Θυμάμαι όλες τις φορές που κάποιος άγνωστος με είδε στο δρόμο και θέλησε με κάποιον πολύ απεχθή και χυδαίο τρόπο να με παρενοχλήσει κάνοντας κάποιο σεξιστικό σχόλιο, σφυρίζοντας, φωνάζοντας ή κάνοντας μια χειρονομία. Και λέω να με ενοχλήσει, διότι ποτέ δεν εξέλαβα αυτές τις παρενοχλήσεις ως κομπλιμέντα ή πειράγματα. Αντιθέτως με έκαναν να νιώθω απαίσια. Αν μου έδινε το δικαίωμα ο νόμος, όπως έχει θεσπιστεί σε άλλες χώρες, θα έκανα μήνυση.
Δεν κολακεύτηκα ποτέ επειδή κάποιοι άγνωστοι με φλέρταραν μουρμουρίζοντας σεξιστικές αηδίες. Δεν με έκανε να νιώσω ποτέ καλά και όμορφη, με έκανε να νιώθω πάντοτε πολύ άσχημα.
Και δεν καταλαβαίνω γιατί είμαι υποχρεωμένη να το ανέχομαι ή να το εκλαμβάνω σώνει και καλά ως κομπλιμέντο ενώ μου προκαλεί αηδία, δυσφορία και αποστροφή. Και συνήθως, η έμφυλη διαμάχη για αυτή την παρενόχληση στο δρόμο πάει κάπως έτσι:
Γυναίκες: Δε μας αρέσει να κοιτάνε τα οπίσθια ή το στήθος μας και να μας λένε τι θα ήθελαν να κάνουν στο σώμα μας.
Άντρες (#όχιόλοι): Σας αρέσει, είναι κομπλιμέντο.
Γυναίκες: Ε, όχι, δεν το εκλαμβάνουμε ως κομπλιμέντο, το εκλαμβάνουμε ως ενόχληση.
Άντρες (#όχιόλοι): Να το εκλάβετε όπως σας λέμε. Αλλά χεστήκαμε κιόλας αν σας ενοχλεί, εσείς έχετε το πρόβλημα.
Αυτό ακριβώς λοιπόν, το γνωστό ‘πείραγμα’ στο δρόμο, που δεν είναι καθόλου αθώο όπως θέλουν να το παρουσιάζουν, λέγεται cat calling, αφορά στην παρενόχληση από αγνώστους και αποτελείται από ανεπιθύμητα σεξουαλικά σχόλια, προκλητικές χειρονομίες, φωνές και επιφωνήματα, άσεμνες τοποθετήσεις, καταδίωξη, επίμονη σεξουαλική παρενόχληση σε δημόσιους χώρους όπως δρόμους, εμπορικά κέντρα κλπ.
Εδώ και δεκαετίες υπάρχει έμφυλη διαμάχη στο τι συνιστά κομπλιμέντο και τι όχι. Οι άνδρες επιμένουν να θέλουν να θέτουν τα όρια του τι είναι ευχάριστο και τι όχι να ακούει μια γυναίκα ενώ αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να το καθορίσουν αποκλειστικά οι γυναίκες. Το κομπλιμέντο έχει σκοπό όταν γίνει να κάνει το άλλο άτομο να νιώσει καλά, αν το άτομο που το δέχεται κάνει ξεκάθαρο ότι δεν συμβαίνει αυτό είναι ανόητο το να επιμένει αυτός που το κάνει ότι θα έπρεπε να νιώθει.
Μάλιστα όταν τολμήσουμε να δείξουμε την δυσαρέσκειά μας τότε αυτός που ασκεί αυτού του είδους την παρενόχληση γίνεται απότομος και επιθετικός, επειδή ουσιαστικά απορρίπτουμε το προνόμιό του να μας συμπεριφέρεται όπως θέλει αυτός. Στην ουσία λοιπόν το «Τι κωλάρα είναι αυτή» με το «Άντε γαμήσου μωρή καριόλα» απέχουν ακριβώς ένα «άντε παράτα μας» δρόμο.
Η δικηγόρος Ελίνα Νεράντζη σε μια μελέτη της με τίτλο “Παρενόχληση στο Δρόμο (Catcalling): Μια αθέατη βλάβη και η ποινική ή μη αντιμετώπισή της” δίνει τις ακόλουθες πολύτιμες πληροφορίες πάνω στο θέμα:
Στις 3 Αυγούστου του 2018 η Γαλλία ψήφισε νόμο κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης των γυναικών στο δρόμο (φαινόμενο γνωστό ως «catcalling») με προβλεπόμενη ποινή προστίμου από 90 μέχρι 750 ευρώ. Ο νόμος αυτός έχει ήδη τύχει εφαρμογής και ήδη περισσότερα από 700 τέτοια πρόστιμα έχουν επιβληθεί στη Γαλλία στον ένα χρόνο εφαρμογής του νόμου. Παράλληλα, και άλλα κράτη, πέραν της Γαλλίας, έχουν προχωρήσει σταδιακά στη νομική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου π.χ. το Βέλγιο, ήδη από το 2014, η Πορτογαλία, η Αργεντινή, η Νέα Ζηλανδία[ και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ έχουν θεσπίσει νόμους για το catcalling.
Η μεγαλύτερη διαπολιτισμική έρευνα επί του θέματος μέχρι στιγμής έχει διεξαχθεί το 2014-2015 από το Πανεπιστήμιο Cornell στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με τη διαδικτυακή πλατφόρμα καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο «Hollaback» σε ένα δείγμα 16.600 ατόμων από τις Η.Π.Α. και από 42 άλλες πόλεις ανά τον κόσμο.
Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν αυτό που εν πολλοίς ήδη γνωρίζαμε από τις κοινωνικές μας παραστάσεις: κατά μέσο όρο περισσότερο από το 81,5% των γυναικών στην Ευρώπη παραδέχτηκε πως έχει υποστεί κάποιου είδους παρενόχληση στο δρόμο τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους και, μάλιστα, πριν την ηλικία των 17.Πράγματι, σπάνια ένα τόσο διάχυτο κοινωνικό φαινόμενο συνοδεύεται από τόση λίγη ορατότητα και ανύπαρκτη συζήτηση γύρω από τα αίτια και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Η φεμινιστική νομική θεωρία δεν εκπλήσσεται, όμως, από αυτή την αποσιώπηση. Είναι λογικό, αναφέρει, για ένα κοινωνικό φαινόμενο καταγραφές του οποίου συναντώνται ως παράπονα σε επιστολές σε γυναικεία περιοδικά ήδη από το 1898 να έχει εισέλθει στο δημόσιο διάλογο μόλις την τελευταία δεκαετία, όταν η βλάβη που προκαλεί δεν γίνεται αισθητή από όλους παρά μόνο από περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, αποκλεισμένες από την εξουσία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Γι αυτό, λοιπόν, είναι κρίσιμο οι αποδέκτες της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο να αρχίσουν να μιλάνε, να ονοματίζουν τη συμπεριφορά που τους ενοχλεί και την ακριβή επίδραση πάνω τους, ώστε να δώσουν γλωσσική και, ενδεχομένως, και νομική υπόσταση σε μια διάχυτη και ταυτόχρονα αόρατη πρακτική.
Τα δύο βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο, δηλαδή, ο έμφυλος χαρακτήρας της (στρέφεται στη συντριπτική πλειονότητα κατά των γυναικών) και ο δημόσιος χώρος στον οποίο τελείται («στο δρόμο») βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση αλληλεξάρτησης.
Οι γυναίκες αποτελούν τα κατεξοχήν θύματα του catcalling επειδή το catcalling συμβαίνει δημόσια. Ειδικότερα, το catcalling αποτελεί ένα πρωτοφανές «σπάσιμο» της συνθήκης της «δημόσιας αδιαφορίας» («civil inattendance») που επικρατεί στους δημόσιους χώρους, όπως αυτή έχει αναλυθεί στην κοινωνιολογία ήδη από τη δεκαετία του 1960. Δημόσια αδιαφορία είναι, πολύ απλά, η άρρητη συμφωνία των μελών μιας κοινωνίας να αφήνουν ο ένας τον άλλον ήσυχο στο δημόσιο χώρο –να μην κοιτάζουν επίμονα, να μη χαιρετάνε (αν δεν βλέπουν κάποιο γνωστό), να μη σχολιάζουν.
Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι λεγόμενες «ανοιχτές κατηγορίες» (open persons), κατηγορίες, δηλαδή, για τις οποίες θεωρείται φυσικό να τις σχολιάσει κάποιος άγνωστος στο δρόμο, όπως όταν ένας περαστικός συνοδεύει ένα παιδί, ένα ζώο συντροφιάς, είναι ντυμένος με αποκριάτικο κοστούμι κλπ. Για τους άνδρες-δράστες της παρενόχλησης στο δρόμο, λοιπόν, οι γυναίκες φαίνεται πως ανήκουν ακριβώς σε αυτή την «ανοικτή κατηγορία» και, επομένως, δικαιούνται να σχολιάσουν το σώμα τους ή το τι φοράνε και να θεωρήσουν, μάλιστα, φυσικό ότι δεν θα τους ανταπαντήσουν, όπως, άλλωστε, και ένα παιδί ή ένα κατοικίδιο δεν θα ανταπαντήσει στα σχόλια των περαστικών.
H συζήτηση για το πώς και το γιατί οι γυναίκες κατέληξαν να θεωρούνται «ανοιχτές κατηγορίες» όσον αφορά στην παρουσία τους στο δημόσιο χώρο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά εκφεύγει του σκοπού της συγκεκριμένης ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας η εμπειρική παρατήρηση ότι το φύλο έχει σχέση με τη δημόσια παρενόχληση για την οποία μιλάμε αρκεί προκειμένου να συλλάβουμε πληρέστερα το εννοιολογικό βάθος του catcalling.
Πρόσφατα η You Tuber Λαμπρινή έκανε Cat Calling σε άνδρες και κατέγραψε τις αντιδράσεις τους
Κάποιοι αντέδρασαν θετικά, ελάχιστοι αδιαφόρησαν, μερικοί προβληματίστηκαν, υπήρχαν κι αυτοί που το θεώρησαν μια σπουδαία αφορμή για γνωριμία, όλοι τους όμως εξεπλάγησαν. Γιατί; Διότι έχουν συνδέσει αυτή τη συμπεριφορά με το φύλο τους να την ασκεί και όχι να την δέχεται. Έτσι συνολικά παραξενεύτηκαν, από εκεί και πέρα το πως τη διαχειρίστηκε ο καθένας διέφερε ανάλογα με το χαρακτήρα και το πόσο διαθέσιμος ήταν. Οπωσδήποτε όμως ήταν ένα ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα το οποίο εξήγαγε συμπεράσματα.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που θα πρέπει να ελεγχθεί επιτέλους είναι οι ανεξέλεγκτες ατάκες επιθετικού σεξισμού που δέχεται μια γυναίκα στους δημόσιους χώρους διότι συμπερασματικά, το κομπλιμέντο θα πρέπει να φιλτράρεται και όχι να επιβάλλεται ενώ κυρίως θα πρέπει να κολακεύει αυτόν που το δέχεται.