Στο βιβλίο ”Το κόκκινο σημειωματάριο” ο Paul Auster (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος) γράφει για έναν φίλο του που πέρασε μήνες αναζητώντας ένα συγκεκριμένο βιβλίο που ήταν εξαντλημένο από πολλά σημεία πώλησης. Με την αγωνία να το διαβάσει, πήγε σε δεκάδες βιβλιοπωλεία και έψαξε σε ομάδες ανάγνωσης, χωρίς επιτυχία.
Αφού πια τα είχε παρατήσει, ένα απόγευμα πήρε τη γραμμή του σιδηροδρομικού σταθμού Grand Central στη Νέα Υόρκη και ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούν στη λεωφόρο Vanderbilt. Εκεί, ξαφνικά, είδε μια κοπέλα ακουμπισμένη στο κάγκελο με ένα βιβλίο στο χέρι: το ίδιο που είχε περάσει μήνες αναζητώντας το απεγνωσμένα. Ο φίλος του Auster δεν μιλούσε συνήθως σε αγνώστους, αλλά ήταν τόσο έκπληκτος που ομολόγησε στη νεαρή γυναίκα ότι έψαχνε για αυτό το βιβλίο για πολύ καιρό. «Είναι υπέροχο», του είπε εκείνη. «Μόλις τελείωσα την ανάγνωση». Αν ήταν ήδη απίθανο ότι το βιβλίο —που ήταν αδύνατο να βρεθεί σε τόσα βιβλιοπωλεία— εμφανίστηκε στα χέρια μιας άγνωστης, το γεγονός ότι μόλις είχε τελειώσει την ανάγνωσή του, ήταν ακόμα πιο ασυνήθιστο.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας ρώτησε την κοπέλα από πού θα μπορούσε να αγοράσει το βιβλίο, τονίζοντας ότι σήμαινε πολλά για εκείνον. Εκείνη του το έδωσε, λέγοντάς του «Ήταν δικό μου, αλλά το έχω ήδη τελειώσει και ήρθα σήμερα εδώ για να σου το δώσω». Στο τέλος αυτής της ιστορίας, ο αναγνώστης μπορούσε να δώσει όποιο τέλος θέλει ιστορία, αλλά ό,τι τέλος κι αν επιλέξει αυτό δεν θα αφαιρεί τη μαγεία της σύμπτωσης: Ανάμεσα στα εκατομμύρια βιβλία που υπάρχουν, ποια ήταν η πιθανότητα η κοπέλα στις σκάλες να είχε τελειώσει την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος που έψαχνε κάποιος άλλος;
Η γοητεία της συγχρονικότητας
Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε με όρους αιτίου και αποτελέσματος, αλλά σε περιπτώσεις όπως αυτή, δεν υπάρχει λογική αιτία που να εξηγεί τι συνέβη. Είναι τύχη; Σύμπτωση; Μια αιτιότητα κρυφής προέλευσης; Ο Ελβετός ψυχίατρος, ψυχολόγος και συγγραφέας Carl Gustav Jung την ονόμασε συγχρονικότητα, την οποία και όρισε ως την ταυτόχρονη σύνδεση δύο γεγονότων που συνδέονται με νόημα, αλλά με μη αιτιώδη τρόπο.
Όλοι βιώνουμε αυτές τις σημαντικές συμπτώσεις σε καθημερινή βάση. Σκέφτεσαι έναν παλιό φίλο μετά από πολύ καιρό και μετά από λίγο σου στέλνει μήνυμα ή τον συναντάς έξω από το σινεμά. Ή μια άλλη συνηθισμένη συγχρονικότητα: σκέφτεσαι ένα τραγούδι και το άτομο που έχεις απέναντί σου αρχίζει να το μουρμουρίζει.
Είναι σχετικά γνωστή η εμπειρία που μοιράστηκε ο Jung για να περιγράψει καλύτερα τη συγχρονικότητα. Μια ασθενής του Jung είπε στον ψυχοθεραπευτή κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της ότι είχε ονειρευτεί το προηγούμενο βράδυ ένα έντομο, έναν χρυσό σκαραβαίο. Στη μέση της συνεδρίας, ένας πραγματικός χρυσός σκαραβαίος (που ήταν πολύ ασυνήθιστος για την τοποθεσία και το κλίμα) χτύπησε το παράθυρο του γραφείου του Jung.
Για τον Jung — ο οποίος δημοσίευσε το βιβλίο Synchronicity: An Acausal Connecting Principle (Συγχρονικότητα από τις εκδόσεις Ιαμβλιχός)— υπάρχει μια ανεξερεύνητη αιτιότητα κάτω από πολλές από αυτές τις συμπτώσεις. Πολύ πριν από την εποχή του Jung και ακόμα και σήμερα, μέχρι και οι σκεπτικιστές ανάμεσά μας γοητεύονται από τις συμπτώσεις. Όπως το έθεσε το Psychology Today, «Σε όλους αρέσει μια σύμπτωση». Και είναι αλήθεια: Θαυμάζουμε αυτά τα φαινομενικά παράξενα γεγονότα, τα λέμε στους φίλους μας και τα θυμόμαστε για χρόνια. Ίσως οι συμπτώσεις μας γοητεύουν ακριβώς επειδή φανερώνουν μια κρυμμένη τάξη μέσα στον χαοτικό μας κόσμο. Αν και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει πάψει να πιστεύει σε μια ανώτερη δύναμη, μας αρέσει να πιστεύουμε ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο κι ότι τελικά αυτό που βιώνουμε έχει νόημα.
Ίσως είναι η αναζήτηση του ανθρώπου για το νόημα της ζωής, όπως το έργο του Αυστριακού ψυχιάτρου Βίκτορ Φράνκλ. Από αυτή την άποψη, οι συγχρονισμοί είναι ενδείξεις που αποκαλύπτουν τη μυστική πορεία της ζωής μας. Και όσο πιο προσεκτικοί είμαστε σε αυτούς, τόσο περισσότερα θα βρούμε εκεί μέσα κρυμμένα.
Επιστρέφοντας στον Paul Auster, στο βιβλίο του I Thought My Father Was God, επέλεξε αληθινές ιστορίες που έστελναν οι ακροατές σε ένα αμερικάνικο ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Πολλοί από αυτούς αντιμετώπιζαν τέτοιου είδους περιστατικά. Ένας άνδρας στο Όρεγκον ισχυρίστηκε ότι κάθε φορά που έβλεπε ένα λάστιχο στον δρόμο, κάτι που συνέβη πολλές φορές, είχε μια νέα πρόταση για δουλειά.
Μπορεί να πιστεύουμε ότι είναι απλώς σύμπτωση, αλλά ο Carl Gustav Jung πρότεινε ότι, όπως τα όνειρα, έτσι και οι συγχρονισμοί μας καθοδηγούν στις αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε ή μας προετοιμάζουν για μια αλλαγή που πρόκειται να συμβεί.
Κι ενώ ο Jung υποστήριξε ότι το ψυχικό γεγονός (για παράδειγμα, το όνειρο του σκαραβαίου) και το φυσικό γεγονός που συμπίπτει (ο πραγματικός σκαραβαίος στο παράθυρο) είναι αντικείμενα «της ίδιας ποιότητας», που τα κάνει να συνυπάρχουν ή να συμπίπτουν. Είναι μια ενδιαφέρουσα θεωρία, αλλά λόγω της έλλειψης επιστημονικής υποστήριξης, πολλοί ψυχολόγοι έκτοτε δεν είναι ικανοποιημένοι με τις απαντήσεις του Jung.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η συγχρονικότητα μπορεί στην πραγματικότητα να εξηγηθεί από ένα πιο ρεαλιστικό φαινόμενο που ονομάζεται «επιβεβαίωση μεροληψίας», το γεγονός δηλαδή ότι κάποιος έχει την τάση να πιστεύει και να παρατηρεί πράγματα ή γεγονότα που επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις του, μια ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αν δεν παρατηρηθεί τίποτα, οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι τίποτα δεν πρέπει να παρατηρηθεί, ένα μη συμβάν. Παρατηρεί κανείς συσχετισμούς μόνο όταν χρειάζεται, διαφορετικά δεν υπάρχει τίποτα να προσέξει. Για τους επιστήμονες, είναι η ανθρώπινη ανάγκη για νόημα που εξηγεί τη συγχρονικότητα.
Χωρίς να μπούμε στην πολυπλοκότητα της θεωρίας πιθανοτήτων, οι στατιστικολόγοι συμφωνούν ότι η ίδια η τυχαιότητα μπορεί να μην είναι τόσο “τυχαία” όσο νομίζουμε — λόγω των έμφυτων προκαταλήψεων σκέψης μας, είναι πιθανό να αντιληφθούμε τα τυχαία γεγονότα ως να έχουν συνδέσεις όταν στην πραγματικότητα δεν έχουν. Τα περισσότερα «συμπτωματικά» γεγονότα είναι απλώς ατυχήματα που υπακούουν στους νόμους των πιθανοτήτων, όσο υποτιμούμε την πιθανότητα ταυτόχρονων γεγονότων.
Υπάρχει μια βαθύτερη τάξη, ένας πρωταρχικός σκοπός για το σύμπαν; Ή είμαστε τα τυχερά ατυχήματα της εξέλιξης, που ζούμε την πολύτιμη αλλά σύντομη ζωή μας σε έναν θεμελιωδώς τυχαίο κόσμο που έχει μόνο το νόημα που επιλέγουμε να του δώσουμε; αναρωτιέται ο η Jill Neimark στο Psychology Today, κι εγώ μαζί του.