Μυρωδιά από φρεσκοψημένα κουλουράκια. Στο μάτι, η κατσαρόλα βάφει κόκκινα τα αυγά. Μπαίνω τρέχοντας, ιδρωμένη από το παιχνίδι, για να πιω λίγο νερό και να συνεχίσω. Παίρνω το μπουκάλι που είναι πάνω στο τραπέζι και γεμίζω το ποτήρι μου. Πίνω λαίμαργα. Ωχ! Κάψιμο. Δεν ήταν νερό, ήταν το τσίπουρο που έφεραν στον παππού. Δαγκώνω μια μπουκιά από το τσουρέκι για να φύγει η γεύση. Κρυφά από τη γιαγιά, γιατί νηστεύουμε και φωνάζει. Φεύγω τρέχοντας. Με περιμένουν οι φίλοι μου κάτω στην αλάνα να συνεχίσουμε το παιχνίδι.
Σήμερα, θα εξερευνήσουμε το βουνό. Παίρνουμε προμήθειες από το περίπτερο και ανεβαίνουμε. Τα χορτάρια μου γαργαλούν τα πόδια, αλλά δεν παραπονιέμαι. Ένας κάνει τον αρχηγό, τον καθοδηγητή. Μας είπαν ότι κάπου υπάρχει μια καλύβα, που κρύβει μυστικά και προσπαθούμε να τη βρούμε. Σ’ ένα σημείο, πρέπει να περάσουμε από μια απότομη κατηφόρα. Ο αρχηγός γλιστράει και τραυματίζεται. Μετά βοηθάει τους άλλους.
Είναι πια απόγευμα και πρέπει όλοι να γυρίσουμε στα σπίτια μας, γιατί το βράδυ έχει εκκλησία. Ανυπομονώ να συνεχίσουμε αύριο.
Το βράδυ στην πλατεία, μετά την εκκλησία, δίνουμε όλοι ραντεβού για να δούμε τι θα κάνουμε αργότερα. Δεν είμαστε μικροί πια, μεγαλώσαμε. Δεν ανεβαίνουμε στα βουνά, ούτε παίζουμε στις αλάνες. Εξακολουθούμε, όμως, να λατρεύουμε τον χρόνο που χρόνο μαζί. Οι πρωινές εξορμήσεις έχουν δώσει τη θέση τους σε νυχτερινές συναντήσεις, άλλοτε για διασκέδαση κι άλλοτε σε κάποιο σπίτι, ήρεμα, παρεΐστικα, ζεστά. Οι συνήθειές μας άλλαξαν, όμως ανακαλύπτουμε διαρκώς νέους τρόπους να περνάμε εξίσου καλά.
Κι ύστερα, μοιράζουμε πια το χρόνο μας λίγο πιο ισορροπημένα ανάμεσα στην παρέα και την οικογένεια. Γιατί όλοι ξέρουμε πόσο τυχεροί είμαστε που επιστρέφουμε κάθε Πάσχα στο οικογενειακό τραπέζι και δεν λείπει κανείς. Κι αυτό κάνει την κάθε χρονιά, το κάθε λεπτό ανεκτίμητο.
Για όλα αυτά και για πολλά περισσότερα, που δεν χωράνε σε λέξεις, το Πάσχα είναι η αγαπημένη μου εποχή. Όχι, δεν ήμουν ποτέ μία από εκείνους που υποκλίνονταν στα Χριστούγεννα. Ήμουν πάντα εκείνη η μία φωνούλα που ξεχώριζε στο δίλημμα: «Πάσχα ή Χριστούγεννα»; Ναι, η χειμωνιάτικη γιορτινή ατμόσφαιρα έχει κάτι από ζεστασιά, θαλπωρή και λάμψη. Τα στολίδια και τα φώτα κάνουν τα πάντα να μοιάζουν πιο όμορφα. Τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και οι λιχουδιές ζεσταίνουν την ατμόσφαιρα και την καρδιά μας. Όλα αυτά, όμως, γίνονται συνήθως μέσα, σε χώρους κλειστούς περιορισμένους. Στην πόλη. Στο κρύο.
Πώς μπορεί, λοιπόν, αυτό να συγκριθεί με την εκτυφλωτική λάμψη της άνοιξης; Με το Πάσχα στο χωριό, με την καμπάνα να χτυπά, θαρρείς διαρκώς, τις νοικοκυρές να ψήνουν τσουρέκια, σκορπίζοντας μεθυστικά αρώματα σε όλη τη γειτονιά και τους νοικοκύρηδες να ετοιμάζουν τις σούβλες για την Κυριακή; Με τα λουλούδια να μοσχοβολούν πιο δυνατά από κάθε αρωματικό εσωτερικού χώρου. Με τα μεγάλα οικογενειακά τραπέζια να στήνονται όχι στην κουζίνα, αλλά στο μπαλκόνι. Με τους ανθρώπους να είναι τόσο εγκάρδιοι και θορυβώδεις, που ολόκληρες γειτονιές να μπορούν να συνομιλήσουν και να ανταλλάξουν ευχές χωρίς τη χρήση της τεχνολογίας.
Το δικό μου Πάσχα μοιάζει κάπως έτσι. Και δεν θα το άλλαζα για τον πιο εντυπωσιακό προορισμό του κόσμου. Κάθε χρόνο, επιστρέφω με την ίδια εκείνη, νεανική λαχτάρα. Ανυπομονώ να βρεθώ στο σπίτι στο χωριό, με τη γιαγιά και τον παππού, τα ξαδέρφια, τους παιδικούς μου φίλους. Γιατί, όσο κι αν μεγαλώνω, εκείνες τις ημέρες είμαι πάλι εκείνο το μικρό κορίτσι, που έπαιζε στην αλάνα και εξερευνούσε το βουνό, αλλά και τον κόσμο τον ίδιο, πέρα από τα «επιτρεπτά, ασφαλή» όρια. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς άγχη, μονάχα με μια παιδική χαρά και προσμονή, μια γνήσια αθωότητα και μια βαθιά αισιοδοξία ότι όλα θα πάνε καλά.
Ίσως, τελικά, γι’ αυτό αγαπώ τόσο πολύ το Πάσχα. Γιατί με γυρνά για λίγο πίσω σ’ εκείνες τις υπέροχες αναμνήσεις. Γιατί μου δίνει για λίγο πίσω την παιδική μου αθωότητα, έστω και δανεική. Γιατί όταν είμαι εκεί, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Μόνο το εδώ και το τώρα.