Κατά τη διάρκεια της μέχρι τώρα ιστορίας, ο άνθρωπος αναζητούσε διαρκώς νέους προορισμούς για όλες του τις αισθήσεις. Μια μόνιμη διάθεση για αυτό που πρόκειται να έρθει, για την εξέλιξη και το επόμενο βήμα που ταυτόχρονα θα ενδυναμώσει και θα διεύρυνει τον κοινό τρόπο σκέψης. Η καλλιέργεια μιας συνεχούς και αδιάκοπης τάσης εξερεύνησης για κάθε τι νέο που παρουσιάζεται, σμιλεύοντας έτσι αντίληψη και πνεύμα.
Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το φάσμα που περικλύει ο όρος της μόδας. Μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης και ιδιαίτερα ρευστής έννοιας, όπου ο εντοπισμός και η σταθερότητα της έντασης του επίκαιρου, θυμίζει απόλυτα μετοχές χρηματιστηρίου. Εκεί όπου η ικανότητα του να προσαρμόζεται κανείς στις εξελίξεις, αποτελεί πλέον ανάγκη και όχι απλά ένα ακόμη δελεαστικό και άρτια αισθητικά εξώφυλλο σε κάποιο διάσημο περιοδικό μόδας
Αυτή ουσιαστικά είναι η κύρια διαφοροποίηση της Vogue από τα υπόλοιπα αντίστοιχου τύπου περιοδικά. Αρχικά αποτελούσε πηγή καθοδήγησης για όλες τις οικονομικά ισχυρές κυρίες που δεν επαναπαυόντουσαν μόνο στη δική τους αίσθηση του γούστου, ενώ παράλληλα ψυχαγωγούσε και ενημέρωνε και τις υπόλοιπες χαμηλότερες κοινωνικές ομάδες. Επιπλέον η Vogue κατά τη μέχρι τώρα πορεία της, πάντοτε παρουσίαζε την καλύτερη δυνατή εικόνα κάθε διασημότητας που φιλοξενούσε, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο τη χρήση κριτικής και σκανδάλων.
Το κύριο συστατικό όμως του μυθικού αυτού περιοδικού, εντοπίζεται στους ανθρώπους που εργαζόταν εκεί. Ονόματα όπως ο Cecil Beaton, ο Edoard Steicehn και ο Hoyningen-Huene παρουσίασαν μέσα από το έργο τους για πρώτη φορά μίξεις κλασικών και “μοδάτων” στοιχείων, μέσα από πρωτοπορίες στον τομέα της φωτογραφίας. Άλλωστε ήταν τόσο τιμητικό για τον κόσμο της elite να φωτογραφηθεί για το περιοδικό του Conte Nast, καθώς η φήμη του ήταν πλέον συνώνυμη με τον κόσμο των τεχνών και όλης της υψηλής κοινωνίας, γεγονός που από μόνο του αποτελούσε την επιβράβευση/επιβεβαίωση για την κοινή αποδοχή που όλοι μεν παραδεχόταν αλλά κανείς τους για λόγους ευπρέπειας δεν επιζητούσε.
Το συγκεκριμένο περιοδικό είχε σαν κύριο στόχο του, να βρίσκεται στο κέντρο των νέων εξελίξεων, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε νέους, πλούσιους, ταλαντούχους και ευπαρουσίαστους ανθρώπους συγκριτικά με τους αριστοκράτες και τους ευγενείς της εποχής. Περισσότερο από ποτέ η γυναικεία παρουσία σηματοδοτούσε την άφιξη μιας νέας εποχής, καθώς ο ρόλος προβολής της έπαψε πλέον να είναι μόνο αισθητικός και στατικός. Πλέον (1920) παρουσιαζόταν πιο αδύνατη, δραστήρια και φορτισμένη σεξουαλικά, γεγονός που καλλιέργησε σε όλους/ες τη σκέψη ότι είναι όσο πιο αδύνατη και ενεργητική είναι μια γυναίκα, τόσο πιο prestigious και με περισσότερες πιθανότητες να φιλοξενηθεί στη Vogue παρουσιάζεται.
Η Vogue αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα σύμβολο πρωτοπορείας. Μέσα από αυτό τον τρόπο κατάφερε όχι μόνο να ενσωματωθεί με την υψηλή κοινωνία αλλά απέκτησε την ικανότητα του να μπορεί να την επηρρεάσει και να τη μεταμορφώσει. Αυτό στάθηκε δυνατό, καθώς οι εποχές αλλάζαν δραματικά εκείνη την περίοδο και το κοινό διψούσε για κάτι νέο, φρέσκο και εμπνευστικό, απαλλαγμένο από τα μέχρι τώρα αριστοκρατικά τετριμμένα. Άλλωστε οι αξίες θαυμασμού, μπορεί να παραμένουν αναλλοίωτες μέσα στο χρόνο, αλλά αυτό που τελικά αλλάζει είναι η μορφή και τα πρόσωπα με την οποία παρουσιάζεται.