«Ακόµα κι αν εξαφανιστεί το χαρτί, οι λέξεις θα παραµείνουν». Καπέλο, κορδέλα, πουλί, τριαντάφυλλο… Σ’ ένα νησί χωρίς όνοµα, διάφορα πράγµατα χάνονται το ένα µετά το άλλο· αποφασίζεται να εξαφανιστούν από τη ζωή των ανθρώπων και όλοι οφείλουν να τα ξεχάσουν για πάντα. Όσοι δεν συµµορφώνονται κινδυνεύουν να συλληφθούν από την αστυνοµία της µνήµης.
Όταν µία νεαρή συγγραφέας ανακαλύπτει ότι ο επιµελητής της κινδυνεύει να συλληφθεί –επειδή εκείνος δεν ξεχνά και του είναι πολύ δύσκολο να κρύβει τις αναµνήσεις του–, θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει. Μαζί, καθώς ο φόβος και η απώλεια σχηµατίζουν ασφυκτικό κλοιό γύρω τους, θα προσκολληθούν στη λογοτεχνία ως τον τελευταίο τρόπο διατήρησης του παρελθόντος. Η Αστυνοµία της µνήµης, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι το βιβλίο που με συντρόφευσε τις τελευταίες ημέρες του 2020. Άλλωστε τίποτα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικότερη αυλαία για αυτό το αναπάντεχο έτος, από ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που ακολουθεί τα βήματα του Τζορτζ Όργουελ, του Μπράντμπερυ και του Μουρακάμι.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν 27 χρόνια κι όμως δεν θα πάψει ποτέ να θεωρείται διαχρονικό.
Με πρόζα λιτή και στρωτή αλλά περίτεχνη και περιγραφές γλαφυρές η συγγραφέας καταφέρνει, να υπνωτίσει τον αναγνώστη και να τον ταξιδέψει σε ένα μυστηριώδες, ανώνυμο νησί. Οι κάτοικοι του βρίσκονται υπό τον έλεγχο ενός αυταρχικού καθεστώτος και βυθίζονται καθημερινά, όλα και βαθύτερα σε μία μορφή συλλογικής αμνησίας. Κορδέλες, κουδούνια, πουλιά πολύτιμοι λίθοι, άρωμα, λουλούδια, φρούτα όσα θεωρούμε ως δεδομένα στην καθημερινότητα μας εξαφανίζονται. Τα αντικείμενα και οι έννοιες ξεχνιούνται, μαζί με τα συναισθήματα και τις σκέψεις που συνδέονται με αυτά. Οι πρεσβύτεροι της κοινότητας ανίκανοι να παρέμβουν, κρύβουν τα μυστικά του παρελθόντος στα μάτια και τις καρδιές τους. Εξάλλου ποιός θα τολμούσε, να ορθώσει το ανάστημά του ενάντια στην απολυταρχική εξουσία της Αστυνομίας της Μνήμης;
Στη σκιά αυτού του απολυταρχικού καθεστώτος η συγγραφέας επιλέγει να μας συστήσει την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου.
Μία νεαρή μυθιστοριογράφο, που στερήθηκε τη μητέρα της, εξαιτίας της Αστυνομίας της Μνήμης. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε, να χαρακτηριστεί άχρωμη ή ακόμη και νωθρή όσο όμως η συγγραφέας εμβαθύνει στη χαρτογράφηση της, μπροστά στα μάτια των αναγνωστών ξεδιπλώνεται μια ηρωίδα φυλακισμένη στην καθημερινότητα της, που παλεύει με το τραύµα της απώλειας. Η απάθεια της προς την απολυταρχία μετατρέπεται σε μία ιδιαίτερη σπίθα δυναμισμού όταν μία οικογένεια φίλων της τίθεται σε κίνδυνο, και φουντώνει σε μία ξαφνική αναλαμπή μέσω της συνειδητοποίησης ότι επιμελητής της βρίσκεται και αυτός σε κίνδυνο. Σε μία τολμηρή προσπάθεια – που παραπέμπει έντονα στις περιγραφές του ημερολογίου της Άννα Φρανκ – , τον φυγαδεύει σε μία ειδικά σχεδιασμένη μυστική κάμαρα και εξασφαλίζει τη σωτηρία του από την Αστυνοµία της Μνήμης.
Πρόκειται για ένα αφαιρετικό ανάγνωσμα ανοικτό σε ερμηνείες και διαφορετικά συμπεράσματα.
Αρχικά η Αστυνοµία της Μνήμης και οι συλλήψεις που επέβαλε, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν παραληρισμό για το Ολοκαύτωμα ή ίσως για τις φυλακίσεις που επέβαλε το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Οι εξαφανίσεις θα μπορούσαν να λάβουν πολλές διαφορετικές ερμηνείες, άλλωστε το ερώτημα του πώς προκύπτουν θα μείνει αιώνια αναπάντητο – αφού δεν εξηγείται μέσα από την ιστορία – . Η πιο συναρπαστική από αυτές είναι το ενδεχόμενο να αντιπροσωπεύουν τον ίδιο τον θάνατο. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για µια τολμηρή αλληγορική ιστορία. Ένα αιχµηρό σχόλιο για τους σκοτεινούς και συχνά βίαιους κρατικούς µηχανισµούς παρακολούθησης και επιτήρησης, την κρατική αυθαιρεσία και τα απολυταρχικά καθεστώτα.
Μια ιστορία αυθεντική και μυστηριώδης που θα ικανοποιήσει κάθε αναγνώστη και θα σας γεμίσει με ηθικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς.