Ίσως θα ταυτιστείς αρκετά εύκολα αν σου πω ότι είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που δεν ησυχάζουν ποτέ. Πρέπει να είμαι διαρκώς απασχολημένη με κάτι. Δε μπορώ να καθίσω για ώρα σε έναν καναπέ και να μην κάνω τίποτα. Δεν το νιώθω σωστό. Ίσως, υποσυνείδητα, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που διάλεξα τις Μαλδίβες ως τον επόμενο ταξιδιωτικό προορισμό μου.

«Μα εκεί δεν έχεις τίποτα να κάνεις», μου είπαν. Ήθελα να μάθω πώς είναι να μην έχεις τίποτα να κάνεις. «Dolce farniente», όπως πολύ εύστοχα ονομάζουν οι φίλοι μου οι Ιταλοί την γλυκύτητα του να μην κάνεις απολύτως τίποτα. «Μα τι λες, θα είμαι πολύ απασχολημένη», απάντησα. «Ξέρεις πόση ώρα χρειάζεται να κοιτάς την απεραντοσύνη της θάλασσας για να αδειάσει το μυαλό σου;». Δεν είχα δίκιο, όμως. Χρειαζόταν μόλις μια στιγμή, τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο νησί και τα είχα αφήσει όλα πίσω μου. Έκτοτε, προσπαθώ να θυμηθώ τι με απασχολούσε πριν έρθω εδώ, αλλά μου είναι αδύνατο. Δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Δε μου έρχεται καμία σκέψη στο μυαλό. Ο νους μου έχει γεμίσει με τις εικόνες που αντικρίζουν τα μάτια μου. Ένα απέραντο γαλάζιο και η απόλυτη σιωπή, μια ησυχία που δεν ήξερα πως υπάρχει, που δεν πίστευα ποτέ μου πως θα βρω.

Το ταξίδι είναι μακρύ. Μου πήρε περίπου 1,5 ημέρα για να φτάσω στον τελικό μου προορισμό. Όμως κάθε φορά που ένιωθα πως κουράστηκα, ερχόταν στο μυαλό μου η σκέψη του τι με περιμένει. Και τότε όλη η κούραση του κόσμου έχανε το νόημά της.

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο των Μαλδίβων, πρέπει να αναζητήσεις τον υπεύθυνο του νησιού όπου έχεις κανονίσει να μείνεις. Ένα υδροπλάνο ή ένα ταχύπλοο θα σε μεταφέρουν μέχρι εκεί. Να εύχεσαι να είναι το υδροπλάνο. Θα σου κοστίσει περισσότερο, όμως η εμπειρία είναι μοναδική. Κλειστοφοβικοί, κρατήστε την αναπνοή σας. Το εσωτερικό αυτού του μικρού σκάφους δεν είναι και το πιο ευρύχωρο μέρος στον κόσμο. Και το ταχύπλοο να σου τύχει όμως, πάλι όμορφα θα είναι. Πότε άλλοτε έχεις βρεθεί να διασχίζεις μια τόσο εκτυφλωτική θάλασσα;

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μόλις το υδροπλάνο προσγειώθηκε σε μια προβλήτα καταμεσής της θάλασσας ήταν μια μαμά με το παιδί της να χαιρετάνε από το κοντινότερο νησί. Μπορούσα να αισθανθώ τη χαρά τους, την ξεγνοιασιά. Και τώρα είχε έρθει και η δική μου σειρά να την ζήσω.

 

Το νησί που μένω είναι τόσο μικρό που μπορείς να το περπατήσεις σε μόλις 7 λεπτά. Ο κόσμος λίγος και τον συναντάς κυρίως το πρωί και το βράδυ, κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Κατά τα άλλα, νιώθεις σαν να είσαι ο μοναδικός islander. Αυτό είναι ένα από τα καλά του να ταξιδεύεις στην δική τους low season. Ναι, μπορεί να πετύχεις και καμιά βροχούλα, αλλά τι έγινε; Ακόμη και η βροχή εδώ είναι ωραία.

Δε χρειάζεσαι πολλά για τις μέρες σου εδώ. Ένα μαγιό κι ένα καλό βιβλίο. Τον νου σου ενεργό, για να απορροφάς την κάθε στιγμή. Την καρδιά σου ανοιχτή, για να κάνεις κομμάτι σου όλη αυτή τη γαλήνη που θα νιώσεις να σε διαπερνά. Ούτε καν παπούτσια. Α, και το κινητό. Κλείστ’ το ή πέτα το στη θάλασσα. Αλήθεια, δε το χρειάζεσαι.

Κατά τα άλλα, οι μέρες εδώ γεμίζουν με θάλασσα και ησυχία. Με καλό φαγητό. Με water sports και snorkelling. Με φύση. Με ανθρώπους χαμογελαστούς. Όχι από καθήκον, αλλά από ψυχή. Στην παραλία θα περπατάνε καβουράκια και ίσως σε επισκεφθεί κανένας πελεκάνος. Στη θάλασσα θα ανακαλύψεις έναν μαγικό βυθό, με μυριάδες διαφορετικά είδη ψαριών. Το απόγευμα θα δεις νυχτερίδες να πετούν προς τα δέντρα και θα αποκοιμηθείς με το τραγούδισμα των πουλιών.

«Είναι πολλές οι μέρες που διάλεξες να μείνεις, θα βαρεθείς», μου είπε μια κυρία που γνώρισα στο αεροπλάνο. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι δεν ξέρω πώς γίνεται να βαρεθείς. Πώς γίνεται να αφήσεις πίσω σου αυτό το μέρος και να επιστρέψεις. Αν το σκεφτώ διαφορετικά, όμως, ίσως από τις Μαλδίβες παίρνω το σπουδαιότερο σουβενίρ που έχω συλλέξει ποτέ μου: Τον τρόπο να γαληνεύω.