Στο γραφείο που δουλεύω κυκλοφορούν τρία συρραπτικά για πέντε άτομα. Η ιστορία λοιπόν αναμενόμενη: Έχω ένα πάνω στο γραφείο μου ανάμεσα στα χαρτιά μου και μου δυσκολεύει την ζωή, καθώς πάντα ψάχνω βιαστικά κάτι κι όλο πέφτω πάνω του. Όταν το χρειαστώ, κάποιος άλλος το έχει ήδη πάρει και γυρνοβολάω τα γραφεία ψάχνοντας. Φυσικά δεν βρίσκω αυτό που είχα παρά καβατζώνω κάποιο άλλο, που την επομένη κάποιος άλλος ψάχνει, και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή.

Και λέω, τι χαζομάρα. Χάθηκε να έχω το δικό μου, καταδικό μου συρραπτικό, να ξέρω πού βρίσκεται, να το προσέχω και να το έχω πάντοτε διαθέσιμο όταν το χρειάζομαι; Πολύ απλό δεν θα ήταν; Να πάρουμε δύο συρραπτικά ακόμη λέω.

Και ξεχνάω ότι η γύρα του συρραπτικού με έκανε να δω τα δακρυσμένα μάτια της Δήμητρας τις προάλλες, να μάθω για την δυσκολία της, να μην μπορώ να βοηθήσω μα να μπορώ να την πάρω μιαν αγκαλιά. Ξεχνάω ότι χάρη στο ψάξιμο του συρραπτικού με είδε τον άλλο μήνα η Άννα να λάμπω απ’ την χαρά μου για το δύσκολο μάθημα που πέρασα, και μου κανόνισε στο τσακ-μπαμ γιορταστικά ποτά το βράδυ. Ξεχνάω ότι τελικά το να μοιράζεσαι τα πράγματα (ένα συρραπτικό, το φαγητό σου, ένα σπίτι…), και μαζί με το αναγκαίο ξεβόλεμα, σε κάνει πιο ανοιχτό, με πιο ευαίσθητες κεραίες, πιο άνθρωπο.

Και μετά συνειδητοποιώ ότι κι αν είχα το δικό μου, καταδικό μου συρραπτικό, μάλλον δεν θα το πολύ-εκτιμούσα, πάλι μες στα χαρτιά και στους φακέλους παρατημένο θα το είχα. Ούτε ένα αυτοκολλητάκι δεν θα του είχα κολλήσει, θα εκνευριζόμουν που θα μπλεκόταν στα χέρια μου τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Θα είχα και την απαίτηση να με περιμένει με αφοσίωση όταν θα το ήθελα.

Γιατί έτσι είμαστε μαθημένοι δυστυχώς. Μονά – ζυγά δικά μας. Θέλουμε τα πράγματα όπως τα θέλουμε εμείς, δεν βάζουμε νερό στο κρασί μας, μα θεωρούμε δεδομένο ότι ο άλλος για χάρη μας θα βάλει

Δεν το θέλουμε το συρραπτικό μες στα χέρια μας όλη μέρα, μας μπερδεύει, μα όταν το θελήσουμε πρέπει να είναι εκεί για μας. Το συρραπτικό, η μαμά μας, το αγόρι εκείνο ή η φίλη μας… Μα οι άνθρωποι δεν είναι συρραπτικά, και ας γίνουμε κι εμείς επιτέλους λίγο πιο εντάξει.

Τα συρραπτικά στο γραφείο μας είναι πολύ μεγάλα, μεταλλικά και βαριά. Μασίφ πράγματα. Καμιά σχέση με εκείνα τα πλαστικά, μικρά, χρωματιστά με λουλουδάκια και καρτούνς, που κυκλοφορούσαν στις παιδικές μας κασετίνες. Εκείνα τα πλαστικά, που συνέχεια κολλούσαν και χάλαγαν, και τελικά δουλειά δεν έκαναν. Αυτά εδώ τα σκέτα σίδερα, δεν παθαίνουν τίποτα, όσες σελίδες και να τους βάλεις να συρράψουν.

Και λες, τελικά τι γυρεύεις; Ένα συρραπτικό τίμιο, που να κάνει την δουλειά του όπως πρέπει, και να αντέχει στα δύσκολα και στις πολλές σελίδες, ή τα φρου-φρου κι αρώματα;

Το συρραπτικό ποτέ και σε κανένα γραφείο δεν επιτελεί βασικό ρόλο. Βασικό και ουσιώδες είναι το κείμενο το τυπωμένο στις σελίδες που αυτό συρράπτει. Μα χωρίς αυτό, χειρόγραφο σε εκδότη δεν στέλνεται, δικόγραφο δεν κατατίθεται. Χωρίς αυτό ιατρική γνωμάτευση δεν γράφεται, πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας δεν εκδίδεται. Μόνο σκόρπιες σελίδες θα είχαμε, χωρίς δέσιμο και χωρίς συνοχή.

Το αθώο μικρό συρραπτικό λοιπόν. Που μοιάζει και με φάλαινα ή με μουσούδι σκύλου. Σήμερα δεν μαζευόταν ο νους μου να κάνω δουλειά κι έπεσε το μάτι μου πάνω του. Μισοκρυμμένο απ’ τα χαρτιά και να στηρίζει το κινητό μου, με φώτισε σε τόσα θέματα. Νομίζω το αγάπησα λίγο. Θα του φέρομαι καλύτερα, υπόσχομαι!


featured image: Thought Catalog