Για όσους από εμάς παρακολουθούσαμε, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα, τη Γιώτα Ταχταρά μέσα από τα κείμενα της, γνωρίζαμε καλά ότι ήταν θέμα χρόνου η πρώτη της έκδοση. Το Οχτώ λεπτά λοιπόν είναι το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα από τις εκδόσεις Ενύπνιο.
Αν της ζητήσεις να το περιγράψει σε δύο γραμμές, θα δανειστεί το σχόλιο μιας φίλης της: «πολύ σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα, με τόσα συναισθήματα!”
Διαβάζοντας το βιβλίο θυμήθηκα τα βράδια που κάνουμε sleepover σε μία καλή φίλη και μιλάμε μέχρι να βγει ο ήλιος, το πρωί. Εκείνα τα βράδια που μιλάμε για όλα. Σκέψεις, συναισθήματα, άσχετες αστείες ιστορίες. «Μόλις περιέγραψες τις πιο αγαπημένες μου στιγμές! Με φίλες στα σπίτια, βουνά από άδειες κούπες καφέ και κουβέντα μέχρι το ξημέρωμα» μοιράζεται μαζί μου εκείνη. “Ακόμα και τώρα, που δεν έχω τη χρονική πολυτέλεια (ή τις αντοχές) που είχα σαν φοιτήτρια, το πρώτο πράγμα που κάνω όταν έρχομαι στην Ελλάδα είναι να βρω αγαπημέν@ φίλες και φίλους, ξαδέρφες, και να μιλάμε με τις ώρες. Για όλα και τίποτα ταυτόχρονα. Συνειρμικά. Όπως είναι περίπου και η διήγηση της νουβέλας. Το ένα πάει στο άλλο και όλα μπλέκονται μεταξύ τους και δεν μπορείς παρά να πας τελικά για ύπνο χαμογελώντας.»
Σκέφτομαι ότι αυτές οι βραδιές έχουν κάτι πολύτιμο. Είναι από τις λίγες φορές που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την ευκαιρία να συνδεθούμε πραγματικά με έναν φίλο, να κάνουμε βουτιά στη ψυχή του και να τον αφήσουμε να δει μέσα στη δική μας. Άραγε αυτό ήθελε να πετύχει κι εκείνη με το βιβλίο της; «Η σύνδεση είναι πάντα ένα κίνητρο για τη διήγηση. Από τα άρθρα μου στα περιοδικά τόσα χρόνια, μέχρι αυτή τη νουβέλα, ανοίγω την πόρτα και καλωσορίζω την ανταλλαγή. Από την άλλη, εξαρτάται και από τη διάθεση του ατόμου που κρατάει το γραπτό μου. Ειδικά αυτό το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί όσο ανάλαφρα θέλεις -κι αν έχεις όρεξη να βρεις λίγο πιο σκοτεινά σημεία, κι αυτά υπάρχουν.»
Το εξώφυλλο, ο τίτλος και το 8 που διπλώνει σαν το άπειρο
Κοιτάζω το εξώφυλλο και το πρώτο που βλέπω είναι λευκό και μερικές γραμμές, κάποιες ίσιες και κάποιες να χαλάνε το σχέδιο. Θέλω να φανταστώ ότι το λευκό συμβολίζει κάτι και πως οι ίσιες γραμμές αφορούν όλα εκείνα που έγιναν “ίσια” αλλά χωρίς τις γραμμές με τις ατέλειες δίπλα τους ίσως να μη σήμαιναν και τίποτα. Ακόμα κι αν δεν έχω πέσει καθόλου μέσα, έχω ανάγκη να μου δώσει μία ιστορία-ερμηνεία για τον μινιμαλισμό του εξώφυλλου. «Ο μινιμαλισμός και η έντονη αντίθεση του μαύρου-άσπρου, ήταν περισσότερο αισθητικές επιλογές. Το σχέδιο δείχνει την απόσταση (δύο όχθες του ατλαντικού, παρελθόν-παρόν, ή ένα αποδομημένο 8 –όλα ισχύουν). Οι γραμμές που χαλάνε την ομοιομορφία είναι για να δείξουν πώς μερικές φορές νιώθεις παράταιρη μέσα στο σύνολο, ακόμα και μοναξιά μέσα σε πλήθος (ή οικογένεια), αλλά είναι ok, η ομοιομορφία δεν είναι πάντα καλή! Όπως είπες, τα “ίσια” χρειάζονται και μερικές ατέλειες δίπλα τους.»
Διάλεξε το Ενύπνιο γιατί “εκτός από τα τέλεια εξώφυλλα” της άρεσαν και οι επιλογές του οίκου. «Ακόμα και με τη μεσολάβηση της απόστασης και της διαφοράς ώρας, όλα πήγαν πολύ ομαλά και εύκολα. Και η επιμελήτρια της νουβέλας, η Κατερίνα Δημοπούλου, έκανε φανταστική δουλειά! Είναι πολύ μεγάλη ανακούφιση να νιώθεις ότι η απόσταση, η μετανάστευση, δεν σε αποκόβει από αυτά που είναι σημαντικά για σένα. Εδώ και 14 χρόνια τριγυρνάω και γράφω από διάφορες πόλεις του κόσμου στα Ελληνικά έντυπα και αυτός ο δεσμός με το γράψιμο, με τη γλώσσα, είναι εξίσου σημαντικός για μένα, όσο τα συχνά skype/facetime με όσους μου λείπουν!»
Αναρωτιέμαι γιατί διάλεξε αυτόν τον τίτλο. «Καλή ερώτηση!» μου απαντά. «Δεν ξέρω γιατί μου κόλλησε αυτός ο τίτλος, ακόμα και σαν περιστατικό στο βιβλίο δεν είναι καθόλου κεντρικό, μια περαστική ανάμνηση της αφηγήτριας. Νομίζω ότι είναι κάτι που σκεφτόμουν συχνά, πόσο θα άλλαζαν οι επιλογές μας ή τα άγχη που μας βαραίνουν αν συνειδητοποιούσαμε πόσο εφήμερη είναι η ύπαρξή μας στον πλανήτη. Πόσο καλύτερα θα φερόμασταν ο ένας στον άλλο και όλα αυτά τα υπαρξιακά που πάνε μαζί με την ιδέα των 8 λεπτών. Και επειδή είναι τόσο συγκεκριμένος χρόνος, σκέψου: τι θα έκανες αν ήξερες ότι έχεις μόνο 8 λεπτά; Δεν είναι αρκετά μεγάλο διάστημα για να μιλήσεις με όλους τους αγαπημένους σου ανθρώπους, να προλάβεις να αγκαλιάσεις τα παιδιά σου αν είναι ήδη σχολείο ή να αλλάξεις τοποθεσία, είναι λίγα λεπτά που θα περάσεις κυρίως με τον εαυτό σου. Όταν έγραφα το βιβλίο έκανα την ερώτηση σε όλους (που είχαν την ατυχία να με ρωτήσουν τι κάνω αυτόν τον καιρό) και οι απαντήσεις τους ήταν σε όλο το πιθανό φάσμα των σεναρίων, αλλά το κοινό σημείο ήταν η απορία αν θα μπορούσες να σταθείς ένα λεπτό με ηρεμία και να πεις “καλά τα πήγα ως εδώ” στον εαυτό σου» συμπληρώνει, αφήνοντάς με να απορώ για τη δική μου απάντηση.
Στη συνέχεια, παρατηρώ κάτι που μπορεί να είναι σύμπτωση: 8 λεπτά, 8 βαλίτσες (σελ. 74) και 80 σελίδες. Την προκαλώ να μοιραστεί μαζί μου το κρυφό μήνυμα που υπάρχει πίσω από το 8 της. «Αυτή νομίζω ότι είναι σύμπτωση. Δεν σκόπευα να βγει έτσι, αλλά χαίρομαι τώρα που το βλέπω. Το 8 έχει μια ολιστική αίσθηση, είναι διαρκές –και όταν ξαπλώνει γίνεται άπειρο. Μου αρέσει σαν νούμερο.» Διάλεξε να μείνει στις 80 σελίδες γιατί αρέσουν και στην ίδια οι μικρές φόρμες. «Είναι σαν κοφτές, στιγμιαίες ματιές που μπορούν να διηγηθούν μια ολόκληρη ιστορία και το βρίσκω πολύ συναρπαστικό. Και η γλώσσα είναι τόσο σημαντική στις νουβέλες, ο ρυθμός, ο τρόπος που θα ενώσεις κομμάτια στην αφήγηση.»
Τα συναισθήματα, η αξία της φιλίας και οι “άνθρωποι που κάνουν τη μοναξιά του συγγραφέα υποφερτή”
Από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας υπάρχει μία αφηρημένη, γλυκιά, ζεστή νοσταλγία. Για μία άλλη εποχή, για μία άλλη Γιώτα και στη σελίδα 13 ο γκοθάς γείτονας καλημερίζει με ένα “make good choices today ladies”. Τη ρωτάω αν όλες οι επιλογές μας, μικρές και μεγάλες, είναι αποτέλεσμα του που βρισκόμαστε κάθε στιγμή για να μου απαντήσει πως «Ναι, ακόμα και το πού βρισκόμαστε είναι αποτέλεσμα μιας σειράς επιλογών μας. Βέβαια, το ίδιο το περιθώριο της επιλογής αποτελεί ένα ξεκάθαρο προνόμιο σήμερα, οπότε θεωρώ ότι είναι ένα από τα “καλά” προβλήματα που μπορείς να έχεις. Να εξετάζεις τις επιλογές σου και να αναπροσαρμόζεις την πορεία σου ανάλογα με το τι θέλεις κάθε δεδομένη στιγμή ή στάδιο της ζωής σου.»
Κι εκείνη η γλυκόπικρη αίσθηση; «Χα! Εδώ έρχεται κι ένα δικό μου θεματάκι, η διαρκής νοσταλγία για την Αθήνα, για όσα άφησα πίσω. Μπορεί αυτό να βγήκε σε περισσότερα σημεία απ’ όσα θα ήθελα, αλλά κυρίως οφείλεται στο συγκεκριμένο στάδιο της ζωής της αφηγήτριας. Έχει κλείσει πολλούς κύκλους πίσω της και βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο της μητρότητας που μπορεί να σε ρουφήξει απόλυτα, είναι λογικό να νοσταλγεί μια άλλη εποχή που δεν φρόντιζε κανέναν –ούτε καν την καλύτερή της φίλη, τη συγκάτοικο, όπως παραδέχτηκε. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν γίνεται να βουτήξεις στις αναμνήσεις σου, από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, τις σπουδές, τους έρωτες, το γάμο και την οικογένεια, και να μην βγει κάπως γλυκόπικρο. Και η φωνή της έχει όλα αυτά: νοσταλγία, πικρία, τρυφερότητα, αλλά και χιούμορ, ειρωνεία, θυμό.»
Το ξανασκέφτομαι αυτό για το ”μία αλλη εποχή, άλλη μία Γιώτα” γιατί δεν μου είναι απόλυτα ξεκάθαρο και θέλω να ρωτήσω: Είναι αυτοβιογραφικό το κείμενο; «Η σύντομη απάντηση είναι, όχι, δεν είναι αυτοβιογραφικό. Η εκτενέστερη απάντηση είναι πως έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, φυσικά. Η διήγηση μοιράζεται ανάμεσα σε δυο πόλεις που αγαπώ, την Αθήνα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, και το LA όπου σπούδασα. Εκεί έβαλα τους χαρακτήρες μου, οι οποίοι όμως είναι προϊόντα της φαντασίας μου. Το ξέρω ότι φαίνεται αυτοβιογραφικό: η αφήγηση είναι στο πρώτο πρόσωπο, έχει στοιχεία “δανεισμένα” από μια πραγματικότητα που βιώνω κι εγώ -όπως η δουλειά σε περιοδικά ή η μητρότητα– θα μπορούσες να βρεις πολλούς παραλληλισμούς. Ακόμα και αν η έπνευση ξεκίνησε από δικές μου εμπειρίες, όπως η συγκατοίκηση με την καλύτερή μου φίλη ή η μετανάστευση, τελικά η πλοκή, οι χαρακτήρες και ό,τι συνθέτει αυτή τη νουβέλα θα μπορούσε να φέρει τη σφραγίδα “Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Εκτός από τον χαρακτήρα του γκοθά γείτονα! Όσο περήφανη και να είμαι για τις μυθοπλαστικές μου ικανότητες, δεν θα μπορούσα να φτιάξω έναν τέτοιο χαρακτήρα από την αρχή! Αυτός υπάρχει εκεί έξω, αλλά η αφηγηματική εκδοχή του συμμετέχει σε φανταστικές καταστάσεις, λέει και κάνει πράγματα που δεν συνέβησαν ποτέ IRL.»
Η αγαπημένη της σκηνή στην ιστορία είναι όταν γιορτάζουν τα γενέθλια της αφηγήτριας, τσουγκρίζουν τα μαρτίνι τους και όταν φυσάνε τον καπνό από τα τσιγάρα τους. «Νιώθουν αήττητες, άφθαρτες, αθάνατες. Είναι το αποκορύφωμα της φιλίας τους, της νεανικότητάς τους, της αδιαμφισβήτητης δύναμης που έχουν να κατακτήσουν ό,τι θέλουν.»
Αυτές οι εικόνες με φέρνουν στην επόμενη ερώτησή μου. Συμπρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η συγκάτοικος, ίσως με μεγαλύτερο ρόλο και από τον Μ. Είναι άραγε η φιλία βασικό στοιχείο του βιβλίου; >«Η φιλία είναι πολύ βασικό στοιχείο της ιστορίας –ο μόνος άλλος τίτλος που είχα σκεφτεί ήταν “Η Συγκάτοικος”. Η φιλία, αλλά και ο πανίσχυρος τρόπος που οι γυναίκες συνδέονται μεταξύ τους, με έναν δεσμό πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο στη ζωή τους. Και όταν όλα καταρρέουν για την πρωταγωνίστρια, πάλι στις φίλες της γύρισε, στην Αθήνα. Κι εγώ είμαι αρκετά τυχερή να έχω γύρω μου “τις γυναίκες της ζωής μου” που με στηρίζουν τόσα χρόνια και όχι μόνο με αφήνουν να είμαι ο εαυτός μου, αλλά ενεργά δημιουργούν αρκετό χώρο ώστε να μπορώ να υπάρχω και να κινούμαι ελεύθερη.»
Όταν τη ρωτάω πώς ήταν η διαδικασία της συγγραφής μου αποκαλύπτει πως αυτή η ιστορία ήταν ένα διήγημα που είχε ξεκινήσει λίγο πριν ξεκινήσει η πανδημία. «Αφού κλειστήκαμε όλοι στα σπίτια μας, αποφάσισα ότι χρειάζομαι κάποια διέξοδο και τότε έπεσα τυχαία σε μια ανακοίνωση για εργαστήριο δημιουργικής γραφής με τον Μισέλ Φάις –κάτι που δεν θα μπορούσα να παρακολουθήσω από την Αμερική αν δεν είχαν προκύψει οι ιδιάζουσες συνθήκες της απομόνωσης. Τελικά, παρακολούθησα δυο κύκλους σεμιναρίων με τον Μισέλ, και στο δεύτερο δούλευα αποκλειστικά αυτό το γραπτό, το οποίο έγινε νουβέλα με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση αυτής της ομάδας.»
Η σελίδα με τις ευχαριστίες είναι τεράστια. «Έχω πολύ κόσμο που με κρατούσε από το χέρι σε κάθε βήμα! Πιστεύω πολύ στη δύναμη της ομάδας και στην κοινότητα που πρέπει να χτίζουμε γύρω μας. Αν και το κλισέ είναι ότι η συγγραφή είναι μοναχική δουλειά, είναι οι άνθρωποι γύρω σου που θα κάνουν αυτή τη μοναξιά υποφερτή ή όχι».
Η πιο πολύτιμη στιγμή, ένα post it και μία ευχή
Ξέρω πως ίσως είναι αδιάκριτο να σε ρωτήσω αλλά εγώ θα το κάνω: τη ρωτάω αν δάκρυσε ποτέ από περηφάνια πάνω από το εξώφυλλο ή μπροστά από την οθόνη με το mail που της ανακοίνωσε την έκδοση. «Δάκρυσα –εντάξει έβαλα κανονικά κλάματα– με την αντίδραση των δικών μου όταν τους ανακοίνωσα τα νέα. Είναι το καλύτερο συναίσθημα να βλέπεις αυτήν την αυθεντική, αυθόρμητη χαρά. Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, νιώθω τον κόμπο στο λαιμό. Και εδώ έρχεται και κάτι πολύ προσωπικό, γιατί αυτή ήταν και η τελευταία συζήτηση που είχα με τον μπαμπά μου. Ταξίδεψα στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 2023 για την ομιλία που έδωσα στο TEDx, μόλις είχα υπογράψει το συμβόλαιο με το Ενύπνιο, και καθίσαμε μπροστά στο τζάκι μαζί, τα είπαμε με τις ώρες, και μου χάρισε το πιο βαθύ “μπράβο” που έχω ακούσει στη ζωή μου. Κυρίως γιατί έβλεπε πόσο χαρούμενη ήμουν εκείνη την περίοδο. Έφυγα την επόμενη μέρα και δυο εβδομάδες αργότερα με πήρε τηλέφωνο ο αδερφός μου ότι πρέπει να ξανάρθω, γρήγορα. Πέταξα από τις ΗΠΑ το ίδιο βράδυ, αλλά όταν έφτασα ήταν ήδη στην εντατική, σε κώμα. Πέθανε μια μέρα μετά. Δεν πρόλαβε να το δει στα βιβλιοπωλεία, αλλά κρατάω αυτήν την κουβέντα μπροστά στο τζάκι σαν την πιο πολύτιμη ανάμνησή μου.»
Στη σελίδα 27 υπάρχει η αναφορά σε ένα κενό κίτρινο post it. Τη ρωτάω τι θα έγραφε στο τελευταίο post it του κόσμου και σε ποιον θα απευθυνόταν. Η απάντηση μάλλον ήταν προφανής για τη μαμά Γιώτα. «Θα απευθυνόταν στους γιους μου, τον Ορφέα και τον Λέανδρο, και θα ήθελα να τους θυμίσω ότι τους αξίζει να είναι ευτυχισμένοι.»
Πηγαινοήρθε πάνω από τον Ατλαντικό πολλές φορές. Άλλαξε πόλεις, σπίτια, συνεργασίες όμως τώρα είναι μόνιμη (;) κάτοικος του Αν Άρμπορ “όπου ζει με τον σύντροφό της, τους δύο γιους τους και έναν γκρι γάτο με μαύρες ρίγες” όπως λέει και το βιογραφικό της. Οπότε, κάπως νιώθω ότι μου χρωστάει μία απάντηση αν βρήκε την Ιθάκη της τελικά. «Όχι, φυσικά! Τι ενδιαφέρον θα είχε η ζωή αν είχα βρει τον τελικό προορισμό και δεν είχα κανένα λόγο να συνεχίσω να ταξιδεύω;»
Τέλος, θέλω τόσο πολύ να μάθω τι θέλει εκείνη να μείνει στον αναγνώστη κλείνοντας τη τελευταία σελίδα. Τι θα ψιθύριζε στο αυτί του αν μπορούσε. Κι εκείνη μου δίνει την πιο απλή και αληθινή ευχή που υπάρχει: «Καλή τύχη», μου απαντά και μου θυμίζει -για κάποιο άγνωστο λόγο- το “Αντίο και ευχαριστώ για τα ψάρια“ του αγαπημένου μας Adam Douglas. Ίσως επειδή η ευχή της μπερδεύεται με τη δική μου ευχή, να γίνει τόσο αγαπητή και τόσο διαχρονική, όσο εκείνος.
Για σένα που ακολουθείς τη Γιώτα να ξέρεις ότι σύντομα θα τελειώνει μια συλλογή διηγημάτων. Κάποια από αυτά έχουν δημοσιευτεί ήδη, στο Περιοδικό Χάρτης, στο περιοδικό Φρέαρ, και στο Fractal.
Μέχρι τότε αναζήτησε το βιβλίο Οχτώ λεπτά της Γιώτας Ταχταρά στις εκδόσεις Ενύπνιο.