Κάθε μέρα που περνάει, βρίσκω τον εαυτό μου να τη σκέφτεται περισσότερο. Εκείνη. Δεν είναι μόνο το χαμόγελό της, το βλέμμα της που πάντα με έκανε να νιώθω ότι ήξερε κάτι που δεν ήξερα. Είναι όλα τα μικρά πράγματα, οι λεπτομέρειες, οι κουβέντες που είχαμε, οι αστείες στιγμές που μας έφεραν πιο κοντά. Και σήμερα, είναι μια από αυτές τις μέρες που το μυαλό μου επιστρέφει σε μια συγκεκριμένη συζήτηση που είχαμε.
Μιλάμε πολύ συχνά για τη ζωή μας. Για τις προσδοκίες που είχαμε πριν ξεκινήσουμε να ζούμε στην πραγματικότητα. Και παρά το γεγονός ότι ήμασταν χαρούμενοι που ήμασταν εκείνη τη στιγμή εκεί, ήταν σαν τα λόγια να αποκαλύπτουν μια αλήθεια που είχαμε απομακρύνει τόσο καιρό.
Η κουβέντα αυτή δεν ξεκίνησε με καμία μεγάλη αποκάλυψη ή με κάποιο λυτρωτικό “αγάπη μου, σου έχω κάτι να πω”. Όχι, ξεκίνησε με κάτι απλό—μια ερώτηση που μοιάζει αθώα, αλλά που σε έκανε να σκεφτείς περισσότερο από όσο περίμενες.
— Να σου πω κάτι; ρώτησε εκείνη, και για πρώτη φορά η φωνή της είχε κάτι πιο σοβαρό.
— Εσύ; Αν δεν μου το έλεγες, ούτε που θα καταλάβαινα ότι έχεις κάτι να πεις. — Ναι, σ’ αυτό δεν έχεις άδικο. Λοιπόν… Ειλικρινά, δεν περίμενα ποτέ ότι στα 32 μου θα ένιωθα τόσο χαμένη. Όλα έγιναν γρήγορα και ήθελα να προλάβω τα πάντα, να βρω την τέλεια δουλειά, τη σωστή σχέση, να “έχω τα πάντα”. Κι όταν το έκανα… ανακάλυψα ότι δεν είμαι ακριβώς ευτυχισμένη με όλα αυτά. Πες μου ότι με καταλαβαίνεις.
Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα ένα βάρος, αλλά και μια άνεση. Γιατί, αν το καλοσκεφτείς, ποιος δεν έχει νιώσει έτσι; Είναι σαν το σκηνικό της ταινίας που ξεκινάς με όλες τις καλές προθέσεις και καταλήγεις να κοιτάς τον καθρέφτη και να αναρωτιέσαι πώς ακριβώς έφτασες εδώ.
— Σε καταλαβαίνω απόλυτα, είπα.
—Εσύ; με ρώτησε. Πώς νιώθεις για όλα αυτά που σου συμβαίνουν; Σου φαίνεται ότι είσαι εκεί που ήθελες να είσαι στη ζωή σου;
Με ρώτησε έτσι, απλά, σαν να μιλάμε για κάτι που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα. Και εκείνη τη στιγμή ένιωσα να κολλάει η λέξη στο στόμα μου. Τι να πω; Είχα δουλέψει τόσο σκληρά για όσα έχω τώρα, αλλά…
— Ειλικρινά; Δεν νιώθω ότι είμαι εκεί που ήθελα. Κι αν και δεν το λέω συχνά, υπάρχουν στιγμές που μοιάζει σαν να έχεις επενδύσει όλη σου την ενέργεια για κάτι που δεν σου φέρνει χαρά. Όπως εκείνες τις φορές που τρέχεις για να φτάσεις κάπου, αλλά όταν φτάνεις εκεί… νιώθεις άδειος.
Την άκουσα να σιωπά για λίγο. Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν ήμουν ο μόνος που περνούσε αυτές τις στιγμές αμφιβολίας.
— Ξέρεις… Εγώ νόμιζα ότι στην ηλικία αυτή θα είχα τα πάντα. Θα είχα τη δουλειά που ήθελα, τη ζωή που ονειρευόμουν. Αλλά… ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι αυτή η “ευτυχία” που σου είχε υποσχεθεί ο κόσμος, μοιάζει πιο μακρινή από ποτέ. Σαν να το έψαχνες πολύ και να το είχες δίπλα σου, αλλά δεν το αναγνώρισες ποτέ. Αν σου έλεγα ότι έχω έναν τεράστιο φόβο για το μέλλον, τι θα έλεγες; μου είπε τελικά.
— Τότε μάλλον θα σου έλεγα ότι δεν είσαι μόνη.
Και κάπως έτσι, αυτή η συζήτηση, που ξεκίνησε με αμφιβολίες και φόβους, κατέληξε να είναι μια εξομολόγηση που και οι δύο χρειαζόμασταν. Δεν υπήρχε κάτι μεγαλύτερο από την αλήθεια που μας ενώνει.
Αν και ποτέ δεν είπαμε τις λέξεις που φαινόταν να θέλαμε και οι δύο το είχαμε καταλάβει, ο καθένας μόνος του μάλλον. Όπως πάντα, ο χρόνος ήταν η μεγαλύτερη δικαιολογία. Αλλά αυτή η στιγμή μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι υπήρχε, και πως το «ίσως» μας έκανε πιο αληθινούς από ποτέ.
Και μετά ήρθε το μήνυμα της:
— Τώρα ξέρω γιατί το λέμε “Αν”. Αυτό το μικρό αλλά δυνατό «αν», που τυχαίνει να κάνει τη διαφορά όταν το νιώθεις.
Και ήξερα ότι με κάθε λέξη που περνούσε από την οθόνη, το «αν» γινόταν πιο «εμείς»
— Είσαι σίγουρη; Ότι δεν είναι “εμείς” το πράγμα που έλειπε;
Το μήνυμα ήρθε σαν ξαφνικό θρόισμα. Μου απάντησε σιγά-σιγά, χωρίς να βιάζεται. Σαν να ήθελε να είναι προσεκτική, αλλά κάτι μέσα της να ήξερε ότι έπρεπε να πει τη δική της αλήθεια.
— Μάλλον είναι το πιο δύσκολο να παραδεχτείς ότι αυτό που θέλεις, ίσως να μην είναι αυτό που έχεις. Και η ζωή σου θα μπορούσε να είναι σαν μια βόλτα στην παραλία, αλλά εσύ να βρίσκεσαι σε κάτι που μοιάζει σαν ένα ατέλειωτο μποτιλιάρισμα.
Γέλασα. Χρειάζονταν πραγματικά όλες αυτές οι αναλογίες με το μποτιλιάρισμα για να καταλάβω το μήνυμα της; Μάλλον ναι. Αλλά αυτό είναι που τη κάνει να είναι εκείνη—είναι η ικανότητά της να λέει ό,τι σκέφτεται με τον πιο απλό, αυθόρμητο τρόπο, και αυτό ήταν πάντα το πιο όμορφο χαρακτηριστικό της.
— Και τι κάνουμε;
Αυτό το “τώρα” ήταν τόσο φορτισμένο. Ένιωθα τα λόγια να μένουν στον αέρα.
— Δεν ξέρω… Ίσως αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην περιμένουμε να βρούμε όλες τις απαντήσεις, αλλά να συνεχίσουμε να ρωτάμε τις σωστές ερωτήσεις. Και αν κάτι από αυτά που λέμε τώρα έχει σημασία, τότε ας το βιώσουμε όπως θα έπρεπε να το είχαμε κάνει τότε.
Μου φάνηκε σαν το είδος της συζήτησης που είχαμε πάντα ανάγκη. Τόσο σοβαρή και τόσο αστεία ταυτόχρονα. Και, παρά τις σοβαρές αναλύσεις που κάναμε για τη ζωή και τα πάντα γύρω της, το βασικότερο ήταν πως ήμασταν εκεί, όπως τότε—πιο κοντά, χωρίς να το παραδεχόμαστε πλήρως, αλλά κάπου, κάπως, εκεί.
Και το πιο δύσκολο ήταν να παραδεχτούμε, χωρίς να το πούμε δυνατά, ότι… ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο μακριά όσο νομίζαμε.