Γεννημένος το 1922 στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, ο Σαραμάγκου είχε μία αρχή καθόλα διαφορετική από το φινάλε του. Οι γονείς του ήταν φτωχοί άνθρωποι που εργάζονταν ως ακτήμονες αγρότες για να ζήσουν την οικογένεια τους. Εκείνος, αν και ένας έξυπνος, καλός μαθητής, αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο για να ξεκινήσει σπουδές σε μία τεχνική σχολή. Τίποτα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν φανέρωνε τη σπουδαία πορεία που θα διέγραφε αργότερα . Ωστόσο, όπως συνήθιζε και ο ίδιος να λέει:
«Αυτό που είναι να γίνει δικό μου, θα φτάσει στα χέρια μου».
Εκδίδει το πρώτο του βιβλίο το 1947 χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και περνά σχεδόν μία εικοσαετία για να εκδώσει το δεύτερο. Με τα χρόνια αφήνεται και γράφει όλο και πιο ελεύθερα. Εμφανές πια τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη δομή των κειμένων του που καθιερώνονται σαν ένα νέο πρωτότυπο στυλ γραφής. Το 1998 κερδίζει επάξια το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το ήδη υπάρχον έργο του και ό,τι προέκυψε αργότερα δικαιολογεί απόλυτα αυτή την αναγνώριση.
Είναι ο πρώτος λογοτέχνης που βραβεύεται με Νόμπελ για το μυθιστορηματικό του έργο. Οι ιδέες του αποτελούν ένα κράμα μίας σουρεαλιστικής πραγματικότητας με την αλήθεια που υπάρχει στο δεύτερο επίπεδο των πραγμάτων. Αμφιλεγόμενα θέματα, αιρετική ματιά πάνω σε αυτά και μακροπερίοδος λόγος με ελάχιστα σημεία στίξης. Αυτά είναι όσα χρειάζεται να ακούσει κάποιος για να σχηματίσει μία πρώτη επιφανειακή εικόνα για τον σπουδαίο Νομπελίστα.
Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον, Πορτογαλία 1991
Ο Σαραμάγκου εκδίδει ένα εντελώς ανατρεπτικό βιβλίο που διχάζει αναγνώστες και κριτικούς. Η καθολική κοινότητα της χωράς αφηνιάζει στο άκουσμα και μόνο του τίτλου του. Ως αποτέλεσμα, η υποψηφιότητα του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας απορρίπτεται από την κυβέρνηση λόγω των έντονων διαμαρτυριών. Σε αυτό το βιβλίο του επιλέγει να μιλήσει για τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης με έναν δικό του αντισυμβατικό τρόπο. Όσοι θεώρησαν βλασφημία τα όσα έντεχνα αφηγείται ο Σαραμάγκου με αληθοφανή τρόπο, ξεχνούν πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα. Εκείνος αναφέρει τα γεγονότα από μία προσωπική οπτική γωνία που δεν στερείται της διαύγειας και της λεπτομερούς περιγραφής. Πηγαίνει, όμως, κόντρα στους δογματισμούς και τη θρησκοληψία των εκκλησιών που αλλοιώνουν τα πραγματικά θρησκευτικά νοήματα εξυπηρετώντας ποικίλους σκοπούς.
Δύο δεκαετίες μετά ο Σαραμάγκου καταπιάνεται και πάλι με μία θρησκευτική ιστορία, χωρίς φυσικά να μένει στις δεδομένες αρχές της
Στο μυθιστόρημα Κάιν, που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του, επιλέγει τον γιο της Εύας και του Αδάμ, για κεντρικό ήρωα. Με λεπτή ειρωνεία, πολυσύνθετη σκέψη και αδιαμφισβήτητη ευστροφία ξετυλίγει το κουβάρι του βιβλικού προσώπου. Μέσω των δηλώσεών του, ο Σαραμάγκου πήρε σαφή θέση ενάντια στο περιεχόμενο της Βίβλου. Συνεπώς, η κατακραυγή που δέχθηκε από τους Καθολικούς, μπορεί να ήταν και ένα είδος επαίνου για εκείνον. Αντίθετα, το κοινό που θαύμαζε τον λαβύρινθο της σκέψης του θεώρησε πως πρόκειται για μία ωδή στον άνθρωπο. Στη δύναμη και την αδυναμία του είδους από τις απαρχές της δημιουργίας του. Στην ασυνεννοησία, όπως λέει ο συγγραφέας, των ανθρώπων με τον Θεό.
Η Τριλογία: Περί Τυφλότητος, Περί Φωτίσεως, Περί Θανάτου
Η αρχή αυτής της σειράς βιβλίων γίνεται με το Περί Τυφλότητος που εκδόθηκε το 1995. Ο Σαραμάγκου σκαρφίζεται μία ιστορία με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας. Ταυτόχρονα, όμως, η ακρίβεια και η λεπτομέρεια στις συνέπειες και τις κυβερνητικές κινήσεις προσδίδουν τον απαραίτητο ρεαλισμό στην αφήγηση του. Δίχως να υπάρχει χρονική και τοπική τοποθέτηση ο συγγραφέας εξιστορεί την αιφνίδια επιδημία τυφλώσεων που σαρώνει μία χώρα. Οι βασικοί του χαρακτήρες δεν έχουν όνομα αλλά αναφέρονται με βάση ορισμένα στοιχεία της προσωπικότητας τους. Ακολουθεί λοιπόν την εξέλιξη της επιδημίας υπολογίζοντας από το τι θα συμβεί στο κυκλοφοριακό μέχρι τις επιπτώσεις στην οικονομία. Διαχειρίζεται με μαθηματικό τρόπο και κλιμάκωση όλους τους τομείς που πρόκειται να επηρεαστούν. Έτσι, ενώ μιλάμε για ένα μυθιστόρημα ενδεχομένως ο αναγνώστης να νιώσει πως έχει δει μία ταινία με στοιχεία ντοκιμαντέρ. Τελικό ερώτημα του Σαραμάγκου:
«Σε έναν κόσμο τυφλών τι θα έκανες αν έβλεπες»;
Αντίστοιχα, στο δεύτερο βιβλίο της Τριλογίας, Περί Φωτίσεως, του 2004 το θέμα έχει και πάλι καθολικό χαρακτήρα. Αυτή τη φορά μία ξαφνική αναλαμπή του λαού φέρνει στις εκλογές το συντριπτικό αποτέλεσμα του 80% υπέρ του λευκού. Κι ενώ φορείς και κόμματα αναζητούν τον υποκινητή, προς έκπληξη όλων επανέρχονται στον κόσμο ξεχασμένες αξίες και αρχές. Κύματα στήριξης, αλληλεγγύης και αυξημένης ενσυναίσθησης ταράζουν τις ισορροπίες που στήριζαν το ανταγωνιστικό, έως τότε, σύστημα. Το Κράτος φυσικά θα αντιδράσει για να επαναφέρει την δική του κανονικότητα. Σχετικά με το βιβλίο, ο Σαραμάγκου δήλωνε πως δεν είναι εκείνος απαισιόδοξος, απλά ο κόσμος είναι απαίσιος.
Το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας έρχεται σε αντίθεση με την καθολικότητα των δύο προηγούμενων
Εδώ ο θάνατος δεν επικρατεί, αλλά απουσιάζει από μία χώρα 10 εκατομμυρίων ανθρώπων. Η παράλυση του συστήματος παρουσιάζεται για άλλη μία φορά με χειρουργική ακρίβεια. Τα γραφεία κηδειών κλείνουν, οι οίκοι ευγηρίας γεμίζουν, τα νοσοκομεία αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στη δημόσια υγεία. Ο Σαραμάγκου χρησιμοποιεί τη μαφφία, με δύο φ όπως την αναφέρει, προκειμένου να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος. Ο θάνατος απάντα με τη μορφή μίας μυστηριώδους γοητευτικής γυναίκας. Το σπουδαίο σε αυτή την ιστορία είναι πως δεν πρόκειται για μια έξαρση αθανασίας, αλλά για μια στασιμότητα του θανάτου. Ο ετοιμοθάνατος, είτε λόγω γήρατος είτε λόγω ασθενειών και ατυχημάτων, παραμένει στην ίδια αρνητική κατάσταση, δεν αναζωογονείται.
Ο Σαραμάγκου μας υπενθυμίζει έμμεσα με την περίτεχνη αφήγηση του, την ομορφιά της ζωής. Όπως λέει και στον Κάιν:
Το ποτέ δεν είναι το αντίθετο του αργά. Το αντίθετο του αργά είναι το πολύ αργά.