θέαση στην οποία υποβάλλω εγώ τον εαυτό μου τον τελευταίο καιρό σε επίπεδο πειραματικό μπας και καταλάβω πως από τον Tom & Jerry φτάσαμε στην Τούνη και τον Αλεξάνδρου και στην παρακολούθηση της σχέσης τους μέσω Instagram όσο τρώμε.
Γιατί όμως μου προκλήθηκε αυτή η ανάγκη της ηρεμίας, αναρωτήθηκα…
Είμαι ένας άνθρωπος που το πρωί πριν καν ανοίξω τα μάτια μου θα πατήσω το play στο ραδιόφωνο. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος θα φορέσει τα ακουστικά του τηλεφώνου από το πρωί, με τα οποία θα μιλήσει με άλλους κατά τη διάρκεια της ημέρας και θα ακούσει μουσική κατά τη διάρκεια της άθλησης. Όταν κλείσω το ραδιόφωνο, θα ανοίξω την τηλεόραση και μάλιστα είμαι και από εκείνους που θα μιλήσουν και στον εαυτό τους μέσα στην ημέρα, θέτοντας ερωτήσεις και απαντώντας τες. Όλη μου η ημέρα, έχει εικόνα και ήχο. Κυρίως ήχο.
Λίγη ηρεμία..
Αυτό το παθαίνω συνήθως στις διακοπές και μετά με συνοδεύει. Στις διακοπές χρειάζομαι και απαιτώ ηρεμία. Το κινητό μπαίνει τις περισσότερες ώρες της ημέρας σε silent mode και αποφεύγω τα τηλεφωνήματα, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο. Κατά την επιστροφή μου, αυτή μου η ανάγκη για ηρεμία και σιγή με ακολουθεί, μέχρι φυσικά να μπει για τα καλά ο Σεπτέμβρης που τότε αισθάνομαι άσχημα που χρειάζομαι ηρεμία αλλά δεν έχω και επιλογή διότι η ζωή δεν περιμένει εμένα να τα βρω με τις ώρες προσωπικής μου ηρεμίας και ησυχίας.
Η ησυχία προμηνύει για κάποιο λόγο, καταστροφή. Γιατί όμως;
– Γιατί δεν μιλάς; Έχεις κάτι; – Όχι αγάπη μου δεν έχω κάτι, απλώς ηρεμώ; – Σίγουρα δεν έχεις κάτι; Μήπως έχεις κάτι και δεν μου το λες; – Ρε παιδί μου δεν έχω κάτι αλήθεια σου λέω.
Όταν εγώ ήμουν παιδί, τα παιδικά στην τηλεόραση δεν είχαν διαλόγους. Χαρακτηριστικό μάλιστα παράδειγμα είναι οι θρυλικοί Tom & Jerry. Οι ήχοι προκύπταν από τις ζημιές που έκαναν, από τη μουσική που συνόδευε τα ατελείωτα κυνηγητά τους από μικρογελάκια και ακούσματα που σήμαιναν την αλλαγή σκηνικών. Τρώγοντας δημητριακά, αυγό, τοστ, κυριαρχούσε η ηρεμία και αυτό ήταν μιας μορφής ηρεμιστικό για τα παιδιά αλλά είχε μέσα στοιχεία υγείας. Το μυαλό σου ήταν καθαρό. Το σκηνικό σου απαρτίζοταν από το πρωινό σου και μια εικόνα με συνεχείς αλλαγές και ελάχιστο ήχο. Ήξερες ότι δεν θα αποτρελαθείς μετά το πρωινό σου ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟ ΟΛΩΝ ΗΞΕΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΔΕΝ ΕΓΚΥΜΟΝΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ – ΈΧΕΙ ΑΣΦΑΛΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ.
Τα παιδικά έχουν αλλάξει. Εμείς έχουμε αλλάξει. Οι μορφές διασκέδασης έχουν αλλάξει. Η καθημερινότητά μας και οι ανάγκες μας ως προς αυτήν έχουν αλλάξει.
Το δικό μας ζάναξ, είναι θα έλεγε κανείς – ως επί το πλείστον –το Instagram – το οποίο πολλοί από εμάς καθώς σκρολάρουμε δεν έχουμε καν την ευγένεια ή την έμφυτη διακριτικότητα – όταν βρισκόμαστε σε εξωτερικούς χώρους – να χαμηλώσουμε τον ήχο στα βίντεο που ξεπετάγονται γιατί πολύ άπλα ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ. ΕΓΩ ΟΧΙ. Μάλιστα έχω ζητήσει ουκ ολίγες φορές από ανθρώπους δίπλα μου να χαμηλώσουν τον ήχο από το video στο youtube που βλέπουν.
Το ζάναξ αντίστοιχα των παιδιών είναι η Peppa και αυτή στη διαπασών καθώς για να μπορέσεις πια να εγκλωβίσεις (ειλικρινά νομίζω πως είναι η ιδανική λέξη για να περιγράψει την κατάσταση) την προσοχή τους στην οθόνη αυτή θα πρέπει να ουρλιάζει και όχι μόνο να τους χαρίζει εναλλαγή εικόνων.
Έχω αυξήσει πάρα πολύ την ώρα που αφιερώνω στα social
Είναι κάτι που δεν με ευχαριστεί. Για να μην στεναχωριέμαι και ξενερώνω με τον εαυτό μου θα συμπεριλάβω το instagram στην κατηγορία «κινητό τηλέφωνο» το οποίο είναι πλέον – και ξεκάθαρα μάλιστα – η προέκταση των χεριών μας.
Έχουν αυξήσει πάρα πολύ τη χρήση των tablet οι γονείς στα παιδιά διότι για να φάει με ηρεμία ένα παιδί, πρέπει να υπάρχει έντονος ήχος και εικόνα προκειμένου να τραφεί.
Κάποτε οι γονείς μας μας έλεγαν ιστορίες, μας έκαναν το γνωστό «αεροπλανάκι» που κουβαλάει την μπουκιά και την τοποθετεί στο στόμα μας, μας έκαναν το ωραίο εκβιαστικό κόλπο – μια μπουκιά για την μαμά – μια μπουκιά για το μπαμπά και πάει λέγοντας και όταν εξαντλούσαν όλο το γνωστό σόι (μην μείνει κάποιος παραπονεμένος και αν δεν φας σημαίνει ότι δεν τον αγαπάς) τότε ανέτρεχαν σε μακρινούς συγγενείς – που μπορεί και να ζούσαν στο εξωτερικό – εάν υπήρχαν σε πρώτη φάση… Τώρα το tablet τους ανακουφίζει όλους – γονείς και παιδιά και όχι μόνο για την ώρα του φαγητού αλλά και για πολλές άλλες ώρες που το παιχνίδι στην παιδική χαρά δεν είναι αρκετό, που θέλει ο γονιός να κάνει δουλειές στο σπίτι και το παιδί δεν αρκείται πλέον στην κούκλα, στο κουκλόσπιτο, στον αρκούδο…
Μα κι εμείς έτσι έχουμε γίνει.
Αν δεν έχει wifi τρελαινόμαστε. Αν δεν έχει ήχο, το προσπερνάμε. Αν δεν κινείται γρήγορα, βαριόμαστε. Αν δεν έχει ωραία χρώματα, μας καταθλίβει.
Με ανάγκασα στις διακοπές να βάλω όριο στη χρήση του κινητού μου τηλεφώνου
Όταν δε ήξερα πως στην παραλία που θα βρεθώ δεν έχει σήμα, φρόντιζα να κλείσω τις όποιες εκκρεμότητές μου προτού βρεθώ σε αυτήν. Με ανάγκασα να το έχω μακριά από εμένα, να μην έχω εύκολη πρόσβαση. Φόρεσα ρολόι χειρός αντί να πρέπει να δω την ώρα από το κινητό μου που πλέον περικλείει μέσα του, όλη μου τη ζωή – από το πότε θα αδιαθετήσω, μέχρι το πόσες θερμίδες έχω κάψει, τους τραπεζικούς μου λογαριασμούς, τις ζωές (στα μηνύματα) των φίλων μου και πάει λέγοντας. Αναγκάστηκα να βάζω ξυπνητήρι από το ρολόι προκειμένου να αποφεύγω μετά το συνεχές πάτημα του snooze το άνοιγμα των emails και στη συνέχεια του Ιnstagram – από συνήθεια.
Χαζεύω τα παιδιά γύρω μου. Τα παιδιά των φίλων μου, τα παιδιά στα διπλανά καθίσματα, σε εστιατόρια, σε καφέ και πάντα στην εικόνα αυτή υπάρχει και ένα tablet ή το κινητό των γονιών το οποίο είναι χιλιοπεσμένο και χιλιοχτυπημένο που με το που περνάει στα χέρια των παιδιών δρα ως υπνωτικό.
Θυμάμαι εμάς ως παιδιά, εμένα και τους φίλους μου ως παιδιά που τώρα έχουν δικά τους παιδιά και που αυτά τα παιδιά υπνωτίζονται από τα tablet – να παίζουμε τότε στις πιλοτές, να ανοίγουμε τα κουκουνάρια και να τρώμε τα σποράκια (προτού ο κουκουναρόσπορος γίνει της μόδας), να κάνουμε κόντρες με τα ποδήλατα, να χτυπάμε τα κουδούνια στις διπλανές πολυκατοικίες και να εξαφανιζόμαστε, να κάνουμε πατίνια (roller skates) και να γυρνάμε με ματωμένα γόνατα και αγκώνες αλλά τεράστια χαμόγελα, να παίζουμε κρυφτό και κυνηγητό, να περιθάλπουμε ζωάκια στο δρόμο (όλων των ειδών), να παρατηρούμε χελώνες να κάνουν σεξ (είχε πολλές στην Αγία Παρασκευή εκεί στους πρόποδες του Υμηττού) και να γελάμε με τους ήχους που έβγαζαν…
Είχαμε πολλά να κάνουμε και νιώθαμε πάντοτε πως ο χρόνος ήταν λίγος. Όριο στο παιχνίδι έβαζε η δύση του ηλίου – αυτό αυτόματα σήμαινε πως παιδιά πρέπει να μαζευόμαστε. Το βράδυ θα επέστρεφες πενταβρώμικος από χώματα, λάσπες και αίματα και εξαιρετικά πεινασμένος οπότε η σειρά είχε ως εξής: μπάνιο και μετά φαγητό και τηλεόραση που η τηλεόραση τότε είχε κάτι αξιόλογο να δεις – από τις σειρές εκείνες τις αγαπημένες τις ιστορικές – διαφορετικά θα έβλεπες dvd ή κασέτα με ταινία και ύπνο στις 22.30. Αυτή ήταν τότε η κανονικότητά μας.
Θυμάμαι επίσης ως παιδί να παίζω με τις κούκλες μου, να φτιάχνω κοσμήματα με ό,τι υλικά είχα, να «παίζω» ΑΠΟΓΡΑΦΗ Super Market από την ντουλάπα με τα τρόφιμα που είχαμε στο μπαλκόνι και να τακτοποιώ και να μετακινώ πράγματα στο δωμάτιό μου (όχι μέσω της τηλεκίνησης δεν είχα τέτοιες ικανότητες – μου άρεσε να αναδιοργανώνω τα πράγματα γιατί πάντα με αυτόν τον τρόπο ένιωθα πως βλέπω άλλο δωμάτιο). Μικρότερη, αράδιαζα όλα τα κατσαρολικά της μαμάς μου στο πάτωμα, έπαιζα με το ρολό χαρτιού της κουζίνας, με μακαρόνια, ρύζια, αρακά και μπιζέλια και σίγουρα με τα παιχνίδια μου. Η δική μου η γενιά καθώς και οι προηγούμενες δεν είχαν την παρουσία της τεχνολογίας ως μέθοδο υπνωτισμού και ηρεμίας.
Εμείς ηρεμούσαμε με την εκτόνωση την ενεργητική όχι την παθητική που βιώνουμε όλοι σήμερα – μικροί και μεγάλοι
– Ρε συ κουράστηκα, πόνεσαν τα μάτια μου, μούδιασαν τα δάχτυλά μου, με έπιασε πονοκέφαλος. – Γιατί έγραφες κάποιο νέο κείμενο; Ήσουν στο μοντάζ; Έκοβες λόγο; – Όχι, χάζευα τα story της Τούνη και του Αλεξάνδρου στο instagram και τα έπαιξα.
Για να μην το παίξω έξυπνη και σας γίνω αντιπαθής χωρίς να υπάρχει λόγος (για την ώρα), όταν έρθει η ώρα μου να κάνω παιδί δεν ξέρω πώς θα το διασκεδάζω ή πώς θα το ηρεμώ ή πώς θα το εκτονώνω πάντως το καλό είναι πως ξέρω πως αυτό που βλέπω σήμερα εμένα δεν μου αρέσει – δεν με καλύπτει – δεν με γεμίζει. Μου φαίνεται η εύκολη και γρήγορη λύση μιας γενιάς που δεν έχει πλέον καθόλου υπομονή και σίγουρα ακολουθεί αυτό που κάνει ο κάθε διπλανός και τελικά αποενοχοποιείται. Όταν εμείς οι ίδιοι ζαναξαριζόμαστε από τα social, την Τούνη και τον Αλεξάνδρου ως μέθοδο χαλάρωσης τότε πως είναι δυνατόν να πείσουμε τα παιδιά μας πως δεν πρέπει αντίστοιχα να ζαναξαρίζονται με Peppa Pig;