«Η εξουσία δεν είναι μέσον, είναι σκοπός. Δεν εγκαθιδρύεις δικτατορία για να προστατέψεις μια επανάσταση· κάνεις επανάσταση για να εγκαθιδρύσεις δικτατορία. Στόχος των διώξεων είναι οι διώξεις. Στόχος των βασανιστηρίων είναι τα βασανιστήρια. Στόχος της εξουσίας είναι η εξουσία».
Το έτος είναι 1984, και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο έχει επιβληθεί το ολοκληρωτικό καθεστώς της Ωκεανίας, το οποίο επιδίδεται, μέσα από ηλεκτρονικές οθόνες και την Αστυνομία Σκέψης, στη συνεχή ηλεκτρονική παρακολούθηση των πολιτών. Ο Ουίνστον Σμιθ –υπάλληλος στην Υπηρεσία Αρχείων του Υπουργείου Αλήθειας στο Λονδίνο– χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα τη Νέα Γλώσσα και ξαναγράφει το παρελθόν με τρόπο που να εξυπηρετεί το Κόμμα.
Aπλό γρανάζι του συστήματος, ασφυκτιά σε αυτό τον κόσμο του απόλυτου ελέγχου των ανθρώπων από το άγρυπνο μάτι του Μεγάλου Αδελφού, ενώ η Αστυνομία Σκέψης βρίσκεται διαρκώς σε ετοιμότητα, καθώς θεωρεί τους πάντες δυνάμει αντιφρονούντες. Από τη στιγμή που ο Ουίνστον θα αποπειραθεί να αμφισβητήσει τη ζοφερή πραγματικότητα, θα ζήσει μια περιπέτεια με απρόβλεπτο τέλος.
Λίγα χρόνια μετά από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Orwell ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ταλαιπωρημένος από τη φυματίωση, γράφει και εκδίδει ένα ζοφερό δυστοπικό μυθιστόρημα.
Σχεδόν 70 χρόνια έπειτα από την κυκλοφορία του, το βιβλίου εξακολουθεί, να φιγουράρει πρώτες θέσεις των λιστών αναγνωστικότητας παγκοσμίως, ενώ το όραμα του Orwell επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο. Από τα χρόνια των απολυταρχικών κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης έως τις στρατοκρατικές δικτατορίες σε χώρες της Δύσης και του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, και κυρίως σήμερα, στην εποχή του θρησκευτικού φανατισμού, της παγκοσμιοποίησης και του Διαδικτύου, με τη συνεχιζόμενη συζήτηση περί ψευδών ειδήσεων και των μαζικών ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων από κυβερνήσεις αλλά και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, το δυστοπικό μυθιστόρημα που ο Orwell συνέγραψε το 1948 καταδεικνύεται σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ως λάτρης της δυστοπικής λογοτεχνίας λοιπόν, αποφάσισα με τη συντροφιά ενός αγαπημένου φίλου μου, να βουτήξουμε στις σελίδες που μυθιστορήματος και να ταξιδέψουμε στην Ωκεανία, για να γνωρίσουμε ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά αριστουργήματα του 20ού αιώνα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο George Orwell με γραφή λιτή, αλλά περίτεχνη, γεμάτη πυκνά φιλοσοφικά και υπαρξιακά μηνύματα και κινηματογραφικές περιγραφές μας μεταφέρει στην Ήπειρο της Ωκεανίας. Τα χρώματα που κυριαρχούν στο έργο και τυλίγουν το τοπίο είναι το γκρίζο και το μαύρο. Η φτώχεια, η πείνα και η εξαθλίωση βασιλεύουν σε κάθε εικόνα.
Ο συγγραφέας κατασκευάζει ένα αστυνομοκρατούμενο, βάναυσο, στεγνό από συναισθήματα, λογική και ηθικούς κώδικες σύμπαν. Η έννοια της ιδιωτικότητας δεν υφίσταται, η προπαγάνδα των ΜΜΜ ακμάζει, η ιστορία σβήνεται και ξαναγράφεται όσες φορές προστάζει το συμφέρον του Κόμματος και η γλώσσα στραγγαλίζεται έτσι ώστε να εκφέρεται δίχως περαιτέρω επεξεργασία από τα εγκεφαλικά κέντρα. Η ελευθερία της σκέψης, η έκφραση συναισθημάτων, ο έρωτας και κάθε προσπάθεια χρήσης της κοινής λογικής καταπατώνται, θεωρούνται εγκληματικές ενέργειες, τιμωρούνται και εξαλείφονται.
Προσωπικά θα πρότεινα σε κάθε αναγνώστη πριν επιχειρήσει, να διαβάσει το 1984 να βεβαιωθεί ότι κατέχει γνώσεις για τα σημαντικότερα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του Orwell και επηρέασαν συγγράμματα του.
Ο Orwell θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρετικός εκπρόσωπος της εποχής του. Έζησε τους δυο Παγκοσμίους πολέμους, το Μεσοπόλεμο, τους πολλαπλούς εμφυλίους της εποχής, το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, την πολιτική προπαγάνδα και τη χρήση της τεχνολογίας για την προσπάθεια εξολόθρευσης του ανθρώπινου είδους.
Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε, ότι η προπαγάνδα οδηγεί στην παραχάραξη της αλήθειας και της ιστορίας και στη στέρηση της ελευθερίας του ατόμου. Γέμισε λοιπόν τα βιβλία του με μηνύματα και συμβολισμούς, που καθρεφτίζουν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής του, τα οποία μόνο ένας αναγνώστης με επαρκείς ιστορικές γνώσεις μπορεί, να αντιληφθεί στο έπακρο.
Ξεκινώντας αυτή την κριτική ήθελα να περιγράψω όλα τα συναισθήματα που μου γέννησε το μυθιστόρημα. Προχωρώντας στη σύνταξη του κειμένου όμως συνειδητοποίησα, ότι πρόκειται για ένα ανάγνωσμα βαθιά πολιτικό, φιλοσοφικό και ηθικό. Ένα μυθιστόρημα ευφυές και μελετημένο, που ερευνά πολλαπλές πτυχές της ανθρώπινης κοινωνίας και ψυχοσύνθεσης. Ένα βιβλίο που με ταρακούνησε βαθιά και με βύθισε σε πολλές σκέψεις. Δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα και να το τελειώσω. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα ανάγνωσμα που μου καλλιέργησε αυθεντικό φόβο, που κατάφερε να τρυπώσει στο μυαλό μου και να με επηρεάσει, καλλιεργώντας μου συναισθήματα έντονα πλην όμως ακατόρθωτα, να αποτυπωθούν γραπτώς. Θεωρώ λοιπόν ορθότερο, να αφήσω τον καθένα από εσάς, να απολαύσει στο έπακρο το ταξίδι του μέσα στο βιβλίο και να χτίσει τις δικές του σκέψεις και εντυπώσεις. Θα κλείσω αυτό το άρθρο όμως αναφέροντας τη βασικότερη συνειδητοποίηση στην οποία οδηγήθηκα μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου.
Κάποτε ένας φίλος μου μου είπε, ότι ο μεγαλύτερος φόβος του είναι, να σταματήσει, να σκέφτεται.
Έκπληκτη τον κοίταξα και τον ρώτησα γιατί δεν λέει απλά ότι ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ο θάνατος. Βλέπετε τότε δεν μπορούσα, να διανοηθώ πως δύναται, να υπάρξει ζωή αν δεν σκέφτεται. Για εμένα η αδυναμία να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι ισοδυναμούσε με τον θάνατο, τη λήθη, την ολική ανυπαρξία. Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε και θάφτηκε στο μυαλό μου, μέχρι που η ανάμνηση αναδύθηκε ξανά στην επιφάνεια του κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου.
Η αξία της Δημοκρατίας έγκειται στην Ελευθερία της Σκέψης, του Λόγου και του Τύπου. Στη δυστοπία που πλάθει ο Orwell τα παραπάνω δικαιώματα βεβηλώνονται και καταπατώνται με μέσα βάναυσα και εγκληματικά. Οι πολίτες στερούνται τη φωνή τους, τη σκέψη τους και κατ’εξακολούθηση την ίδια την ύπαρξη τους.
Αλήθειες και ψέματα, σκέψεις, ενστάσεις, ιδέες, όνειρα, συναισθήματα χάνονται και το μόνο που μένει είναι ένα άβουλο άτομο. Ένα κούφιο σώμα δίχως φρονηση και ψυχή, ένας άνθρωπος δίχως σκοπό που υποτάσσεται και υπακούει, όμως συνεχίζει ακόμη κι έτσι να υπάρχει. Πρόκειται όμως για μία ύπαρξη, που περισσότερο θυμίζει στοίχειωμα και φυλάκιση της ψυχής με τρόπο που την υποτάσσει, να βιώνει κάθε μέρα, αλλά να μην είναι ποτέ αυθεντικά ζωντανή και ελεύθερη. Τότε λοιπόν κατανόησα και αισθάνθηκα το φόβο της απώλειας της σκέψης. Σταματάω να σκέφτομαι σημαίνει σταματάω να υπάρχω και ιδίως να υπάρχω ελεύθερος, όχι όμως και σταματάω να ζω υποχρεωτικά.