«Ευτυχισμένοι θα είμαστε, μόνο όταν δε θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Όταν θα μπορούμε να ζήσουμε τη δική μας ζωή, τη ζωή που μας ανήκει, που δεν αφορά τους άλλους. Όταν θα είμαστε ελεύθεροι.»
Το μυθιστόρημα Γλυκό Τραγούδι της Lëila Slimani, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, είναι ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ που ήρθε να προβληματίσει και σίγουρα για να ταράξει τον ύπνο μας. Η Slimani, καταφέρνει με την πένα της να ρίξει μια γροθιά ακριβώς πάνω στο διάφραγμα, του πολυάσχολου πολίτη μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, ο οποίος ζει σύμφωνα με τους έντονους ρυθμούς ζωής που επιτακτικά, εκείνη, του επιβάλλει.
Η ιστορία ξεκινάει όταν ένα νέο ηλικιακά ζευγάρι, με δύο μικρά παιδιά, μπαίνει στη διαδικασία αναζήτησης νταντάς η οποία θα μπορεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να τους αντικαθιστά τις ώρες που οι ίδιοι θα είναι αφοσιωμένοι στην εργασία αλλά και στις κοινωνικές τους συναναστροφές. Καμία από τις υποψήφιες δεν φαίνεται να πληρεί τα αυστηρά κριτήρια που έχει θέσει η σύζυγος σε μια προσπάθεια εξιλέωσης, για να εξισορροπήσει κατά κάποιο τρόπο από τη μία πλευρά τις ενοχές που νοιώθει για την “εγκατάλειψη” της οικογενειακής εστίας και από την άλλη να εξομαλύνει την ένταση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε αυτήν και τον σύντροφό της με την απόφασή της -παρά την συμφωνία τους- να επιστρέψει στον εργασιακό στίβο. Όταν το κατώφλι του σπιτιού τους θα το διασχίσει η Λουίζ κάθε δισταγμός απομακρύνεται και η οικογένεια αισθάνεται μια σπάνια τύχη που βρέθηκε στο δρόμο τους η απόλυτη Μαίρη Πόππινς.
Η Lëila Slimani, αρχίζει την αφήγησή της με μια πραγματικά σοκαριστική όσο και τραγική σκηνή που καταφέρνει από τις πρώτες δύο σελίδες να αφοπλίσει τον αναγνώστη. Με αυτό τον τρόπο κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις της για ότι θα ακολουθήσει, που πιστέψτε με, μόνο ρόδινο δεν είναι. Αυτό που φάνταζε αρχικά ως ιδανικό μετατρέπεται μέσα από μια μεθοδικά αργή κλιμάκωση σε έναν εφιάλτη, που έρχεται για να στοιχειώσει όχι τα όνειρα, αλλά την πραγματικότητά μας. Η Slimani, για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί το κινηματογραφικό ύφος και το ρυθμό εξέλιξης μιας ταινίας τρόμου. Ξεκινάει με την καταληκτική πράξη και έτσι όπως στέκεται μαρμαρωμένος ο αναγνώστης από την εναρκτήρια σκηνή κάνει flash back και ξεδιπλώνει την ιστορία διεισδύοντας στις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα των ηρώων της, αποκαλύπτοντας αμαρτωλά μυστικά, ρίχνοντας φως σε τραυματικές εμπειρίες και εξηγώντας κατά κάποιο τρόπο το πως οδηγηθήκαμε στο δραματικό τέλος.
Το ψυχογράφημα του σύγχρονου “μπαμπούλα” που η συγγραφέας αποτυπώνει άρτια, έχει πολλά και διαφορετικά πρόσωπα. Βρίσκεται κάτω από τις μάσκες της κανονικότητας, μέσα στα κοστούμια της επαγγελματικής επιτυχίας, πίσω από τα ανασφαλή βλέμματα, τα ψεύτικα χαμόγελα, την καταπίεση των επιθυμιών, την έκρηξη των συναισθημάτων. Ο “μπαμπούλας” της Slimani μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της σωματικής κακοποίησης, του σχολικού εκφοβισμού, της εγκατάλειψης, της ανασφάλειας, της ψυχικής αστάθειας και μπορεί φορώντας μειλίχια χαμόγελα να προσαρμόζεται όπως ο χαμαιλέοντας για να κερδίσει αρχικά την εμπιστοσύνη και μετά να αποκαλυφθεί.
Αν και είναι το δεύτερο μόλις μυθιστόρημα της συγγραφέως, το 2016, τιμήθηκε με το γαλλικό βραβείο λογοτεχνίας Concourt και αυτή είναι μια πραγματικά σημαντική διάκριση αν σκεφτεί κανείς τον όγκο της βιβλιοπαραγωγής που είχε να συναγωνιστεί. Κανένα βιβλίο δεν προκαλεί σε όλους την ίδια αίσθηση, σίγουρα όμως δεν μπορώ να παρακάμψω το γεγονός ότι το αλάνθαστο ένστικτο των αναγνωστών κατάφερε πολύ γρήγορα να το εντοπίσει, να το αγκαλιάσει και να το αναδείξει από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του στο εξωτερικό. Για μένα, και μόνο η αναφορά στη Σίφνο πάντως με τις μαγευτικές της παραλίες, είναι από μόνος του ένας σοβαρός λόγος για να διαβαστεί!