Η γενιά μου…
Δεν ήθελε να διαλέξει.
Δουλειά, καριέρα.
Δεν έδινε ένα σκατό, για μοντέρνες ηλεκτρικές συσκευές, ακριβά αμάξια, τηλεοράσεις τελευταίας τεχνολογίας.
Δεν την ενδιέφερε να προσέχει την υγεία της- έτσι είναι η νιότη άλλωστε νομίζει ότι είναι άφθαρτη και απέθαντη, σχεδόν ανίκητη και αιώνια-.
Δεν ήθελε να βολευτεί σε σπίτια, μα βάλει υποθήκες ή να πάρει δάνεια, ούτε την απασχολούσε να σχεδιάζει αποδράσεις και να έχει “ασορτί” βαλίτσες.
Την γενιά μου δεν την απασχολούσε και πολύ το τι θα φορέσει, αν είναι στυλάτη και στυλιζαριζμένη.
Η γενιά μου το μόνο που διάλεγε γιατί αυτό ήθελε να διαλέξει ήταν φίλους. Και ζωή.
Αυτό ήθελε, αυτό ήλπιζε να διαλέξει.
Αυτό ήταν το μοναδικό “diy” που την ενδιέφερε.
Να φτιάξει μόνη της την ζωή της.
Ήλπιζε να μην ξυπνήσει κάποιο πρωινό Κυριακής και να αναρωτηθεί: “ποιος στον δγιάολο είμαι” καθισμένη σε έναν καναπέ αποχαυνωμένη από την τηλεόραση και από τα σκουπίδια που τάιζε τον εαυτό της, σαπισμένη, εξαθλιωμένη σε ένα άθλιο σπίτι.
Η γενιά μου ήλπιζε να μην απογοητεύσει ποτέ τα “κακομαθημένα παιδιά” που θα έκανε για να την αντικαταστήσουν.
Η γενιά μου ήθελε να επιλέξει εκείνη πώς θα ζήσει.
Έκανε λάθη η γενιά μου.
Πήρε ναρκωτικά, κι ίσως ακόμα να παίρνει, που την απομάκρυναν από την ζωή που είχε επιλέξει.
Βολεύτηκε, κι ίσως ακόμα να είναι βολεμένη, σε εναν καναπέ, σε φίλους που δεν είναι φίλοι, σε ένα “δε βαριέσαι” και “τι με νοιάζει εμένα”.
Η γενιά μου είχε την ψευδαίσθηση, κι ίσως ακόμα να την έχει πως έχει ανάγκη αυτά με τα οποία την ανέθρεψαν. Τα πολλά, τα ακριβά, τα δανεικά.
Κι ίσως είχε την ψευδαίσθηση κι ακόμα να την έχει πως όσο και να ήθελε να τα αρνηθεί όλα αυτά, τόσο δυσκολεύτηκε κι ίσως ακόμα να δυσκολεύεται να ζήσει χωρίς αυτά όταν αναγκάστηκε να τα στερηθεί.
Δεν είναι εύκολο να μιλάω για την γενιά μου.
Που έκανε λάθη και γεννήθηκε μέσα στα λάθη. Που έψαξε να καλύψει τον πόνο και την ματαιοδοξία της με πράγματα που κρατάνε λίγο και που την έκαναν να ξεχάσει πως τελικά επέλεξε όσα της έμαθαν οτι πρέπει να επιλέξει.
Δεν είναι εύκολο να κοιτάς πίσω και να βλέπεις ποιος ήθελες να γίνεις πριν είκοσι χρόνια και ποιος έγινες είκοσι χρόνια μετά.
Δεν είναι εύκολο να μιλάω για την γενιά μου γιατί της ήταν δύσκολο όταν ξαφνικά έχασε όλα εκείνα που με το θράσος της νιότης αρνήθηκε ενώ τα χρησιμοποιούσε.
Μεγάλωσε απότομα η γενιά μου.
Γεννήθηκε δυο φορές.
Πήρε δυο φορές εκείνη την αγχωμένη ανάσα της ζωής.
Την πρώτη φορά όταν γεννήθηκε και την δεύτερη φορά όταν βγήκε στην επιφάνεια από τα βρωμόνερα της λεκάνης.
Βούτηξε στα ίδια της τα σκατά η γενιά μου, αλλά χαίρομαι που τελικά δεν πνίγηκε από και σε αυτά.
Θέλω να πιστεύω πως η γενιά μου θα τα καταφέρει. Κάποια στιγμή, όταν σηκωθεί από τον καναπέ και θυμηθεί πως κάποτε είχε επιλέξει να ζήσει. Και πώς κάποτε είχε επιλέξει να ζήσει.
Θέλω να πιστεύω πως είκοσι χρόνια μετά θα ψάξει στο πατάρι ή στο πατρικό της να βρει την αφίσα του “trainspotting” και θα την ξαναβάλει στον τοίχο της.
Θα την κοιτάει και θα θυμηθεί τότε που την διάβαζε και υποσχόταν στον εαυτό της με την απόλυτη σιγουριά που έχει η νιότη πως “εγώ δεν θα γίνω ποτέ έτσι”.
Και θα συνειδητοποιήσει αν τελικά έγινε. Και γιατί έγινε ό,τι έγινε.
Κάπως έτσι είναι η γενιά μου. Γλυκόπικρη. Κάπου τα κατάφερε, κάπου τα σκάτωσε. Κάπου έχασε τον εαυτό της και κάπου τον βρήκε.
Η γενιά μου.
Που είκοσι χρόνια πριν είχε λάβαρο αυτό το “Choose life”.
Στον τοίχο της, στα τετράδια της, στο μυαλό της.
Τώρα συχνά έχει λάβαρο το “ποιος στο δγιάολο είμαι, και τι επέλεξα τελικά και τελικά επέλεξα;”.
Είκοσι χρόνια μετά η παρέα απο την Σκωτία και το “Τtrainspotting” επιστρέφουν με ένα ακόμα “επαναστατικό λάβαρο” : “Choose life. Choose Facebook, Twitter, Instagram. And hope that someone, somewhere cares.”
Ίσως τελικά αυτό να θέλει η γενιά μου, το ίδιο που ήθελε είκοσι χρόνια πριν και το ίδιο που θέλουν άι γενεαι πάσαι.
Κάποιον, κάπου να νοιαστεί.