Ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο στηρίζει τη διαφορετικότητα του κάθε μαθητή, χωρίς να τον συγκρίνει και χωρίς να του ζητά υψηλούς βαθμούς ως ένδειξη ατομικής αξίας.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της Σιγκαπούρης, ναι, δεν είναι εξετασιοκεντρικό.
Με μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οι μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Σιγκαπούρη δεν θα χρειάζεται πλέον να δίνουν εξετάσεις. Ο υπουργός Παιδείας της χώρας, Ong Ye Kung, αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που καλλιεργούσαν τα σχολικά τεστ, τον οποίο θεωρεί εχθρό της μάθησης, καταργώντας τα.
«Γνωρίζω ότι το να έρχεται κάποιος πρώτος ή δεύτερος στην τάξη ή στο επίπεδό του έχει υπάρξει, παραδοσιακά, μια περήφανη αναγνώριση της επιτυχίας του μαθητή» δήλωσε. «Αλλά έχουμε έναν καλό λόγο να καταργήσουμε αυτούς τους δείκτες, ώστε το παιδί να κατανοεί από μικρή ηλικία ότι η μάθηση δεν είναι ανταγωνισμός αλλά μια αυτοπειθαρχία που πρέπει να αναπτύξει».
Πώς θα αξιολογούνται λοιπόν οι μαθητές;
Για τους μικρότερους, οι εκπαιδευτικοί θα χρησιμοποιούν «ποιοτικούς δείκτες» ώστε να εκτιμούν τη συμμετοχή τους στο μάθημα και τη σχολική μελέτη τους. Οι μεγαλύτεροι μαθητές, από την άλλη, θα παίρνουν βαθμολογίες, χωρίς δεκαδικά ψηφία όμως και δίχως σχολικές εξετάσεις.
Μέσα από αυτή τη νέα προσέγγιση, ο Yπουργός Παιδείας της Σιγκαπούρης πιστεύει ότι οι μαθητές θα εξακολουθούν να βρίσκουν το κίνητρο να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους – αλλά ένα εσωτερικό κίνητρο, όχι σε σύγκριση με τους άλλους.
«Ωστόσο», καταλήγει, «ο σχολικός έλεγχος θα περιέχει πληροφορίες που θα επιτρέπουν στους μαθητές να παρακολουθούν την απόδοσή τους και να αξιολογούν τα δυνατά και αδύναμα σημεία τους».
Είναι απίστευτο το γεγονός ότι στα εξετασιοκεντρικά-βαθμοθηρικά εκπαιδευτικά συστήματα, οι μαθητές προσδιορίζονται μέσα από τις διαφορές τους και όχι μέσα από τις κοινές τους ανάγκες για μάθηση.
Οι βαθμοί είναι η πρώτη μορφή κέρδους για τα παιδιά.
Συνηθίζουν στην ιδέα ότι η αξία καθορίζεται από την τιμή. Οι μαθητές μπολιάζονται στην ιδέα να ετεροκαθορίζονται συγκρινόμενοι μεταξύ τους και να βλέπουν τον εαυτό τους ως προϊόν που έχει αντικειμενική και μετρήσιμη αξία. Οι ανισότητες με αυτόν τον τρόπο οξύνονται ενώ θα έπρεπε, ειδικά σ’ αυτή την ηλικία να μην υπάρχουν.