Τα μαλλιά του είναι καστανά, έχουν μακρύνει περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε και φαίνεται πως τον ενοχλούν. Το χέρι του μια γλιστράει στα μαλλιά του και μια τραβάει τα μούσια του.
Αν και οι κινήσεις του μοιάζουν νευρικές ακούγεται ήρεμος. Δεν έχω το θάρρος να τον ρωτήσω γιατί επέστρεψε απ’ την Αγγλία, φαντάζομαι πως μάζεψε όση προϋπηρεσία χρειαζόταν. Ίσως γύρισε την χειρότερη περίοδο, πόσο εύκολο είναι να βρεις δουλειά όταν ο κορωνοϊός κυκλοφορεί ελεύθερος ενώ όλος ο κόσμος γύρω από αυτόν έπαψε να γυρίζει; Ευτυχώς που δεν έχω μοιραστεί τη σκέψη αυτή με την Άννα, θα της δημιουργούσα μεγαλύτερο άγχος.
Ο τόνος της φωνής του Μιχάλη με αφήνει να νομίζω πως ακόμη κι αν τον ρωτούσα, ή μοιραζόμουν τη σκέψη μου δεν θα τον ενοχλούσε, ούτε θα του δημιουργούσε άγχος. Τον ρωτάω για το Λονδίνο, πώς βρέθηκε εκεί, πόσο καιρό έζησε, αν του λείπει. Μαθαίνω πως εδώ τέλειωσε επικοινωνία και ΜΜΕ κι εκεί έκανε μεταπτυχιακό στην πολιτιστική διαχείριση. Δούλεψε σε πολλές γκαλερί, σε μουσείο και κάπου αλλού που δεν κατάλαβα έχοντας αναλάβει πρότζεκτς ντίτζιταλ ψηφιοποίησης και προβολής. Μιλάει αρκετά για τη δουλειά του και για τα εφτά χρόνια που έζησε εκεί, μετατρέπομαι σε εξαιρετική ακροάτρια που τον κοιτάζει κουνώντας το κεφάλι της. Στην πραγματικότητα δεν ακούω καλά, σκέφτομαι τους ατέλειωτους μαύρους φακέλους που ανοίγω στη δουλειά, τα συμβόλαια που ξεφυλλίζω σιχτιρίζοντας και πως το ντίτζιταλ στην ασφαλιστική που εργάζομαι δεν θα φτάσει μέχρι να βγει σε σύνταξη η προϊσταμένη μου.
Είναι κοντά στην τέχνη και αυτό μέσα στην ανακατωσούρα των ημερών τον κάνει πιο γοητευτικό.
Μια από τις φορές που τσακώθηκα με τη μαμά μου κι αναρωτιόμουν τι κοινό έχω μαζί της, ρώτησα τον μπαμπά μου τι της βρήκε. Ενώ είχα ξεπεράσει τα όρια, εκείνος με έπιασε απ’ το χέρι, με έβαλε να καθίσω δίπλα του στον καναπέ και μου είπε μονάχα: «Ήταν και είναι πολύ γοητευτική δίπλα στην τέχνη.» Θυμάμαι καλά αυτή τη στιγμή, θυμάμαι πως κατάλαβα τι εννοεί και πως μου είχε δώσει, χωρίς να το ξέρει, έναν καλό λόγο για να μη αναρωτιέμαι.
«Ειρήνη, εσύ; Είπες ότι δε δουλεύεις αυτές τις μέρες λόγω της κατάστασης αλλά δε μου είπες, τι δουλειά κάνεις;» Να του πω τι δουλειά κάνει η μαμά μου καλύτερα; Να του πω ότι ήταν φιλόλογος; Ότι μας έσερνε στα θέατρα, ότι ξέρει απ’ έξω βιογραφίες συγγραφέων, ότι πάντοτε τρέχαμε σε εκθέσεις και ότι σαν μαμά δεν είναι η καλύτερη αλλά σε όλα τα ψυχαγωγικά είναι η καλύτερη ξεναγός;
«Δουλεύω σε μια ασφαλιστική, είμαι στο τμήμα εισπράξεων…», τα λέω μέσα απ’ τα δόντια μου και για ακόμη μια φορά νιώθω πως άλλη είμαι, άλλο κάνω και αλλού πάνε τα τέσσερα γενικότερα. «Έλα! Απίστευτο!»
Τι έγινε τώρα; Ενθουσιάστηκε;
Μήπως το ‘παθε κι αυτός σαν τον μπαμπά μου και με βλέπει πολύ γοητευτική δίπλα στις ασφάλειες; «Δεν είμαι συνηθισμένη να ενθουσιάζονται τόσο με την δουλειά μου…», του λέω λίγο αμήχανα.
«Όχι, όχι, δεν ενθουσιάστηκα, λόγω σύμπτωσης το είπα. Ήμουν κι εγώ στις ασφάλειες πριν φύγω για την Αγγλία.» Αυτός τις παράτησε κι εμένα με καταπίνουν. «Αλήθεια; Τι έκανες;», ρωτάω με μεγαλύτερη αμηχανία από πριν. «Τον ασφαλιστή! Μετά από κάποια σεμινάρια συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού βρήκα τι θέλω να κάνω, τα παράτησα κι έφυγα.» «Εδώ τα παρακολούθησες;» «Ναι, αλλά έκανα on line με κάποιον business coach από Αγγλία…»