Kαταλαβαίνω ότι όλοι γνωρίζουμε την Άλκη Ζέη ως συγγραφέα, γιατί όπως και να το κάνουμε, όλο και κάποιο βιβλίο θα έπεσε στα χέρια μας κάπου κάποτε στα παιδικά μας χρόνια: Το καπλάνι της βιτρίνας, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα… Σε μένα βέβαια τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Πρώτα διάβασα το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Με μολύβι Φάμπερ Νούμερο Δύο. Γνώρισα, λοιπόν, την Άλκη Ζέη ως παιδί, ως γυναίκα, ως μέλος της αντίστασης, ως αδερφή και φίλη και στη συνέχεια προσπάθησα να δω την Άλκη Ζέη ως συγγραφέα.

Το βιβλίο το διάβασα περίπου στις τέσσερις φορές (ναι πρόβλημα!) και κάθε φορά που το τελείωνα έλεγα: «Θέλω κι εγώ να ζήσω έτσι, τι μου λείπει;» Καλά ας μη την πιάσουμε αυτή τη συζήτηση τώρα. Το σημαντικότερο εδώ είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι το βιβλίο αυτό σου δίνει ένα τεράστιο έναυσμα για ζωή που για μένα προσωπικά μοιάζει ανεπανάληπτο.

Γιατί;

Ολοκληρώνοντας την αφήγηση, δε μπορείς παρά ν’αναρωτηθείς πώς μέσα σε ένα βιβλίο χώρεσαν ο Νίκος Γκάτσος, η Διδώ Σωτηρίου, η Έλλη Παππά, ο Κάρολος Κουν, η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Οδυσσέας Ελύτης, η Ζωρζ Σαρή και πόσοι άλλοι ακόμα! Ναι πώς χώρεσαν; Αυτό είναι, νομίζω και το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας της Ζέη, για το πώς εξελίχθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον που αν μη τι άλλο, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς! Φυσικά, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αρκεί απλώς να θες να κάνεις κάτι, αλλά πρέπει να διαθέτεις και να καλλιεργείς αυτή τη προδιάθεση, κι αυτό το έκανε με το παραπάνω η συγγραφέας μας. Ευτυχώς. Για εκείνη και για εμάς.

Μιλάμε για παρέες νέων ανθρώπων που είχαν ένα πολιτικό και καλλιτεχνικό όραμα σε μια εποχή όπου η έκρηξη ιδεών ήταν πρωτόγνωρη. Αλλά μιλάμε και για παρέες ανθρώπων που, όπως λέει και η ίδια στις συνεντεύξεις της, πραγματικά πίστευαν σε κάτι και ήθελαν να το επιτύχουν με κάθε προσωπικό κόστος. Ήταν άνθρωποι που καινοτομούσαν στην Ελλάδα χωρίς αυτό να το γνωρίζουν απολύτως, γιατί απλώς έκαναν αυτό που πίστευαν και ένιωθαν. Κι αυτό που πίστευαν και ένιωθαν ήταν έγνοια των καιρών τους και είχε υπόσταση. Ήταν και είναι θα λέγαμε και θα συμφωνούσαμε, νομίζω όλοι, ένα κομμάτι της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας μας.

Παρακολουθούμε έτσι σε όλη την αφήγηση την πορείας της Ζέη: ένα παιδί στη Σάμο που αισθάνεται ότι της ανήκει ο κόσμος όλος, μια έφηβη που γράφει για το κουκλοθέατρο στο σχολείο της, μια νεαρή γυναίκα που δημιουργεί έναν κόσμο με την αδερφή της τη Λενούλα και την ξεχωριστή της φίλη, Ζωρζ Σαρή. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου εκείνη παραμένει ένας ενσυνείδητος πολίτης, μια γενναία γυναίκα, ζει την εξορία, τον φόβο και το αβέβαιο με αξιοπρέπεια.

Και είναι τότε που σκέφτεσαι και μονολογείς: πόσο γοητευτικό να διαβάζεις για γυναίκες που είχαν πολλαπλούς ρόλους μέσα σε μια κοινωνία, η οποία δεν το επικροτεί ανοιχτά; Για γυναίκες που ονειρεύονται και δημιουργούν, που έχουν ιδανικά, είναι πιστές φίλες, που ερωτεύονται και διεκδικούν τη ζωή τους με θάρρος. Αναπόφευκτα, μάλιστα, συγκρίνεις τη δική σου εποχή με αυτή που διαβάζεις. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις τις εκάστοτε ευκολίες και δυσκολίες. Κάθε εποχή είναι μοναδική αδιαμφισβήτητα. Βρίσκει όμως ένα τρόπο κάθε φορά να πιστεύει και να επιστρέφει στον άνθρωπο πάλι. Πώς αλλιώς;