Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας του Δημήτριου Κορομηλά παρουσιάστηκε στην ελληνική σκηνή το 1891, αντλώντας την κεντρική του ιδέα από το ποίημα «Το Φίλημα» του Γεώργιου Ζαλοκώστα. Πρόκειται για την ιστορία του νεανικού, ανεκπλήρωτου ειδυλλίου της χήρας Μάρως με τον Μήτρο, το οποίο αντέχει στον χρόνο, εξακολουθεί να καθορίζει τις ζωές τους και αναζητά διέξοδο για να εκφραστεί. Παράλληλα, παρακολουθούμε την αισθηματική ιστορία της κόρης της με τον νεαρό βοσκό Λιάκο, καθώς και την δράση των δευτερευόντων χαρακτήρων, που αποτελούν χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής υπαίθρου, όπως αυτός της προξενήτρας ή του πλεονέκτη και ασύδοτου τσέλιγκα.
Το θεατρικό έργο του Δημήτριου Κορομηλά είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ανήκει στο είδος του δραματικού ειδυλλίου και αποτελεί ηθογραφία της ελληνική κοινωνίας της εποχής που γράφτηκε. Τα πλούσια λαογραφικά στοιχεία που μας παρέχει, συνοδεύονται από έντονη θεατρικότητα, κωμικά περιστατικά και ρομαντικό ύφος. Ο συγγραφέας εξετάζει το θέμα της πίστης, των αξιών και του αληθινού και ουσιαστικού έρωτα, σε μια εποχή που οι ανθρώπινες σχέσεις λειτουργούν με γνώμονα το συμφέρον και το χρήμα. Οι ήρωες του έργου, έχοντας πάντα συγκεκριμένα κίνητρα, άλλοτε αναζητούν την ταυτότητα τους, όπως στην περίπτωση του νεαρού Λιάκου, ο οποίος εν μέσω έντονων συναισθηματικών μεταπτώσεων, επιδιώκει να μείνει πιστός στο συναίσθημά του και παράλληλα, να κατακτήσει την επιθυμητή ωριμότητα και τον ανδρισμό του, και άλλοτε πορεύονται στη ζωή έχοντας καταλήξει για τον προσωπικό τους σκοπό, όπως συμβαίνει με τον Μήτρο, την Μάρω ή την μικρή Κρουστάλλω. Μέσα από τις περιπέτειες, τις παρεξηγήσεις και τις ιστορίες που εκτυλίσσονται επί σκηνής, κεντρικός πρωταγωνιστής αναδεικνύεται ο έρωτας, που σε κάθε εποχή διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο, κατευθύνοντας τις ανθρώπινες ζωές, ενώ η καινοτομία της σκέψης του συγγραφέα, που εκφράζεται στο ωραίο και ευφυές θεατρικό κείμενο, έγκειται στο ότι ο ιδανικός έρωτας για τον οποίο μας μιλά, βρίσκει τελικά δικαίωση μέσω της έκφρασής του.
Το κείμενο του Δημήτριου Κορομηλά διατηρήθηκε αυτούσιο στην σκηνοθετική προσέγγιση του έργου από τον Πέτρο Ζούλια, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Παλλάς. Ο σκηνοθέτης, στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά απλής παράστασης, χωρίς εντυπωσιακά ευρήματα και εκπλήξεις, κατόρθωσε να παρουσιάσει το ιδιαίτερο θεατρικό κείμενο με απολύτως φυσικό τρόπο και να το καταστήσει κατανοητό από κάθε θεατή. Το λιτό αλλά λειτουργικό σκηνικό της Λίλης Πεζάνου, ενδυναμώθηκε με τις άκρως ενδιαφέρουσες παράλληλες δράσεις που λάμβαναν χώρα στο βάθος της σκηνής, βασισμένες στην τεχνική του θεάτρου σκιών, ιδέα η οποία στηρίχθηκε στους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ. Την σκηνική παρουσίαση συμπλήρωσαν τα κοστούμια της Αναστασίας Αρσένη, που αντλήθηκαν από την παράδοση έχοντας, όμως, το απαραίτητο στοιχείο του εκσυγχρονισμού. Το σύνολο των είκοσι ηθοποιών συνεργάστηκε αρμονικά, δημιουργώντας ενδιαφέρουσες, αναγνωρίσιμες εικόνες προερχόμενες από την κοινή ελληνική συνείδηση. Η Ρένη Πιττακή, στον ρόλο της μάνας, απέδωσε με ρεαλισμό και αληθοφάνεια τις δραματικές εντάσεις του χαρακτήρα της. Η Μαρία Πρωτόπαππα και ο Βασίλης Μπισμπίκης προσέγγισαν με ωριμότητα και σοβαρότητα τους ρόλους της Μάρως και του Μήτρου αντίστοιχα, κάνοντας σαφή, σε κάθε περίπτωση, τα κίνητρα και τις προσδοκίες τους. Η Ευγενία Δημητροπούλου και ο Πάνος Βλάχος ενσάρκωσαν το νεαρό ζευγάρι με την απαραίτητη αφέλεια και φρεσκάδα. Ο Νίκος Μαγδαληνός και ο Χρήστος Στέργιογλου ξεχώρισαν για τον αβίαστο τρόπο με τον οποίο απέδωσαν την κωμική διάσταση των χαρακτήρων τους.
Η παράσταση είχε την μορφή μιούζικαλ, καθώς εμπλουτίστηκε με δημοτικά τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα, τα οποία αποδόθηκαν ζωντανά από μία δουλεμένη ορχήστρα που βρισκόταν επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Τους μουσικούς συνόδευσε ο Γιώργος Μαργαρίτης, η παρουσία του οποίου είχε ως σκοπό να μεταφέρει αυτούσιο στο θέατρο το λαϊκό πανηγύρι που επισκέπτονται οι ήρωες του έργου του Δημήτριου Κορομηλά, επιδιώκοντας, παράλληλα, και τη συμμετοχή των θεατών, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση του επίκαιρου χαρακτήρα, τόσο της ελληνικής παράδοσης, όσο και του αξιόλογου θεατρικού κειμένου που διατηρεί αναλλοίωτη στο χρόνο τη δύναμή του.