Την περασμένη Τρίτη ήταν μία από εκείνες τις μέρες που το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω σπίτι, να χωθώ στις πιο άνετες φόρμες μου και να απολαύσω κάτι ζεστό. Eίχα μια αίσθηση ικανοποίησης και ανακούφισης -αφού το meal prep τελικά είναι ένα δώρο στον μελλοντικό μας εαυτό- γιατί με περίμενε μια έτοιμη μερίδα φακές στο ψυγείο.

Οι φακές πάντα κουβαλούσαν για μένα μνήμες παιδικών χρόνων. Μικρή, τις λάτρευα – ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, αφού τα κλασικά αγαπημένα, όπως οι τηγανιτές πατάτες, δεν με συγκινούσαν ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή, όμως, εμφανίστηκε στο τραπέζι και ο φυσικός χυμός πορτοκάλι και ξαφνικά η μαγεία χάθηκε. Η μαμά μου πίστευε πως ένα τόσο θρεπτικό πιάτο χρειαζόταν και τη φρεσκάδα του χυμού για να ολοκληρωθεί. Για μένα, όμως, αυτός ο συνδυασμός ποτέ δεν κόλλαγε – όπως ακριβώς η Ρέιτσελ και ο Τζόι από τα Φιλαράκια: αγαπημένοι και οι δύο, αλλά σαν ζευγάρι, απλώς δεν ταίριαζαν.

Έτσι, οι φακές με χυμό πορτοκάλι έγιναν μια μικρή παράδοση που αγάπησα να «αντιπαθώ». Και όταν ενηλικιώθηκα και μπορούσα επιτέλους να κάνω τις δικές μου επιλογές, χάρηκα που μπορούσα να απολαμβάνω τις φακές όπως μου άρεσαν. Ίσως τελικά η ενήλικη ζωή να κρύβει και τέτοιες μικρές απολαύσεις ελευθερίας.

Ξέρω, η μαμά μου είχε τις καλύτερες προθέσεις. Ήθελε ο μη αιμικός σίδηρος -δηλαδή ο σίδηρος που παίρνουμε από τα φυτικά τρόφιμα- να απορροφηθεί καλύτερα με τη βοήθεια της βιταμίνης C. Και ενώ θα μπορούσε, ας πούμε, να βάλει λίγο λεμόνι στη σαλάτα ή να προσθέσει κόκκινη πιπεριά, εκείνη πάντα προτιμούσε την πιο «γλυκιά» οδό: έναν φρέσκο χυμό πορτοκαλιού.

Όμως, να το πούμε και αυτό: ο χυμός, σε σχέση με το ολόκληρο φρούτο, είναι σαν να παραγγέλνεις ένα ρούχο online

Δείχνει εκπληκτικό στη φωτογραφία, glam, ακριβώς στο νούμερό σου. Όταν όμως καταφτάνει, το βλέπεις αλλιώς: το ύφασμα δεν είναι ποιοτικό και οι ραφές είναι στραβές. Έτσι και ο χυμός , υπόσχεται βιταμίνες και ενέργεια και τελικά φέρνει μόνο έναν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, μια στιγμιαία αναζωογόνηση και μετά αφήνει το σάκχαρό σου στα ύψη. Χωρίς τις φυτικές ίνες, τα αντιοξειδωτικά και όλα όσα προσφέρει το ολόκληρο φρούτο, ο χυμός είναι, ακριβώς, σαν το ρούχο που φαινόταν υπέροχο στο site του εκάστοτε καταστήματος, αλλά καταλήγεις να μη φοράς ποτέ.

Κάπως έτσι, ανάμεσα στις κουταλιές φακής, ένιωσα μια μικρή δικαίωση για την παιδική μου αντιπάθεια στους χυμούς. Ήταν σαν να ανακάλυψα ότι, καμιά φορά, η αλήθεια κρύβεται στα μικρά, ανεπεξέργαστα κομμάτια, στο λεμόνι που θα μπορούσε να έχει προστεθεί διακριτικά δίπλα από τη σαλάτα.

Το συζήτησα αργότερα με δύο φίλες μου στη βιντεοκλήση που κάναμε για να βρει η μία το outfit της για ένα πρώτο ραντεβού. Ανάμεσα σε πουλόβερ και καρό φθινοπωρινές φούστες που απορρίπταμε ή εγκρίναμε, μιλούσαμε παράλληλα για αταίριαστα διατροφικά ζευγάρια που καταναλώναμε σαν παιδιά, λόγω των συνηθειών που είχαμε στο σπίτι.

Η μία φίλη μου άρχισε να θυμάται τη γιαγιά της και τις φακές με μπόλικη φέτα

«Σκέψου», είπε «πως εκεί που έχεις ένα θρεπτικό γεύμα, προσθέτεις φέτα και κάπως έτσι το υποβαθμίζεις θρεπτικά». Η φέτα, βλέπεις, είναι πλούσια σε ασβέστιο, το οποίο τυχαίνει να δεσμεύει τον σίδηρο και να μπλοκάρει την απορρόφησή του. Λίγο ειρωνικό, αν το καλοσκεφτείς: αυτό που κάνει το γεύμα πιο απολαυστικό, του στερεί και λίγη από την… θρεπτική του αξία. Αλλά, τελικά, δεν συμβαίνει συχνά αυτό στη ζωή; Τα πιο όμορφα, απολαυστικά πράγματα σπάνια έρχονται χωρίς κάποιου είδους συμβιβασμό.

Η άλλη μου φίλη μας ανέφερε πως, ενώ η μαμά της φρόντιζε για υγιεινά και ισορροπημένα γεύματα, τα πρωινά ήταν υπόθεση του μπαμπά κι εκεί όλα ανατρέπονταν. Τέσσερις φορές την εβδομάδα τους ετοίμαζε ομελέτα με λουκάνικα ή αυγά με μπέικον. Εδώ ο «λάθος συνδυασμός» δεν ήταν μόνο οι δύο πηγές πρωτεΐνης, αλλά και η απουσία κάποιου θρεπτικού στοιχείου που θα εξισορροπούσε λίγο την κατάσταση. Μερικά ντοματίνια και μια φέτα ψωμί ολικής άλεσης θα έκαναν τη διαφορά, αλλά 20 χρόνια πριν, τα αλλαντικά είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο καθημερινό μας τραπέζι.

Μια συνήθεια που ευτυχώς με τον καιρό ξεπερνιέται, καθώς πλέον ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει να περιορίζουμε τα επεξεργασμένα κρέατα σε περίπου 30 γραμμάρια την εβδομάδα, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας.

Αναπολώντας τις διατροφικές «ιδιορρυθμίες» της οικογένειάς μου και ακούγοντας τις φίλες μου να εξομολογούνται τις δικές τους αντίστοιχες εμπειρίες, θυμήθηκα τον απόλυτο διατροφικό μύθο που με στοίχειωνε για χρόνια: το απαγορευτικό «όχι» στο ψάρι με φέτα. Ο παππούς μου το θεωρούσε σχεδόν καταστροφή, σαν να συνδύαζες λευκά και κόκκινα σε μια πλύση ρούχων, μόνο που εδώ το ρίσκο, σύμφωνα με εκείνον, ήταν η τροφική δηλητηρίαση. Η αλήθεια, βέβαια, είναι λιγότερο δραματική. Ο μύθος ξεκίνησε σε μια εποχή που η συντήρηση τροφίμων ήταν μυστήρια υπόθεση και η αλλοίωση του ψαριού ήταν ο αληθινός κίνδυνος. Για άλλους, η «σύγκρουση» αυτή σχετίζεται με αλλεργιογόνες πρωτεΐνες ή με γευστική ασυμφωνία.

Και ίσως, στο τέλος της ημέρας, αυτό που όλοι πραγματικά αναζητούμε δεν είναι μόνο να καταρρίπτουμε διατροφικούς και άλλους μύθους. Είναι να γινόμαστε λίγο πιο ρεαλιστές, να τρεφόμαστε με σεβασμό και να βρίσκουμε τα σωστά διατροφικά ζευγάρια, όπως ο Johnny Depp και η Winona Ryder, μια απόλυτη, σχεδόν μαγική αρμονία. Γιατί, τελικά, είναι αυτή η αρμονία που προάγει τη θρέψη και την υγεία του σώματος μας.