Έχεις αναρωτηθεί, πόσες φορές την ημέρα χρησιμοποιείς τη λέξη “πρέπει”; Πόσες φορές στα μέχρι τώρα χρόνια της ζωή σου την έχεις ακούσει από άλλους; «Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς», «πρέπει να προσέχω», «πρέπει να κάνω γυμναστική», έχεις σκεφτεί σε τι καταπίεση υποβάλεις μόνη τον εαυτό σου.
Το πρόβλημα με το “πρέπει” είναι ότι πολλές φορές δεν πηγάζει απαραίτητα από εμάς αλλά από την κοινωνία, τον περίγυρο μας και τις προσδοκίες τους απέναντι μας. «Πρέπει να είσαι γλυκιά», «πρέπει να προσέχεις τι λες», «πρέπει να μάθεις να ακούς τους μεγαλύτερους», «πρέπει να δείχνεις όμορφη», «πρέπει να έχεις καλούς βαθμούς», «πρέπει να έχεις έναν σύντροφο», «πρέπει», «πρέπει», «πρέπει». Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η τοξικότητα αυτής της λέξης, όταν ζούμε με βάση τις προσδοκίες των άλλων, όπως αναφέρει και η ψυχοθεραπεύτρια Brené Brown.
Γιατί ακόμα και τα “πρέπει” που λέμε στον εαυτό μας προκύπτουν από από κάποιον εξωτερικό παράγοντα και τελικά απομακρυνόμαστε από τα αληθινά θέλω μας.
Δεν θα λέγαμε ότι προσδιορίζεται στο φύλο αλλά από την καθημερινότητα γίνεται αντιληπτό ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη λέξη “πρέπει” περισσότερο από τους άντρες. Από πολύ μικρή ηλικία σε ακολουθεί σαν πιστή σκιά που αργά αλλά σταθερά επισκιάζει όλα σου τα “θέλω”.
Από μόνο του το ρήμα αποκτά αρνητική χροιά, υποδεικνύει μια υποχρέωση, ότι το μοναδικό κίνητρο για να κάνεις κάτι είναι αυτό. Στον εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό μας, δημιουργούμε ένα αίσθημα ντροπής, ενοχής, χαμηλής αυτοεκτίμησης. Ένας σημαντικός λόγος που απομακρυνόμαστε από τα όνειρα μας, από αυτά που θέλουμε πραγματικά είναι τα “πρέπει”.
Τα πρώτα “πρέπει” και η πορεία τους
Όπως είναι φυσικό τα πρώτα “πρέπει”- όχι πάντα συνειδητά και χωρίς να έχουν πάντα αρνητικές προθέσεις- τα ακούσαμε από την οικογένεια μας. «Τα κορίτσια πρέπει να είναι ήρεμα, ευγενικά» Το “πρέπει” σου πέρασε ως κάτι φυσιολογικό, δεν χρειάστηκε να το αμφισβητήσεις, απλά το δέχτηκες.
Στη συνέχεια τα “πρέπει” άρχισαν να έρχονται από τον περίγυρο και την κοινωνία, η οποία ενισχύει το αρχικό μοτίβο. Οι γυναίκες συχνά καλούμαστε να αναλαμβάνουμε πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, ανόμοιους. Να είμαστε δυναμικές και σκληρές αλλά ταυτόχρονα να είμαστε δοτικές και γλυκές. Να είμαστε όμορφες αλλά να μην μας ενδιαφέρει μόνο αυτό. Να είμαστε επιτυχημένες αλλά αν δεν κάνουμε οικογένεια δεν θα τα έχουμε καταφέρει. Το “πρέπει” γίνεται κανόνας και αν δεν τον ακολουθήσουμε, ερχόμαστε αντιμέτωπες με την κριτική, τα σχόλια και τις ενοχές.
Και τέλος τα “πρέπει” καταλήγουν να προέρχονται από εμάς τις ίδιες. Δεν μας τα επιβάλει πια η οικογένεια ή η κοινωνία αλλά εμείς στον εαυτό μας. Τα έχουμε εσωτερικεύσει και έχουν αποκτήσει τη δική μας φωνή πλέον. Δεν μας υποχρεώνει κανένας να τα καταφέρνουμε σε όλα, ούτε να είμαστε πάντα τέλειες. Πιεζόμαστε γιατί “έτσι πρέπει”, γιατί αν δεν το κάνουμε θα έχουμε αποτύχει, θα νιώθουμε ενοχές. Μεγαλώνουμε και πιστεύουμε ότι η αξία μας, η ύπαρξη μας ολόκληρη καθορίζεται αυτήν την τόσο μικρή λέξη. Και κάπου εκεί διαπιστώνουμε πόσο πολύ έχουμε χάσει τη μπάλα.
Τα “πρέπει” έχουν ριζωθεί τόσο βαθιά μέσα μας, έχουμε δημιουργήσει μια σχέση εξάρτησης μαζί τους που ξεχνάμε να μας ρωτήσουμε, “εγώ τι θέλω τελικά”;
Το να ξεφύγουμε από το “πρέπει” είναι δύσκολο και απαιτεί προσωπική δουλειά και προσπάθεια. Το πιο σημαντικό βήμα είναι να κατανοήσουμε ότι δεν είναι όλα αυτά που κουβαλάμε δικά μας ούτε φυσικά χρήσιμα στη ζωή μας. Τι θα συνέβαινε αν αντί για “πρέπει”, αρχίζαμε να λέμε στη θέση του “ θέλω”;
Ο τρόπος που μιλάμε στον εαυτό μας παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Όταν πρόκειται για τα θέλω μας, για κάτι που θα μας γεμίσει, θα μας κάνει χαρούμενες, για στόχους. Μην πεις “αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς” αλλά πες “θα ξυπνήσω νωρίς για να μην χάσω στιγμή από την ημέρα μου”.
Η απεξάρτηση θα έρθει μ’ αυτόν τον τρόπο, με την αντικατάσταση του “πρέπει” με το “θα…” και το “θέλω”. Ας δοκιμάσουμε να βάλουμε τον εαυτό μας και τα θέλω μας σε προτεραιότητα γιατί στο τέλος της ημέρας η ζωή δεν είναι “πρέπει”, αλλά οι επιλογές μας.
Κάθε φορά που θα επιλέγουμε τον εαυτό μας ένα “πρέπει” θα διαγράφεται από μέσα μας και θα ζούμε πιο ελεύθερα. Η Kelly McGonigal, ψυχολόγος υγείας και λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Στανφορντ, θεωρεί πως, όταν λειτουργούμε με βάση τα “θέλω και όχι τα “πρέπει”, ο εγκέφαλος ενεργοποιεί περιοχές που συνδέονται με την απόλαυση. Αυτό σημαίνει ότι οι πιθανότητες να πετύχουμε έναν στόχο αυξάνονται, επειδή τον ακολουθούμε συνειδητά και όχι από πίεση.
Θα σκέφτεσαι “καλά με μια αντικατάσταση λέξης θα έρθει μια τόσο σημαντική αλλαγή”; Φυσικά και όχι αλλά είναι η αρχή, μια εύκολη προσέγγιση για να ξεκινήσεις να αγκαλιάζεις τα “θέλω” σου και τον ίδιο σου τον εαυτό. Η αλλαγή αυτή, όπως υποστηρίζουν οι ψυχολόγοι είναι το κλειδί για μια ισορροπημένη και ευτυχισμένη ζωή.