Ήταν Δευτέρα βράδυ, εκεί γύρω στις εννιά και πήγαινα να πάρω το μετρό. Έχει που έχει η Δευτέρα μια κατάθλιψη από μόνη της, περνάμε και όσα περνάμε δεν ήθελε και πολύ το μετρό να φανεί όχι μέσο μαζικής μεταφοράς, αλλά μέσο σωτήριας μεταφοράς που θα με μετέφερε σπίτι. Εκεί που όλα μοιάζουν να είναι καλά και ασφαλή, ή και που αν δεν είναι, οι τοίχοι του κρατάνε απέξω ότι μοιάζει κακό και λιγότερο ασφαλές.
Στην είσοδο του σταθμού ήταν ένα αγόρι που πίσω από την πλάτη του έκρυβε μια ανθοδέσμη. Κάθε τόσο κοίταζε τις σκάλες με αγωνία αν ανεβαίνει το κορίτσι του για να της δώσει τα λουλούδια. Τον έβγαλα φωτογραφία και μοιράστηκα την φωτογραφία του, την χαρά μου για την κίνηση του αλλά και την μικρή μου ζήλια ότι “εγώ θα πάρω λουλούδια όταν πεθάνω”, στα σόσιαλ.
Κατέβηκα τις σκάλες, μπήκα στο μετρό και σκεφτόμουνα ότι υπάρχει αγάπη εκεί έξω. Κυριολεκτικά εκεί έξω, μιας και το μετρό που έχει σκάψει την Αθήνα σε βάθος ωκεανών (έτσι μου φαίνεται εμένα) κρατούσε τους επιβάτες μακριά από το “εκεί έξω “που κάποιος περίμενε να προσφέρει αγάπη. Το μετρό συνέχιζε την ξέφρενη πορεία του στα έγκατα της Αθήνας και εγώ κοίταζα τους επιβάτες. Κουρασμένοι, στεναχωρημένοι, χαμένοι στην χώρα του αγνώστου πήγαιναν κάπου. Όπως και εγώ. Κουρασμένη, στεναχωρημένη, χαμένη στην χώρα του αγνώστου και των σκέψεων πήγαινα κάπου. Ένιωσα την κρίση πανικού να έρχεται εκεί στα έγκατα της Αθήνας. Λάθος ώρα, λάθος μέρα για μια κρίση πανικού. Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα εκείνο το αγόρι που περίμενε το κορίτσι του για να της δώσει λουλούδια. Που την περίμενε με αγωνία να βγεί από τα έγκατα της γης για να της δείξει ότι υπάρχει αγάπη εκεί έξω. Και με την σκέψη αυτή και με κάποιες ανάσες η κρίση πανικού δεν πρόλαβε να συνεχιστεί.
Η Τρίτη πέρασε σαν μια ακόμα Τρίτη, με το ίδιο μετρό, με την ίδια ανασφάλεια με την ίδια πεποίθηση ότι κάποιος περίμενε κάποιον να του δείξει πως κάτι καλό υπάρχει εκεί έξω. Και ήρθε η Τετάρτη. Πήρα το ίδιο μετρό και πήγα στην δουλειά. Οι εξελίξεις, η άγνοια, τα πιθανά σενάρια με έκαναν να ξεχάσω ή μάλλον να αδιαφορώ για το τι καλό υπάρχει εκεί έξω. Ήμουνα στον κάτω όροφο της δουλειάς όταν με φώναξε η Μίκα να πάω πάνω. Ανέβηκα και την είδα να κρατάει μια ανθοδέσμη, “αυτά τα φέρανε για εσένα”, μου είπε.
Πήρα την ανθοδέσμη και σκέφτηκα ότι δεν είναι Ιανουάριος για να έχω γενέθλια, ούτε Ιούνιος για να έχω γιορτή, ούτε είναι εφτά χρόνια πριν που πήρα το πτυχίο μου, ούτε έχω πεθάνει, προφανώς δεν έχω πεθάνει. ΑΝΑΛΑΜΠΗ.
Άνοιξα την κάρτα που συνόδευε την ανθοδέσμη με την ελπίδα να μάθω ποιος με έκανε να κατέβω από τα έγκατα και να δω ότι υπάρχει αγάπη εκεί έξω.
Δεν υπήρχε όνομα, ούτε κάποιο στοιχείο για να καταλάβω ποιος μπορεί να ήταν. Ήταν γραμμένο κάτι που με έκανε να κλάψω και να ποτίζω τα λουλούδια που κράταγα σαν Σταρ Ελλάς για δέκα λεπτά.”Γιατί στον δικό μου κόσμο, όποιος χρειάζεται αγάπη, παίρνει αγάπη 🙂 “, έγραφε και οι βρύσες άνοιξαν.
Πήρα στο ανθοπωλείο, δεν μπορούσαν να μου πουν τον αποστολέα. Σεβάστηκα το ανθοπώλικο απόρρητο και περίμενα τον Μπάτμαν να εμφανιστεί. Ο Μπάτμαν και όποιος κάνει το καλό πάντα εμφανίζεται. Έβγαλα φωτογραφία τα λουλούδια , την ανέβασα στα σόσιαλ και την κάρτα και κάπως έτσι κάλεσα τον Μπάτμαν να εμφανιστεί. Και ανά δέκα λεπτά περίπου έκλαιγα. Το κλάμα της συγκίνησης, της ευχαρίστησης προς τον μπάτμαν, της χαράς και της συνειδητοποίησης ότι υπάρχει αγάπη εκεί έξω. Ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, που νοιάζονται να κάνουν τον άλλο να χαμογελάσει και να νιώσει καλύτερα. Γιατί μπορούν.
Στα σχόλια κάτω από την φωτογραφία είδα ότι και όλοι μου οι φίλοι ένιωσαν όπως εγώ. Συγκινήθηκαν, έκλαψαν, χαμογέλασαν , τους έφτιαξε την μέρα. Και σκέφτηκα πώς μια κίνηση μεταξύ δύο ατόμων μπορεί να προκαλέσει αντίστοιχα συναισθήματα και σε άλλους ανθρώπους. Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι, το φαινόμενο της πεταλόυδας είναι. Και το κακό και το καλό μεταφέρεται και επηρεάζει. Κι ας είναι περισσότερα τα παραδείγματα του κακού.
Δούλευα, έκλαιγα, δούλευα, έκλαιγα και σκέφτηκα πως το λιγότερο θα είμαι ένα ιδιαίτερο θέαμα για όποιον με βλέπει να δουλεύω και να κλαίω. Σκεφτόμουνα ότι αργά ή γρήγορα ο μπάτμαν θα εμφανιστεί. Και εμφανίστηκε. Έλαβα ένα μήνυμα που έλεγε ότι ελπίζει να μου έφτιαξε την μέρα ένα τσικ παραπάνω.
Ήταν ο Χρήστος . Τον Χρήστο τον έχω δεί λίγες φορές μιας και μένει μόνιμα στην Βαρκελώνη. Η βοήθεια ήρθε από έξω. Τον έχω δεί λίγες φορές, αλλά κάθε φορά που θα βρεθούμε ή θα μιλήσουμε για σοβαρά ή για αστεία πράγματα μου φτιάχνει την ώρα, την μέρα ένα τσικ παραπάνω. Δεν είναι ανάγκη να ξέρεις καιρό τον άλλο για να ξέρεις τι χρειάζεται και να νοιάζεσαι. Κι ο Χρήστος ήξερε τι χρειαζόμουνα, άρα με ξέρει.
Συνέχισα να κλαίω και να τον ευχαριστώ και να λέμε αστεία, και να λέμε και συγκινητικά πράγματα και να λέμε ότι θα τα πούμε από κοντά όταν έρθει. Θα του πάω ένα κοντέινερ με λουλούδια, για να ανταποδώσω το καλό, για να τον κάνω να χαρεί και να νιώσει όπως εγώ. Για να του φτιάξω την μέρα όπως μου έφτιαξε εκείνος την δική μου. Και σκέφτομαι ότι γενικά θα μπορούσαμε να δίνουμε στον άλλο ό,τι χρειάζεται για να του φτιάχνουμε την μέρα ένα τσικ παραπάνω. Ίσως τελικά αυτός να είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Να κάνει τους άλλους να χαμογελάνε ένα τσικ παραπάνω.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι όταν συναντηθούμε, θα του παώ ένα κοντέινερ φακές. Ξέρει αυτός.
♥