Όλοι και όλες μας, κάποια στιγμή στη ζωή μας βρισκόμαστε στην ευχάριστη ή στη δυσάρεστη θέση να συγκατοικήσουμε. Με το φίλο ή τη φίλη, τον αδερφό ή την αδερφή, το έτερον ήμισυ, έναν άγνωστο ή μια άγνωστη; Θα το κάνουμε, είτε από ανάγκη ( οικονομική ή ψυχολογική ) είτε από «πειραματισμό» γιατί έτσι, ξυπνήσαμε ένα πρωί και αποφασίσαμε να μοιραστούμε την κουζίνα, το μπάνιο, τον καναπέ με κάποιον άλλο. Να μοιραστούμε. Ή μήπως όχι;

 

sygkatoikoi

Συγκατοίκηση από το συν + κατοικία σημαίνει μένω κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο. Όταν οι γλωσσολόγοι όλου του κόσμου έπρεπε να προσθέσουν τη συγκεκριμένη λέξη σε όλα τα λεξικά, δεν ήξεραν φυσικά τι μέλλει γενέσθαι. Εντάξει, προσωπική εμπειρία δεν έχω, αλλά είναι πολλές οι ιστορίες συγκατοίκησης που μου έχουν εκμυστηρευτεί. Εξάλλου, ήδη τρέμω στην ιδέα ότι θα συγκατοικήσω με τη μικρή μου αδερφή σε λιγότερο από χρόνο, όχι επειδή είμαι ιδιότροπη, αλλά γιατί, να, συνήθισα να μένω εδώ και 3 χρόνια μόνη. Πάντως, για να ξέρετε, ήδη περνά από τεστ συγκατοίκησης, αλλά δεν το ξέρει! Ελπίζω να μην της το πείτε…

Όσον αφορά τις ιστορίες συγκατοίκησης που ανέφερα προηγουμένως, θα έλεγα εκ πρώτης όψεως πως ξεκίνησαν ιδανικά, αλλά εξελίχθηκαν σε σαπουνόπερα. Ξεμαλλιάσματα όχι δεν υπήρξαν, αλλά ένα «μακριά κι αγαπημένοι» σίγουρα ειπώθηκε! Ξεκινάτε τόσο χαρούμενοι όσο ένα μικρό παιδάκι που του πήραν γλειφιτζούρι, οργανώνετε ΜΑΖΙ το νέο σας σπίτι, μοιράζεστε τα έξοδα και το καθάρισμα και όλα καλά. Τι γίνεται, όμως, μετά; Θα σας πω εγώ… ο πληθυντικός γίνεται ενικός. Ξέρετε πάντα υπάρχει ο ένας από τους δύο – ή και τους τρείς – που είναι παρορμητικός ή και low profile. Ο πρώτος από ένα σημείο και μετά θα θέλει να κάνει πάρτι κάθε σαββατοκύριακο και να αφήνει στοίβες κουτιών πίτσας στο τραπεζάκι μπροστά στην τηλεόραση και στοίβες πιάτων στο νεροχύτη χωρίς να έχει εσένα από πίσω να τα μαζεύεις. Ο άλλος θα ξυπνήσει μια μέρα και θα θέλει την απέραντη μοναξιά του, χωρίς hangover και φασαρίες. Κάπου εκεί, λοιπόν, χαλάει η συνταγή.

Και τι γίνεται με τα ζευγάρια; Στην περίπτωση αυτή, τα πράγματα είναι απλά και συγκεκριμένα. Στην περίπτωση αυτή, θεωρώ πως είναι αναγκαία αν όχι υποχρεωτική η συγκατοίκηση. Θέλω να πω ότι κάθε ζευγάρι που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να μοιραστεί τον ίδιο χώρο για ένα καθορισμένο διάστημα, πριν προχωρήσει στο μεγάλο βήμα, αυτό της εκκλησίας – ή του δημαρχείου, μιας και είναι της μοδός τελευταία. Διαλέγουν ΜΑΖΙ το χρώμα στις κουρτίνες, επιλέγουν ΜΑΖΙ το στρώμα του κρεβατιού χοροπηδώντας χαρούμενα και αμήχανα σε όσα υπάρχουν λες και πρόκειται να το χρησιμοποιήσουν σε διαφήμιση και φυσικά, κάνουν όνειρα για το μελλοντικό παιδικό δωμάτιο. Δε λέω, τα όνειρα ωραία είναι, αλλά εδώ πρόκειται για την πραγματικότητα. Τι θα συμβεί αν η Στέλλα και ο Νίκος, ξυπνήσουν μια μέρα και δουν τα πράγματα αλλιώς; Υπάρχουν ζευγάρια που κάθε μέρα παλεύουν να διατηρήσουν αυτό το «μαζί» και τελικά τα καταφέρνουν και άλλα που αποφασίζουν να πάρουν διαφορετικούς δρόμους, σίγουρα όχι αυτούς της εκκλησίας ή του δημαρχείου, επειδή κουράστηκαν να ζουν με κανόνες.

Με λίγα λόγια, με το να συγκατοικείς συνεπάγεται ότι πρέπει να μοιράζεσαι πράγματα και χώρους με τον άλλον και να συμπάσχεις. Να σέβεσαι τα θέλω του, να βοηθάς και να προσφέρεις. Να υποχωρείς στους καβγάδες και να συμβιβάζεσαι ή να λες όχι όταν ενοχλείσαι. Συγκατοίκηση σημαίνει επικοινωνία. Το τεστ συγκατοίκησης που προανέφερα, όσο χιουμοριστικό και να ακούστηκε, δεν ήταν διόλου τυχαίο. Μόνο αν συγκατοικήσεις, θα καταλάβεις αν ταιριάζεις πράγματι με τον άλλο. Και φυσικά, αυτό δεν αφορά μόνο τις ερωτικές σχέσεις, αλλά και τις φιλικές. Η επιφανειακή – εξωτερική σύνδεση είναι εύκολο να βρεθεί, αλλά η εσωτερική χρειάζεται θέληση και προσπάθεια.

Την επόμενη, λοιπόν, φορά που θα σκεφτείτε το ενδεχόμενο του να μείνετε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα με κάποιον, σιγουρευτείτε για τον εαυτό σας αρχικά και μετά για αυτόν που έχετε απέναντί σας. Πόσο ανεκτικοί μπορείτε να είστε. Ποια είναι τα όριά σας. Καθορίστε τα και βάλτε κανόνες. Όχι χωριστά, αλλά μαζί. Και μια συμβουλή… μην είστε προκατειλημμένοι με την επιλογή ενός άγνωστου ατόμου, γιατί πολύ απλά έτσι δε θα βρεθείτε στη δυσάρεστη θέση της απομυθοποίησης. Με τον άγνωστο είστε κάπως «δε σε ξέρω, δε με ξέρεις, υποφέρω κι υποφέρεις», ενώ για το φίλο ή τη φίλη δε θέλετε ποτέ να χαλάσετε την εικόνα που είχατε σχηματίσει, τη σχεδόν τέλεια.