Ο Μιχάλης Σαράντης είναι σίγουρα ξεχωριστός. Εμπιστεύεται το θέατρο, την τέχνη, τα κείμενα, είναι ουσιαστικός και ανοιχτός. Ανοιχτός στις ερμηνείες, στις οπτικές, στην συζήτηση. Ανοιχτός στην σκέψη, στην επικοινωνία, στους ανθρώπους. Φέτος προσθέτει στην εμπειρία του –και με το βραβείο Χορν στο ενεργητικό του- δύο πολύ μεγάλα κείμενα, με την συμμετοχή του στα Κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ και στο Όταν Ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί του Ίψεν.
Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί: Ένα αλληγορικό έργο για το τι είναι ζωή.
Είναι το τελευταίο έργο του Ίψεν. Δεν είχε σκοπό να είναι το τελευταίο του, αλλά ήθελε να κλείσει με αυτό μία θεματική ενότητα και να προχωρήσει σε άλλες φόρμες. Είναι ένα έργο με το οποίο βάζει τον ίδιο τον εαυτό του -μέσα από τον κέντρικό ήρωα- στη σέντρα και τον εκθέτει μπροστά στα μάτια όλων. Μιλάει για όλα αυτά που δεν έκανε, που δεν εκπλήρωσε, για όλα αυτά που έκανε και για όσα μετάνιωσε. Για την ζωή του, τις διαθέσεις του, για το πόσο αφοσιώθηκε σε κάτι με αποτέλεσμα να παρατήσει ένα άλλο κομμάτι της ζωής του, για τις σχέσεις που είχε με τους ανθρώπους. Έχει μια σοφία αυτό το έργο. Ένας τεράστιος καλλιτέχνης ειρωνεύεται βαθιά τον Καλλιτέχνη. Ο συγγραφέας βγάζει τις μάσκες του.
Ο καλλιτέχνης είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους ανθρώπους;
Όχι, δεν είναι. Αυτό είναι και το θέμα του μάλλον: Ότι δεν είναι, αλλά νομίζει ότι είναι, πιστεύει πως πρέπει να είναι. Όταν κάνεις τέτοιες δουλειές, είναι μεγάλες οι τρύπες που ανοίγεις μέσα σου. Το θέμα είναι να μην κλειστείς μες τον μικρόκοσμό σου και έρθει μια μέρα που αναρωτιέσαι τι δεν έζησες.
Στο έργο υπάρχει η φράση: «Η τέχνη είναι πάνω από τους ανθρώπους».
Η τέχνη είναι για τους ανθρώπους και από τους ανθρώπους. Το πάνω από τους ανθρώπους, όπως το καταλαβαίνω εγώ, είναι το να ασχολούμαστε με την τέχνη για να σηκωνόμαστε λίγο πάνω από τη γη. Μας ανυψώνει λίγο, μας πάει λίγο πιο ψηλά για να αντέξουμε. Πάνω από τους ανθρώπους είναι μόνο ο θάνατος. Στο έργο μέσω του θανάτου έρχεται η απόλυτη εκπλήρωση. Το ζητούμενο των ηρώων είναι να φύγουνε μαζί -ως ζεύγη- να προχωρήσουν σε μια ‘άλλη’ διάσταση μαζί και να εκπληρώσουν ό,τι δεν είχαν ζήσει μέχρι εκείνη την στιγμή.
Ένα μεγάλο ζήτημα του έργου είναι το πότε μπορούμε να πούμε ότι ζούμε. Υπάρχει απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα;
Μάλλον όχι. Όταν δεν σκέφτεσαι τα πράγματα εμμονικά, είναι που τα βιώνεις. Όταν σκέφτεσαι το πως και τα γιατί, μάλλον δεν ζεις πραγματικά. Νομίζω πως η ζωή και ο θάνατος είναι τόσο συνδεδεμένες έννοιες, που όταν συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι αθάνατος ή άτρωτος, ζεις καλύτερα. Όχι ότι κάνεις κάτι πιο έντονα, απλώς έχεις στον νου σου ότι είσαι μία κουκκίδα σε ένα τεράστιο σύνολο. Νομίζω ότι αυτό είναι η βενζίνη. Η έννοια του τέλους είναι και αυτή που μας οδηγεί στα πάντα, πολλώ δε μάλλον να ασχολούμαστε με πράγματα έξω από εμάς, με την τέχνη. Όχι ματαιόδοξα ή για την υστεροφημία.
Η Ιρένε λέει κάποια στιγμή πως το κάλεσμα της σ΄ αυτή τη ζωή ήταν να κάνει παιδιά. Υπάρχει για τον καθένα μας κάποιο συγκεκριμένο κάλεσμα;
Όταν το λέει αυτό είναι πια αργά θεωρώ. Το κατάλαβε εκ των υστέρων όπως και οι περισσότεροι από εμάς φυσικά. Το όποιο ‘κάλεσμα’ πρέπει να είσαι ανοιχτός να το ακούσεις, να το προκαλέσεις. Μόνο του δεν γίνεται τίποτα.
Ο δικός σου ρόλος, ο Κυνηγός είναι πιο γήινη ύπαρξη.
Είναι το άλλο άκρο. Η αντίστιξη. Ο Ίψεν έχει βάλει στη μία πλευρά τον καλλιτέχνη που έχει χάσει τοn πραγματικό του σκοπό με ότι έζησε και δεν έζησε και στην άλλη πλευρά τον Κυνηγό με τα ζωώδη ένστικτά του. Το ‘πρόβλημά’ του κυνηγού είναι ότι ζει μόνος του, ότι δεν έχει κανέναν. Πέρα από το ότι τον απασχολεί περισσότερο ας πούμε το ένστικτο και είναι ένας άνθρωπος της φύσης, έχει το θάρρος και το θράσος να παραδέχεται ότι θέλει ‘αίμα’, θέλει ζωή και ένωση. Κι αυτός -το ίδιο έντονα με τον καλλιτέχνη- έχει την ανάγκη να έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους και να εκπληρώσει το ανικανοποίητο. Είναι απόλυτα όντα και οι δύο και έρχονται σε αντίθεση στο έργο γιατί στην πραγματικότητα ούτε το ένα είναι το Απόλυτο, ούτε το άλλο. Υπάρχουν οι δύο όψεις του νομίσματος, αλλά η ζωή βρίσκεται στο πλάι του κέρματος.
Στα Κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ παρακολουθούμε την πορεία της ζωής και την εξέλιξη των χαρακτήρων των μελών μιας παρέας. Ο πυρήνας του χαρακτήρα μας παραμένει πάντα ίδιος;
Στα Κύματα -και στο μυθιστόρημα και στην παράσταση- έξι παιδιά στιγματίζονται από ένα περιστατικό που συμβαίνει στην αρχή, στιγματίζονται από ένα φιλί. Αυτό το γεγονός είναι η αιτία για να υιοθετήσουν ρόλους, χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς τι κάνουν. Τέτοια γεγονότα -μικρά ή μη- συμβαίνουν πολλά στην ζωή μας και μάλλον πριν διαμορφώσουμε τους χαρακτήρες μας, μας καθορίζουν. Η ανθρώπινη ύπαρξη ανάγεται στην τύχη. Ένας πυρήνας μέσα μας παραμένει ο ίδιος, αλλά πιστεύω ότι οι άνθρωποι αλλάζουν και εξελίσσονται. Για μένα το ωραίο στην ζωή είναι να αντιλαμβάνεσαι τι δεν σου πάει και να το αλλάζεις. Τον εαυτό μας δεν τον γνωρίζουμε απόλυτα ποτέ. Οφείλει να μας εκπλήσσει συνεχώς.
Όλα τα μέλη της παρέας κοιτούν τις ζωές των άλλων και τις θαυμάζουν, αλλά στην πραγματικότητα όλοι βιώνουν την προσωπική τους οδύνη.
Και ταυτόχρονα όλοι θαυμάζουν τον Πάρσιφαλ που είναι το απόλυτο πρότυπο! Όλοι έχουμε πρότυπα στο μυαλό μας και όλοι κοιτούν τι κάνουν οι άλλοι και πώς. Υπάρχουν πολλές στιγμές στην ζωή που δεν τις ζούμε και με ένα τρόπο τις σνομπάρουμε γιατί νομίζουμε πως θα έχουμε ξανά την ευκαιρία. Δυστυχώς δεν θα την έχουμε. Γι´ αυτό είναι καλό να μπορούμε να χαρούμε τα μικρά καθημερινά πράγματα του παρόντος. Είναι λίγο κλισέ αλλά είναι αλήθεια. Τα Κύματα είναι ένα τεράστιο κείμενο που καταφέρνει να κάνει τις σκέψεις μας λόγο. Διακόσιες σελίδες ζωή.
Με αφορμή τα Κύματα σκεφτόμουν πως μοναδική παρηγοριά στην απαιτητική και δύσκολη ζωή μας είναι πως είμαστε μαζί με τους άλλους ανθρώπους και μοιραζόμαστε τα ίδια προβλήματα.
Ο χαρακτήρας που ερμηνεύω στο έργο είναι ένας άνθρωπος που έκανε πάρα πολλά πράγματα και στο τέλος συνειδητοποίησε ότι δεν έζησε ουσιαστικά τίποτα παγιδεύτηκε στις λέξεις και την παρατήρηση των άλλων. Τότε, στο τέλος με έναν τρόπο λέει: «Αφού δεν έζησα τίποτα, ας αντιμετωπίσω τον θάνατο αξιοπρεπώς και ζώντας τον!». Δεν τα κατάφερε, όπως δεν τα κατάφεραν και οι άλλοι και όπως δεν τα καταφέρνουμε και εμείς οι ίδιοι. Έχει τέτοιες ποιότητες το έργο, αλλά θέλω να το βλέπω από την θετική του πλευρά. Το ότι είμαστε μαζί είναι σπουδαίο. Είναι τα πάντα.
Τι έχεις κερδίσει από τις δουλειές σου αυτήν την χρονιά;
Έχω μεγάλη χαρά και για τις δύο παραστάσεις φέτος. Για την συνεργασία μου με τον Δημήτρη Καραντζά και τους ηθοποιούς που κάναμε και τις δυο αυτές δουλειές. Μπήκαν στην ζωή μου πολύ ωραίοι άνθρωποι. Θέλω να πιστεύω ότι από αυτή τη χρονιά που είναι πολύ σκοτεινή για μένα, θα πάρω μαζί μου και θα έχω δίπλα μου κάποιους ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνώ βαθιά. Χαρά και εξέλιξη πήρα φέτος από την δουλειά.
Εκτός από τα θεατρικά, ποια άλλα κείμενα αγαπάς;
Διαβάζω όσο μπορώ και όσο προλαβαίνω. Είμαι ερωτευμένος με τα κείμενα του Παπαγιώργη. Λατρεύω αυτά που γράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Μου αρέσει πολύ ο Ηλίας Πετρόπουλος. Τώρα ξεκίνησα τα Έθιμα Ταφής της Χάνα Κεντ. Είμαι από αυτούς που πάνε μια στο τόσο στο βιβλιοπωλείο και παίρνουν είκοσι βιβλία -ανεξάρτητα με το πότε θα το διαβάσω.
Τι σε βοηθάει στην καθημερινότητα; Τι σου αρέσει να κάνεις;
Να βλέπω τους φίλους μου. Να ακούω μουσική, να κάνω ποδήλατο, να κάθομαι στον ήλιο. Ό,τι αρέσει σ΄ όλους.
Επόμενα σχέδια;
Είμαστε σε αναμονή με τους Όρνιθες -που έχει ανακοινωθεί ότι θα γίνουν με τον Νίκο Καραθάνο. Τον χειμώνα θα είμαι στο Εθνικό Θέατρο με τον Δημήτρη Καραντζά που θα κάνουμε την Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ.
Όταν Ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί στο Θέατρο Τέχνης
Κείμενο: Ερρίκος Ίψεν Μετάφραση: Έρι Κύργια Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Βοηθός Σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης. Τα Κύματα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Βασισμένο σε αποσπάσματα της μετάφρασης του Άρη Μπερλή Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς Βοηθός σκηνοθέτη, συνεργασία στη διασκευή & οργάνωση παραγωγής: Θεοδώρα Καπράλου Ηχητική δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Ερμηνεύουν: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Γιώργος Βουρδαμής-Μαυρογένης, Ιωάννα Πιατά, Ελίνα Ρίζου, Μιχάλης Σαράντης, Αινείας Τσαμάτης. Φωτογραφίες: constantinos caravatellis