Πριν λίγες μέρες, αποφάσισα να βγω για το καθιερωμένο μου εικοσάλεπτο περπάτημα. Πέρα από την ανάγκη να πετύχω τα πολυπόθητα 10.000 βήματα, αυτή η βόλτα είναι το απόλυτο me time μου, μια στιγμή ηρεμίας, ακούγοντας το podcast του Jay Shetty στα ακουστικά.

Καθώς περνούσα από ένα cinema, η αφίσα μιας ταινίας που ήθελα να δω μου τράβηξε την προσοχή. Σκέφτηκα: «Θα έρθω να δω την ταινία και θα πάρω τα βουτυρένια μου ποπ κορν». Για μένα, το cinema χωρίς ποπ κορν είναι σαν να παρακολουθείς μια ρομαντική κομεντί χωρίς την απαραίτητη δόση χιούμορ, δεν έχει νόημα. Είναι ένα ζευγάρι που δεν μπορείς να το φανταστείς χωριστά, όπως η Vogue με την Anna Wintour. Και καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μου η εικόνα της μαμάς μου από τα παιδικά μου χρόνια, που ποτέ δεν μου αγόραζε ποπ κορν. Σε κάθε προβολή ταινίας που πηγαίναμε, η απάντηση της ήταν πάντα «όχι» κι έτσι το ποπ κορν έγινε το απαγορευμένο σνακ που τόσο επιθυμούσα.

Το φαγητό είναι γεμάτο μνήμες και κανόνες που κουβαλάμε από παιδιά

Και τώρα, ως ενήλικη, η απουσία των ποπ κορν στο cinema γίνεται η δική μου μικρή επανάσταση, δεν συμβιβάζομαι ούτε με νάτσος! Είναι σαν να πας σε κάποιο επίσημο event φορώντας tote bag: απλά, δεν βγάζει νόημα.

Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν η μόνη. Θυμήθηκα ένα μήνυμα από μια φίλη, την ημέρα που έδινε εξετάσεις για κάποια πιστοποίηση και ήταν τρομερά αγχωμένη. Λίγο πριν μπει στο εξεταστικό κέντρο, μου είχε στείλει: «Αν τα πάω καλά, ετοιμάσου το βράδυ για μεξικάνικο να το γιορτάσουμε». Ήταν ξεκάθαρο, η φίλη μου είχε συνδέσει το φαγητό με την επιβράβευση. Σίγουρα είχε μεγαλώσει με φράσεις όπως «Αν πάρεις καλούς βαθμούς, θα σου πάρω παγωτό». Έτσι, το φαγητό δεν ήταν απλά θρέψη, ήταν ανταμοιβή. Ένα μικρό μπράβο από τη ζωή, που το μετέφραζε σε tacos και μαργαρίτες.

Ή σκέψου τη συνάδελφό μου, που έτρωγε φακές κάθε μέρα επί πέντε μέρες. Ναι, εντάξει, είναι θρεπτικό φαγητό, αλλά κάθε μέρα; Σκέφτηκα ότι ίσως περνούσε κάποιο οικονομικό ζόρι ή είχε κάνει το γνωστό «ξάνοιγμα», ξέρεις, αυτό που λες: «θα κλείσω το ταξίδι της ζωής μου και μετά θα τρώω φακές για ένα μήνα». Όμως, η αλήθεια ήταν πιο περίπλοκη. Δεν τα πήγαινε καλά με τη διπλωματική της και η φακή είχε γίνει για εκείνη ένα είδος αυτοτιμωρίας. Μου εξήγησε πως, όταν ήταν παιδί και έκανε κάποια ζημιά, ο μπαμπάς της της έλεγε «δεν έχει γλυκό». Και έτσι οι φακές κατέληξαν να είναι το ενήλικο ισοδύναμο της απώλειας του γλυκού, μια μικρή τιμωρία που της έμαθε να συνδέει την αποτυχία με τη στέρηση. Και κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι, όποια μορφή κι αν έχει, η σχέση μας με το φαγητό έχει ρίζες πιο βαθιές από ό,τι φανταζόμασταν.

Υπάρχει κι ένα άλλο ενδιαφέρον μοτίβο που σχετίζεται με το φαγητό: η διαπραγμάτευση

Προσωπικά, δεν είμαι αυτής της φιλοσοφίας, εκτός αν μιλάμε για το φλοράλ τοπάκι που θέλω από μια φίλη. Όμως, πάντα υπάρχει εκείνος ο φίλος που λέει: «Θα σας πω αν θα έρθω στο πάρτι, αλλά πρώτα πρέπει να φάμε». Αυτή η νοοτροπία αποκαλύπτει μια παιδική ηλικία όπου το φαγητό ήταν το μέσο για κάθε συμφωνία «Φάε όλο το φαγητό σου και θα σε πάω να παίξεις». Έτσι, είκοσι χρόνια αργότερα, έχουμε την εξελιγμένη εκδοχή: πηγαίνει στο αγαπημένο του ασιατικό για curry noodles πριν πει το «ναι».

Και καθώς σκέφτομαι αυτή τη νοοτροπία του «όλα ή τίποτα», μου έρχονται στο μυαλό οι γραφικές ατάκες των 90s. Μία από αυτές, αποκλειστικά για τα μικρά κορίτσια -ναι, εμείς είχαμε αυτό το προνόμιο- ήταν το «φάε την τελευταία σου μπουκιά, αλλιώς θα σε παρατήσει ο άντρας σου!». Θυμάμαι την πρώτη φορά που το άκουσα από μια θεία μου. Μου φάνηκε τόσο παράλογο. Ήμουν βιαστική να βγω να παίξω, για ποιον άντρα μιλούσε; Αν αυτός ο υποτιθέμενος άντρας με άφηνε για ένα κομμάτι φαγητό, μάλλον δεν με ένοιαζε και τόσο. Ήταν ένα επιχείρημα που σίγουρα δεν με είχε πείσει.

Φυσικά, πίσω από αυτή την ατάκα κρυβόταν μια απειλή, παρόμοια με εκείνη που ακουγόταν πιο συχνά: «Αν δεν φας, δε θα σε πάω στο πάρκο». Είναι αστείο πώς αυτές οι επιρροές και τα συναισθήματα γύρω από το φαγητό συνεχίζουν να μας ακολουθούν στην ενήλικη ζωή μας. Η τροφή δεν είναι μόνο θρέψη, είναι ιστορίες, ανταμοιβές και τιμωρίες, γεμάτες αναμνήσεις, σαν ένα vintage κόσμημα που μας έχει χαρίσει η γιαγιά και δεν το αποχωριζόμαστε ποτέ.

Ωστόσο, κάποιες από αυτές τις παλιές συνήθειες δεν μας ταιριάζουν πια. Είναι σαν εκείνα τα ξεθωριασμένα σταράκια που έχουμε κρυμμένα στη ντουλάπα μας. Μπορεί να μας θυμίζουν άλλες εποχές, αλλά πλέον είναι σφιχτά και δεν μας προσφέρουν καμία άνεση. Γιατί λοιπόν να επιμένουμε να τα κρατάμε όταν μπορούμε να βρούμε κάτι που μας ταιριάζει και μας εκφράζει καλύτερα;

Και ίσως, στο τέλος της ημέρας, αυτό που όλοι αναζητούμε είναι να ξέρουμε πότε να πούμε «αρκετά». Γιατί αν μπορείς να αφήσεις την τελευταία μπουκιά στο πιάτο σου, ίσως ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσεις και τα παλιά σου σταράκια και να αποκτήσεις νέα sneakers που να ταιριάζουν με τo τωρινό σου στυλ.