Άκουσα την εξομολόγηση της ηθοποιού ένα κρύο πρωινό, αρκετές μέρες αφότου έγινε σε ζωντανή μετάδοση στην τηλεόραση. Το βράδυ, με βρήκε να μη μπορώ να κοιμηθώ χωρίς να ξέρω τον ακριβή λόγο.
Το μυαλό μου συνήθως κυριεύεται από εκατοντάδες σκέψεις το δευτερόλεπτο αλλά αυτό που ζουσα εκείνη τη νύχτα ήταν διαφορετικό. Στον τοίχο του δωματίου που φωτιζόταν ελάχιστα, εμφανίστηκαν όλες οι φορές που έχω νιώσει να καταπλακώνομαι από την άσχημη συμπεριφορά ανθρώπων. Αμέτρητες φορές, γυναίκες που με την κακία τους με οδήγησαν σε παραίτηση, άνδρες που με τα σχόλιά τους με έκαναν να λυπάμαι τις επόμενες γενιές.
Πώς θα μπορούσαμε όλες μας να μετρήσουμε τις φορές, τις στιγμές, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς;
Αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν στη ζωή μου είχα μόνο έναν σκοπό, κάθε φορά. Κάθε φορά, ίδιο. Αν μπορούσα να περιγράψω όλες τις δουλειές που είχα κατά καιρούς με έναν στόχο, δεδομένο, έτσι ώστε να συγκρίνω τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε σχέση με αυτό. Πώς με αντιμετώπισαν οι άνθρωποι όταν κατάλαβαν ότι η εργασία μου περιστρέφεται γύρω από την εξής παρομοίωση: ο σκοπός μου είναι να βάψω τρία κίτρινα καλώδια και να το κάνω καλά. Αν αυτά τα καλώδια ήταν πάντα η αναφορά μου, πώς θα περιέγραφα καλύτερα όλα αυτά που με έχουν πληγώσει στο δρόμο. Αν η ζωή μου, η δουλειά μου, η καθημερινότητα είχε πάντα παρονομαστή αυτά τα καλώδια. Πώς αντιμετωπίζει κάθε φορά ο θύτης το γεγονός ότι έχω αυτόν τον σκοπό και στόχο;
Ήμουν 13
Η κρουαζιέρα με την οικογένεια και τη φιλική παρέα μας, έδειχνε να εξελίσσεται όπως περίμενα. Λίγες παρεξηγήσεις με τη φίλη, λίγη απελευθέρωση πάνω στο πλοίο για γονείς και παιδιά, λίγη θάλασσα, λίγο απ’ όλα. Πέρασα έξω από την καμπίνα των φίλων μας ψάχνοντας το κορίτσι της παρέας. Μέσα, ο μεγαλύτερος αδερφός της που γνωρίζω από μωρό. «Ψάχνω τη Σ.» «Έλα μέσα, σε λίγο επιστρέφει.»
Με ρώτησε πράγματα που δε θυμάμαι, για να περάσει η ώρα. Μου ζήτησε να του υπενθυμίσω τι τάξη θα πάω και αν έχω φιλήσει αγόρι για να «ζεστάνει» την ατμόσφαιρα.
«Ξέρω πως θέλεις να βάψεις κίτρινα τα καλώδια, θα σε βοηθήσω εγώ.»
Προτού το καταλάβω βρέθηκα στο κρεβάτι να νιώθω το βάρος του επάνω μου. Νομίζω πως κατάφερα να κλάψω, να βάλω μια φωνή, να τον κλωτσήσω και να φύγω από την άσπρη μισάνοιχτη πόρτα της καμπίνας που ακόμα θυμάμαι σα να την είδα χτες. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνο το ταξίδι. Κι αν είχα βάψει τα καλώδια, αν τα καλώδια υπήρχαν, τώρα η μπογιά θα είχε ξεθωριάσει.
Ήμουν 19
Τα κουράγια μου και η ενέργειά μου ήταν άξια θαυμασμού. Το πρωί, στο κανάλι από τις 6, το μεσημέρι στο Πανεπιστήμιο, το απόγευμα έως αργά στο κέντρο για μαθήματα και σεμινάρια. Κουρασμένη, ένα βράδυ αξιολογώ την κούραση ως μεγαλύτερη έναντι των χρημάτων και παίρνω ταξί για μια διαδρομή μισής ώρας. Ένα κίτρινο, φυσιολογικό ταξί. Δεν είχε αναμμένη την επιγραφή «Ελεύθερο» αλλά σταμάτησε. Στρίψαμε την Αγ. Μελετίου και μου έπιασε ψιλή κουβέντα. Το ένστικτό μου, που λίγες φορές με έχει γελάσει, άρχισε να μουδιάζει. Τα φώτα της Πατησίων άρχισαν να θολώνουν. Λίγο πριν φτάσουμε στην Πανεπιστημίου ήταν βέβαιο. Τίποτα από αυτά που άκουγα δεν ήταν λογικό. « Τι χρώμα εσώρουχο φοράς; Έχεις πάει με αγόρι; Ξέρεις, υπάρχει ένα τρόπος να πετυχαίνεις πάντα αυτό που θες. Θα στον πω, να τον ξέρεις, για πάντα.»
Είχα ήδη καλέσει από το κινητό μου τη μητέρα μου για να «αλλάξω το ραντεβού μας». Δεν υπήρχε περίπτωση να έφτανα ως το Φάληρο έτσι. Κι αν με πήγαινε σε κάποιο στενό; Αν άνοιγα την πόρτα και άρχιζα να τρέχω κατά μήκος του δρόμου; Θα με έσωζε κανείς; Είχα δει πολλές ταινίες και πάντα έβρισκα το τέλος. Το δικό μου δεν ήταν καλό. «Σας παρακαλώ αφήστε με στο Σύνταγμα.»
«Δεν σου είπα ακόμα τον τρόπο να βάφεις πάντα τα καλώδια σε ό,τι χρώμα επιθυμείς. Να κάνεις τους άντρες να εκσπερματώνουν.»
Η πλατεία Συντάγματος ακόμα και σήμερα μου φαίνεται λύτρωση. Είχα το κουράγιο να του πετάξω στο κάθισμα χρήματα για να μην έχει λόγο να με κυνηγήσει. Είχα το κουράγιο να μην κοιτάξω το ανοιχτό του παντελόνι και τη βρωμιά που ήθελε να μου δείξει ολοκληρώνοντας το «έργο» του. Είχα το κουράγιο, βγαίνοντας, να σπρώξω την κοπέλα που πήγε να μπει στο ταξί με φόρα. Είχα το κουράγιο να δω την πινακίδα του καθώς χανόταν μαζί με όλα τα κίτρινα ταξί που έμοιαζαν με σειρές καλωδίων.
Κάλεσα τον ξάδερφό μου και του ζήτησα να με πάει στο αστυνομικό τμήμα. Θυμάμαι λίγα πράγματα από τότε, αλλά ξέρω πως καταζητείτο και για άλλα παραπτώματα και ήταν οδηγός και όχι ο ιδιοκτήτης του ταξί. Έχω ξαναμπεί σε ταξί από τότε. Μα πάντα κοιτάζω με μια κλεφτή ματιά την άδεια ή την πινακίδα.
Έγινα 20, 21, 22
Γυναίκες και άντρες μιλούσαν με περιφρόνηση, νεύρα και σεξισμό στις περισσότερες συναναστροφές μου. Μπήκα στη σχολή του ξακουστού ηθοποιού γύρω στα 22. Είναι έτσι όπως τα περιγράφουν όλοι. Χειριστικός, έξυπνος, ύπουλος. Περνώντας οι μήνες και αφού έχει φροντίσει να είναι απόμακρος απέναντι μου, όπως κατάφερα να εξασφαλίσω εξ αρχής, κατάλαβα πως αν έχω σκοπό να βάψω κίτρινα τα καλώδια, θα έπρεπε να τον ερωτευτώ ή να τον μισήσω. Έρωτας ή πόλεμος ήταν η ζωή του και ήμουν αρκετά υγιής, ακόμα, ώστε να καταφέρω να δω την καταστροφή να έρχεται. Το φορτίο, όμως, φαίνεται ήταν βαρύ.
Η σχέση μου με την εξουσία είχε πάρει πια, μια παράξενη τροπή. Την απεχθανόμου γιατί έβλεπα την ισχύ της πάνω στους αδύναμους. Τη σεβόμουν γιατί ήξερα ότι μόνο με τις ευλογίες της βάφονται τα κίτρινα καλώδια. Αποφάσισα μέσα μου και υποσυνείδητα ότι θα τη γοητεύω πριν με συνεπάρει.
Επί μια πενταετία εξασφάλιζα τον θαυμασμό της, τη φιλία, την εμπιστοσύνη της.
Ξεκίνησα να δουλεύω με την κα Μ. στα 26. Η κακία, η υστερία και η πονηριά προσωποποιημένες. Δε γλύτωσα από αυτό το δίχτυ εξουσίας γιατί ήταν θηλυκό. Αν της έλεγα ότι πρέπει να βάψουμε κίτρινα, τρία καλώδια, οι απαντήσεις και οι αρνήσεις θα ερχόντουσαν σα βροχή : «Ποιο κίτρινο ακριβώς; Πότε θα γίνει αυτό; Γιατί κανόνισες κάτι χωρίς εμένα; Έχω χτίσει το Ίδρυμα με τα χέρια μου και δε νομίζω ότι του ταιριάζουν τα κίτρινα καλώδια.» Τσιρίδα, ψυχολογικός πόλεμος, νευρικότητα, κρίσεις πανικού. Συμπαράσταση από κανέναν. Όποιος ανώτερος πήγε να εμπλακεί άφησε στη μέση αυτήν την τρέλα. Όλοι περίμεναν να πάρει σύνταξη. Η ψυχοθεραπεύτριά μου, τυχαία, την ήξερε. Την επόμενη φορά θα της πεις : «Δεν φταίω εγώ για τα θέματα με τη μητέρα σας.»
Ποτέ δεν το είπα, φυσικά. Οι αρχές μου και οι τρόποι μου σε μια μίξη με όλα τα μικρά και μεγάλα τραύματα δε με άφησαν ποτέ να απαντήσω όπως έπρεπε. Ούτε στον διευθυντή που μου έλεγε για το στενό, μαύρο παντελόνι, ούτε σε εκείνους που έμπλεκαν τις υποθέσεις για να δημιουργούν άσχημο κλίμα στις δουλειές.
Ήμουν 35
Παντρεμένη και με ένα παιδί πια, είχα ζήσει πολλά, είχα καταφέρει πολλά, είχα υπομείνει πολλά. Ήρθε πίσω μου και χαϊδεύτηκε, δήθεν, τυχαία. Έλεγε πράγματα που μια 25άρα θα έβρισκε χαριτωμένα. Ίσως και γοητευτικά. Ανέβηκα στην προϊσταμένη και φίλη μου από τα παλιά. «Με τεστάρει. Μου την πέφτει για να έχει κάτι εναντίον μου. Είμαι φίλη σου και με φοβούνται, χωρίς προφανή λόγο. Πες μου τι θες να κάνω. Ευχαρίστως του ρίχνω μια μπουνιά.»
Έβαλα μπροστά τον αντίθετο «μηχανισμό γοητείας της εξουσίας». Τον είχα κι αυτόν στο τσεπάκι, μετά από τόσα χρόνια.
Επιβίωσα. Γίναμε – σχεδόν – φίλοι. Τον έβλεπα να φλερτάρει και λυπόμουν το αξιαγάπητο κορίτσι του. Όταν, όμως, του ζητούσα να βάψουμε τα καλώδια κίτρινα, έδινε την εντολή.
Με τον επόμενο διευθυντή προσπάθησα να κάνω το ίδιο. Πήρα στην αρχή ως «φυσιολογικά» τα σχόλια περί φούστας, ομορφιάς , παντελονιού, μαλλιών. Ύστερα κατάλαβα ότι αν δεν χαμογελούσα με συγκατάβαση, όχι μόνο δε θα βαφόντουσαν κίτρινα τα καλώδια αλλά σταδιακά, οι εργάτες που θα τα έβαφαν θα έπαιρναν ρεπό. Οι προμηθευτές που θα τα έφερναν δεν θα έπαιρναν ποτέ το mail και, μάλλον, θα έφταιγα εγώ. Έδωσα στον εαυτό μου, λοιπόν, μια άλλη εντολή : διασκέδασέ το. Έτσι έγινε. Άκουγα κάθε σεξιστικό του σχόλιο με επιφανειακή απόλαυση. Γυρνούσα τα πάντα στη σφαίρα της χαράς. Τι ωραία που περνάω όταν κάποιος με θαυμάζει. « Αν ο γάμος μου πάρει την κάτω βόλτα, ξέρω πού θα σε βρω» , τόλμησα και ξεστόμισα μια μέρα ενώ τον σιχαινόμουν ακόμα πιο πολύ.
Σκλήρυνα. Όταν ανέλαβα κι εγώ θέση εξουσίας, ήμουν αυστηρή και κάποιες φορές πιο τσιμεντένια απ’ όσο έπρεπε. Ήμουν γυναίκα. Ήξερα πως θα με καταπιούν. Το είχα μάθει πια καλά.
Με πήραν τηλέφωνο ένα μεσημέρι, στις διακοπές. Το αφεντικό χτύπησε, έσπρωξε και έβρισε εκείνον που με αντικαθιστούσε επειδή δεν είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε.
Να γιατί ήμουν σκληρή. Γιατί προσπαθούσα ασυνείδητα να είμαι ασπίδα απέναντι στην απανθρωπιά που ήξερα πως υπήρχε.
«Σας είχα πει. Τα καλώδια, να βαφτούν κίτρινα στις 8 ακριβώς. Να είναι τέλεια, καθαρά και στην απόχρωση που έχει ζητήσει. Αν δεν το κάνατε, ξυπνήσατε το τέρας. Γι’ αυτό καμιά φορά σας μιλάω με τρομερή ένταση. Για να γίνω η άμυνά σας.»
Έφυγα όταν ο γλοιώδης διευθυντής τόλμησε να μου υποσχεθεί πράγματα που ποτέ δεν έκανε. Επιτέλους, είχε μπει ένα υποτυπώδες όριο.
Μια από τις τελευταίες μου «πληγές» είχε πάλι γένος θηλυκό. Κακιά, ψεύτρα, νέα γυναίκα. Θυμήθηκα την κα Μ και τη λυπήθηκα. Προσπάθησα να την προσεγγίσω, να τη βοηθήσω, να την καταλάβω. Είχα, άλλωστε, διανύσει μια τεράστια διαδρομή ανθρώπων. Για λίγο καιρό, βάψαμε μαζί καλώδια. Όταν τα έβαψε κόκκινα και κατηγόρησε εμένα γι’ αυτό, απολύθηκα. Ήταν η πρώτη απόλυση της ζωής μου.
Πάντα έφευγα μακριά από το κακό. Είχα μάθει να το παλεύω μέχρι ένα σημείο και μετά να φεύγω. Σταμάτησα το αμάξι στην άκρη. Από τα κλάματα ήταν όλα θολά, ξανά. Δε μπορούσαν να σταματήσουν με τίποτα τα δάκρυα. Ήταν όλα τα παράπονα χρόνων, όλος ο πόνος, όλη η προσπάθεια, όλη η καλοσύνη που πάλεψα να ενστερνιστώ και να κάνω θρησκεία μου.
Αποφάσισα μια μεγάλη παύση. Έμεινα σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς πολλές συναναστροφές. Χωρίς πολλές εξομολογήσεις.