Έχει σχιστά μάτια, λεπτή μύτη και σαρκώδη χείλη; Ηλιοκαμένη επιδερμίδα κι έντονα ζυγωματικά; Λιγότερο συχνά, πλέον, θα είναι χαμογελαστό, σίγουρα όμως θα έχει χρωματική αρμονία.
Πόσα πρόσωπα χωράει μέσα του το «πρόσωπο του Instagram»;
Αν κρίνω από το δικό μου feed, πολλά. Περισσότερα από όσα θα άντεχε με ειλικρίνεια το σήμερα. Θεωρητικά, ζούμε σε μια εποχή που φωνάζει την ανάγκη της για αποδοχή κάθε είδους διαφορετικότητας. Πρακτικά, ζούμε σε μια εποχή που πολλές φορές φωνάζει για να ακουστεί και πολύ λιγότερες για να αλλάξει.
Περισσότεροι από 600 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χρησιμοποιήσει φίλτρα σε Facebook και Instagram. Σύμφωνα με έρευνα του City University of London, το 90% των νεαρών γυναικών που ρωτήθηκαν απάντησαν ότι χρησιμοποιούν φίλτρα ή επεξεργάζονται τις φωτογραφίες τους. Τα ποσοστά στην Ελλάδα δεν είναι πιο ευοίωνα. Η πρόσφατη έρευνα του Dove Self Esteem Project αποκαλύπτει ότι τo 93% των έφηβων κοριτσιών θα χρησιμοποιούσαν φίλτρα ή εφαρμογή στη selfie τους που θα τους κάνει να φαίνονται πιο όμορφες.
Τι πάει όμως λάθος;
Γιατί ενώ πλέον μιλάμε ανοιχτά και πολύ για το πόσο σημαντική είναι η αποδοχή και η αγάπη προς τον εαυτό, χρησιμοποιούμε μέσα –αδικαιολόγητα εύκολα προσβάσιμα– για να τον αλλάξουμε;
Θα ήταν μη ρεαλιστικό και άδικο να περιμένει κανείς στροφή 180 μοιρών από τη μια μέρα στην άλλη σε νόρμες, συμπεριφορές και πρακτικές του παρελθόντος. Εξάλλου, το μάτι μας ελκόταν διαχρονικά από εικόνες που στην «κοινή μέση αντίληψη» προέβαλαν το ωραίο, το όμορφο. Έτσι, ένας άντρας που θεωρούταν όμορφος στη δεκαετία του ’80 είχε πιθανόν μακριά σγουρά μαλλιά. Μια υπερβολικά λεπτή γυναίκα το ’90 είχε περισσότερες πιθανότητες να χαρακτηριστεί όμορφη κ.ο.κ.
Κάποιος θα μπορούσε, συνεπώς, να πει ότι τα πρότυπα υπήρχαν ανέκαθεν. Κι ότι τουλάχιστον τώρα γίνεται μια προσπάθεια, εν μέσω διάφορων πιο συμπεριληπτικών τάσεων, να βγουν μπροστά πρόσωπα που παίρνουν πρωτοβουλίες κι έχουν να δείξουν πολλά περισσότερα από την εικόνα τους.
Πόσο ειλικρινές όμως είναι αυτό;
Είναι μια απάντηση που μόνο ο κάθε ένας και η κάθε μια ξεχωριστά μπορεί να δώσει. Προσπαθώντας, ωστόσο, να δώσω τη δική μου, ένιωσα αρκετά άβολα για μια συζήτηση που δεν έχει βρεθεί στο τραπέζι με τη σοβαρότητα που της αρμόζει.
Σε ένα υποθετικό σενάριο, το ψηφιακό περιβάλλον διεκδικεί μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τον τρόπο που ο καθένας και η καθεμία αισθάνεται για την εικόνα του/της. Σε αυτό το περιβάλλον, φωνές που θεωρητικά ασκούν κάποιου μεγέθους επιρροή, στέλνουν ηχηρά μηνύματα αποδοχής κατακεραυνώνοντας μη υγιή για την ψυχική υγεία πρότυπα ομορφιάς. Τις περισσότερες φορές, η θέρμη αυτή διαρκεί μέχρι την επόμενη μέρα που η ανάγκη αισθητικής ομοιομορφίας θα επικρατήσει και ένα ελαφρύ –ή όχι και τόσο– φίλτρο θα κάνει την εμφάνισή του.
Με την ίδια έλλειψη συνέπειας, μεγάλα brands χτίζουν ισχυρές επικοινωνιακά καμπάνιες κάτω από την ομπρέλα της συμπεριληπτικότητας που, αν εξαιρέσει κανείς τη δημοφιλία τους, σπάνια μπορούν να επιβεβαιωθούν πόσο μάλλον να υποστηριχθούν στην καθημερινή πρακτική τους.
Το ένα φέρνει το άλλο και κανείς δε φαίνεται να ενοχλείται πραγματικά από την τεράστια απόσταση μεταξύ αυτών που υποστηρίζουμε κι αυτών που είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε, όπως την αληθοφανή ψηφιακή εικόνα μας.
Θα μπορούσε το σήμερα να είναι αλλιώς; Αυτό είναι κάτι που, όπως φαίνεται, θα αργήσουμε να μάθουμε. Ακόμη και αν έχει αρχίσει ένας διάλογος, ο τρόπος με τον οποίον γίνεται δε φαίνεται να έχει πείσει –μάλλον το αντίθετο θα μπορούσε κανείς να πει.
Το σίγουρο είναι ότι η επικράτηση των φίλτρων είναι αναπόφευκτη συνέχεια του ανειλικρινούς μας μίσους για αυτά.