Η κοινή λογική λέει πως το ghosting είναι κάτι που κανείς μας δε θα έπρεπε να κάνει. Και όμως, ενώ φαινομενικά όλοι συμφωνούμε σε αυτό, γιατί οι περισσότεροι από εμάς το έχουμε κάνει ή έχουμε γίνει αποδέκτες του;
Μάλιστα, έρευνα του 2016 από το dating site Plenty of Fish, ανέφερε πως το 78% των millennials έχουν δεχθεί ghosting.
Ως όρος αναφέρεται σε κάποιον οποίος δεν σου λέει πως δε θέλει να βγαίνετε άλλο και απλά χάνεται. Μπορεί να περνάνε μέρες που να αναρωτιέσαι αν θα πάρει τηλέφωνο, γιατί δεν απαντά και αφήνει τα μηνύματα στο «διαβάστηκε». Μπορεί να είχατε τρελή χημεία -μέσα και έξω από τα σεντόνια-, να κάνατε σχέδια για εξόδους, και κάποια στιγμή.. πουφ! να εξαφανίστηκε.
Το πρόβλημα με το ghosting είναι πως νιώθουμε ανήμποροι να κάνουμε κάτι. Πώς μπορείς να κάνεις κάτι άλλωστε, όταν ο ένας από τους δύο είναι εξαφανισμένος και δεν απαντά σε μηνύματα ή τηλέφωνα;
Ο Jo Hemmings, ψυχολόγος και dating coach από τη Βρετανία, έχει τη δική του θεωρία για τον όρο: «Όσο περισσότερο το συζητάμε, τόσο περισσότερο το οικειοποιούμαστε. Πλέον, μπορείς απλά να πεις ‘Μου έκαναν ghosting’ και να καταλάβουν όλοι τι εννοείς. Και όσο περνά ο καιρός γίνεται ολοένα και πιο συνηθισμένο και τελικά καταλήγουμε να το θεωρούμε και ως κάτι δεδομένο» εξηγεί.
Υπάρχει όμως και η πλευρά που ασπάζεται αυτή την πρακτική ως έναν τρόπο να αποφύγει τυχόν συζητήσεις, τσακωμούς ή απλά, κάποια εξήγηση. Τι γίνεται αν ανήκεις σε αυτήν την κατηγορία;
«Το ghosting δεν πρόκειται να φύγει. Πρέπει απλά να ‘εκπαιδεύσεις’ τον εαυτό σου ώστε να το αποφύγει ως μέθοδο διαφυγής από κάτι. Όσο περισσότερο το κάνεις εσύ ως τακτική, τόσο πιο εύκολο γίνεται μετά. Δεν είναι δίκαιο για το άτομο που το δέχεται και όταν γίνεις εσύ αποδέκτης του, τότε θα καταλάβεις πόσο πληγώνει. Αυτό που πρέπει ο κάθε ghoster να καταλάβει είναι πως για εκείνον είναι μία απόφαση της στιγμής, όμως τον αποδέκτη του μπορεί να τον πληγώσει. Μπορείς απλά να στείλεις ένα μήνυμα ή να πεις τηλεφωνικά μία φράση που θα δώσει το τέλος. Να δείξεις γενναιότητα και θα δεις πως θα αποφύγεις το συναίσθημα της ενοχής», καταλήγει ο Hemmings.