Όλοι θα το ήθελαν για ένα μήνα, αλλά ελάχιστοι θα έμεναν εκεί.
Από την δεκαετία του 90 και τα ηλίθια κοινωνικά στερεότυπα που εδραίωσε και αναπαρήγαγε (κυρίως μέσω εκδοτών και εντύπων «λαιφ-στάιλ» που χρωστούσαν σε όποιον φοράει παπούτσια αλλά πόζαραν με περισσό ύφος στη Μύκονο), αυτό που απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα πρέπει να είναι ο μύθος του «αμετανόητου εργένη» με όλο το γυαλιστερό περιτύλιγμα με το οποίο σερβιρίστηκε. Τρανή απόδειξη του παραμυθιού είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι «αμετανόητοι κουλ περιζήτητοι εργένηδες» οι οποίοι πλάσαραν την εικόνα ενός «ευτυχισμένου στη μοναχική ζωή του» άντρα, περιφέρανε τις αξιοθρήνητες φιγούρες τους μια δεκαετία αργότερα στο πλευρό της γυναικούλας τους, κρατώντας απ’το χέρι 2-3 παιδάκια και μιλώντας βουρκωμένοι για τις ανάγκες τις κάμερας για την ολοκλήρωση που νιώθουν και την ευγνωμοσύνη που χρωστούν στη σύζυγό τους για τη στήριξή της κλπ κλπ.
Το μοναδικό αντεπιχείρημα που θα μπορούσε να προβάλλει κανείς είναι ότι οι άνθρωποι αλλάζουν (άρα και οι ανάγκες τους ή η κοινωνική τους συμπεριφορά) και είναι απόλυτα φυσική η μεταστροφή ενός 45άρη σε ότι αφορά τη στάση ζωής του, συγκρινόμενος με τον ίδιο του τον εαυτό πριν από μια δεκαετία. Χωρίς να διαφωνώ απόλυτα με αυτό, η βασική μου ένσταση έγκειται στην ίδια την εικόνα που καλλιεργείται για τον αμετανόητο, φανατικό εργένη της δεκαετίας 30-40 και την κωμική σχεδόν αντίθεση της εικόνας του ίδιου κατά τις επόμενες δεκαετίες της ζωής του.
Το πρώτο και μεγαλύτερο παραμύθι που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εικόνας του φανατικού εργένη, είναι η σχέση του με το άλλο φύλο. Οι γυναίκες. Ίσως από προσωπική αίσθηση ανεπάρκειας, ίσως για να εκπληρωθεί το παμπάλαιο κοινωνικό στερεότυπο του «άντρα» με ένα χαρέμι γκόμενες γύρω του αποκλειστικά ταγμένες στην ικανοποίηση των ερωτικών και μόνο επιθυμιών του, ο φανατικός εργένης παρουσιάστηκε ως συναισθηματικά αδιάφορος ως προς το χαρέμι αυτό των γυναικών σε τέτοιο βαθμό που να το θεωρεί ως ένα είδος «παράσημου» ειδικά μεταξύ των άλλων αρσενικών της «αγέλης». Εδραιώθηκε έτσι υποσυνείδητα η πεποίθηση ότι οι διαφυλικές σχέσεις διέπονται κατεξοχήν από τον κανόνα της χρηστικότητας: Το τασάκι υπάρχει για να σβήνω τα αποτσίγαρα, το αυτοκίνητο για να με πηγαίνει στη δουλειά και στις βόλτες μου, το ψυγείο για να μη χαλάνε τα τρόφιμα και οι γυναίκες για να κάνω σεξ την ώρα που θέλω. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα η εικόνα αυτή στους άνδρες καλλιεργείται έντονα και έντεχνα από εκείνη που κατεξοχήν ενσαρκώνει το θηλυκό πρότυπο από την πρώτη παιδική ηλικία: Τη μητέρα.
Το δεύτερο στοιχείο που είναι αναπόσπαστο από την εικόνα του θρυλικού εργένη είναι η αίσθηση πλήρους ανεξαρτησίας που βιώνει, έστω και στη βιτρίνα. Η αίσθηση της πλήρους ευτυχίας που ενσαρκώνεται με το «κάνω ό τι θέλω, πάω όπου θέλω και δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν». Άσχετα αν συνοδεύεται από τα γεμιστά που στέλνει κάθε δεύτερη μέρα «η μανούλα», άσχετα αν η ίδια μανούλα ή το υποκατάστατό της, μια οικιακή βοηθός, είναι το μόνο στοιχείο που εμποδίζει το Τμήμα Υγειονομικού της Περιφέρειας να σφραγίσει το σπίτι του «αμετανόητου εργένη». Άσχετα αν η όλη εικόνα εμπεριέχει έναν τεράστιο παραλογισμό, μια πασιφανή σύγκρουση μεταξύ της εικόνας και της πραγματικότητας: Ο ευτυχισμένος και αυτάρκης εργένης που δε θέλει τη δέσμευση και βγαίνει κάθε βράδυ με τους φίλους του διασκεδάζοντας τη ζωή του χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν υπονοεί με την εικόνα του ότι σχεδόν αδιαφορεί για τους όποιους «δεσμούς» επιβάλλει η κοινωνική συμβίωση και συναναστροφή αλλά ταυτόχρονα στην πραγματικότητα καλλιεργεί και τιμά ιδιαίτερα τη σχέση με τους φίλους του, συχνά τον αχώριστο «κολλητό» του που γίνεται «αδερφός», μεταλλάσσοντας έτσι το μότο της ζωής του απ’το «δε γουστάρω να δίνω λογαριασμό σε κανέναν» σε «δε γουστάρω να δίνω λογαριασμό σε μια γυναίκα». Μου θυμίζει έντονα τα παιδικά χρόνια στο Δημοτικό, οπού ο βαθμός της έλξης που είχες για τα κοριτσάκια της τάξης σου ήταν ευθέως ανάλογος με την κραυγαλέα προσπάθεια να δείξεις στα άλλα αγοράκια ότι τις απεχθάνεσαι.
Τέλος και για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους, η έννοια του «φανατικού εργένη» που διαρρηγνύει τα ιμάτια του ότι δε θα αλλάξει ποτέ, είναι συνάμα τόσο σπάνια και γραφική όσο η Λευκή Λεοπάρδαλη του Αφγανιστάν: Αν είσαι φανατικός Ολυμπιακός στα 30 σου, παραμένεις έτσι μέχρι να αποχαιρετήσεις τα εγκόσμια. Αν είσαι φανατικός ΚΚΕς στα 30 σου, δεν ψηφίζεις Χρυσή Αυγή στα 40 σου. Αν σιχαίνεσαι φανατικά τη φέτα στα 30 σου, δεν τρως ένα κιλό στην καθισιά σου μερικά χρόνια αργότερα. Αν δηλώνεις «φανατικός» εργένης, δεν περιφέρεις με καμάρι τη γυναίκα σου μερικά χρόνια μετά, δεν μας κάνεις δακρύβρεχτες αναλύσεις για το πόσο σε ολοκλήρωσε η πατρότητα όταν αποκτήσεις δυο παιδιά μαζί της. Κι εγώ τουλάχιστον, τέτοιους έχω συναντήσει ελάχιστους στη ζωή μου.
Όσες και Λευκές Λεοπαρδάλεις.
Αχιλλέας Ιορδανίδης