Oι άνθρωποι “πού χάθηκες εσύ;” είναι οι άνθρωποι που συνήθως δεν σε ψάχνουν. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Εσύ τους έχεις ψάξει πολλές φορές, ίσως και να τους ψάχνεις ακόμα.
Τους γνώρισες σχετικά παλιά ή σχετικά πρόσφατα. Μπορεί να ήσασταν συμμαθητές, να ήταν δίπλα σου σε μια συναυλία και να χορεύατε το ίδιο έξαλλα και να τραγουδάγατε εξίσου δυνατά. Να περιμένατε μαζί στη σειρά για καφέ και να κοροϊδεύατε μαζί τους “ένα διπλό εσπρέσο, ζεστό με ενάμιση πάγο, μιάμιση κουταλιά μαύρη ζάχαρη και μισή κουταλιά οργανική ζάχαρη με άπαχο βιολογικό γάλα, ναι ναι Αιθιοπία εννοείται”. Να γνωριστήκατε σε κάποιο μπαρ όταν ο ένας ρώτησε τον άλλο “έχεις δει τον σερβιτόρο;”. Να είσαστε συνάδελφοι και να σε καλωσόρισαν εκείνοι στο γραφείο εγκάρδια και φιλικά, να σε βοήθησαν στην αρχή και να ανταλλάξατε εσώψυχα εκείνες τις δύο φορές που πήγατε για ποτό μετά τη δουλειά. Να σχολιάσατε κάτω από ένα ποστ στο facebook και να γίνατε “φίλοι” επειδή διαπιστώσατε πως έχετε κοινές απόψεις και να συζητάτε νυχθημερόν στο μέσεντζερ.
Μπορεί ακόμα και να είναι συγγενείς σου, να έχετε τις ίδιες ρίζες και να τα κλαδιά σας στο οικογενειακό δέντρο να είναι δίπλα δίπλα και από εκεί να κουτσομπολεύετε τους κατοίκους των άλλων κλαδιών. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που σε εντυπωσίασαν με το κοινωνικό εκτόπισμά τους, από τον τρόπο που σε προσέγγισαν, από την εξωστρέφειά τους, από τον τρόπο που σου έδειξαν ξεκάθαρα πόσο ευχάριστη ίσως και απαραίτητη είναι η παρουσία σου στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους. Στην αρχή.
Γιατί μετά, μετά από μια βδομάδα, ένα μήνα, ένα χρόνο, απλά “μπουμ” και εξαφανίστηκαν
Πιο γρήγορα, πιο “μαγικά” και πιο εντυπωσιακά αθόρυβα απ’ ό,τι εξαφάνισε ο μάγος Κόπερφιλντ την Ακρόπολη, οι άνθρωποι εκείνοι απλά εξαφανίστηκαν. Έπαψαν πια να ζητούν την παρέα σου, τη συντροφικότητά σου, το σεξ σου, τη γνώμη σου κι εξαφανίστηκαν.
Κι έμεινες να ψάχνεις εσύ την παρέα τους τη συντροφικότητά τους, το σεξ τους, τη γνώμη τους. Αν τους βλέπεις στην καθημερινότητά σου τους χαιρέτισες ένα πρωί εγκάρδια : “Καλημέρα, πάμε μετά…” κι εκείνοι σου έκοψαν κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με ένα “πνίγομαι, μιλάμε”. Αν δεν τους βλέπεις στην καθημερινότητά σου, έστειλες ένα απόγευμα “Εεεεε, όλα καλά;” κι έμεινες στο “διαβάστηκε” ή πήρες ένα τηλέφωνο που στην καλύτερη περίπτωση δεν απαντήθηκε ποτέ και στη χειρότερη κλείστηκε στη μάπα. Μετά από αυτό, χαιρέτισες κι άλλα πρωινά με ένα χαμόγελο κι έλαβες ένα τυπικό σήκωμα του χεριού-χαιρετούρα από μακριά.
Έστειλες τόσα μηνύματα όσα σου επιτρέπει ο εγωισμός σου-καλά οκ, μεταξύ μας είμαστε, έστειλες και πολλά παραπάνω απ’όσα δεν σου επιτρέπει ούτε ο εγωισμός σου ούτε οι φίλοι σου. Τόσα ινμποξ όσα σου επιτρέπουν τα δωρεάν μεγκαμπάιτς , πήρες τόσα τηλέφωνα όσα σου επιτρέπουν τα δωρεάν λεπτά ομιλίας και το σήμα καμπάνα. Έκανες όσα ιντεράξιον μπορείς να κάνεις σε μία μέρα. Δεν τους βρήκες. Και συζήτησες με τον εαυτό σου και με τους φίλους σου τι σκατά μπορεί να έπαθαν αν δεν έχουν απλά πεθάνει.
Τίποτα δεν έπαθαν. Απλά, πολύ απλά, δε χρειάζονται κάτι από εσένα
Τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ούτε την παρέα σου, ούτε τη συντροφικότητά σου, ούτε το σεξ σου, ούτε τη γνώμη σου. Θα το έχουν βρει κάπου αλλού τη δεδομένη χρονική στιγμή. Με το ίδιο κοινωνικό εκτόπισμα, με τον ίδιο τρόπο προσέγγισης, με την ίδια εξωστρέφεια. Με τον ίδιο τρόπο που έδειξαν σε εσένα ξεκάθαρα πόσο ευχάριστη ίσως και απαραίτητη είναι η παρουσία σου στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους. Με το ίδιο πατερν ακριβώς το ίδιο έκαναν και σε κάποιον άλλο.
Κάποια χρονική στιγμή, το ίδιο απλά όπως εξαφανίστηκαν το ίδιο απλά θα ξαναεμφανιστούν. Θα είναι η χρονική στιγμή που πάλι θα θέλουν κάτι από εσένα. Την παρέα σου, τη συντροφικότητά σου, το σεξ σου, τη γνώμη σου. Κι εσύ θα θες να απαντήσεις: “πού με έψαξες;”. Κάνε το. Μην περιμένεις βέβαια απάντηση.
Τους ανθρώπους “πού χάθηκες εσύ;”, τους ξέρεις. Ίσως να είσαι κι εσύ ένας από αυτούς.