Πως θα σας φαινόταν να ζούσατε σε μια πόλη που δεν βρέχει ποτέ αλλά θα ήσασταν αναγκασμένοι να κυκλοφορείτε πάντα με μια ανοιχτή ομπρέλα; Αν μόλις το κάνατε εικόνα, καλώς ήρθατε στην ιστορία μας. Πάρτε τις ομπρέλες σας και ξεκινάμε!
« Μια φορά κι έναν καιρό (γιατί κάθε παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του, έτσι ξεκινάει) σε μία πόλη σαν την δική μας, κάθε άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής του κουβαλούσε μαζί του μία γκρι ομπρέλα. Το χαρακτηριστικό αυτής της γκρι ομπρέλας ήταν πως θα φιλοξενούσε τον χαρακτήρα του. Εκεί θα κρεμούσε σταδιακά κάθε του προτέρημα, κάθε ελάττωμα και κάθε αδυναμία του. Όλα ήταν ορατά. Ο καθένας επέλεγε τον τρόπο που θα κρατούσε την ομπρέλα ώστε να αναδείξει αυτά που πίστευε ότι θα τον κάνουν αρεστό και ελκυστικό στους άλλους αλλά και να καλύψει όσα πίστευε ότι θα απέτρεπαν τους άλλους από το να τον πλησιάσουν και να τον γνωρίσουν. Οι ομπρέλες περιστρέφονταν διαρκώς. άλλες λιγότερο και άλλες πιο πολύ. Έβλεπες ανθρώπους να πλησιάζουν και ξαφνικά να απομακρύνονται, αποθαρρημένοι από μία προσπάθεια χωρίς τέλος να κρύψουν κάτι το οποίο ήταν… φανερό! Και κάπως έτσι κυλούσε η ζωή σε αυτή την πόλη που δεν έβρεχε ποτέ και όλα ήταν γκρι. Τίποτα δεν ξεχώριζε και όλοι ένιωθαν ασφαλείς κάτω από τις γκρι ομπρέλες τους. Μέχρι τη στιγμή εκείνη που κάποιος αποφάσισε να γίνει πρωταγωνιστής. Τι έκανε; Κράτησε απλά την ομπρέλα του σταθερή! Ήξερε ότι πολλοί θα τον κοιτάξουν με απορία ακόμα και με τρόμο και ίσως -ακόμα χειρότερα για εκείνον- με αδιαφορία. Άλλωστε η αδιαφορία ήταν πάντα ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του, το μεγαλύτερο ”στολίδι” στην ομπρέλα του. Ήταν όμως αποφασισμένος. Έπρεπε να αποδεχτεί τον χαρακτήρα του. Και εκεί, μπροστά σε μία βιτρίνα κοίταξε τον εαυτό του και είδε πράγματα που δεν είχε ξαναδεί. Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε ότι η ομπρέλα του δεν ήταν πια γκρι! Ονειρεύτηκε μια πόλη γεμάτη χρώματα, από το χρώμα που έδινε ο καθένας σε αυτήν. Μια πόλη στην οποία τα προτερήματα και τα ελαττώματα ήταν πραγματικά στολίδια που δεν χρειαζόταν να κρύψεις ή επιλεκτικά να δείξεις. Μια πόλη στην οποία η διαφορετικότητα θα έπαιρνε χρώμα. “Κι αν ήμουν το κόκκινο;” , σκέφτηκε. “Κι αν η κοπέλα που με προσπέρασε χτες βιαστικά στο δρόμο ήταν το κίτρινο;” αυτά σκεφτόταν και χαμογελούσε, όταν ξαφνικά άκουσε μια φωνή κοντά του να λέει “Κοίτα, μια κόκκινη ομπρέλα!” Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε ψηλά. Εκεί που πάντα έβλεπε γκρι τώρα έβλεπε το κόκκινο. Το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα. Οι γύρω του έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτούν αυτό που μόλις είχε συμβεί, τόσο που δεν κατάλαβαν ότι σταμάτησαν να περιστρέφουν τις ομπρέλες τους. Και τότε ο πρωταγωνιστής με έκπληξη διαπίστωσε πως και οι άλλες ομπρέλες άρχισαν να αλλάζουν σιγά σιγά χρώμα. Απέναντί του πια δεν έβλεπε μόνο γκρι, έβλεπε το πράσινο, το μπλε, το πορτοκαλί. Είδε και την κοπέλα που τον προσπέρασε χτες βιαστικά στον δρόμο. Ήταν όντως το κίτρινο! Πλέον κανένας δεν ήθελε να κρυφτεί, κανένας δεν ένιωθε την ανάγκη να περιστρέψει την ομπρέλα του και να κρύψει τα ελαττώματά του. Άλλωστε αυτά του έδωσαν το χρώμα του. Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία στην πόλη που δεν έβρεχε ποτέ και που κάποτε όλα ήταν γκρι!»
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς… Τι κάνουμε άραγε εμείς; Συνεχίζουμε να περιστρέφουμε την γκρι ομπρέλα μας ή μήπως πρέπει να της δώσουμε ένα χρώμα; Το χρώμα μας!
Δεν είναι εύκολο από τη μια στιγμή στην άλλη να σταματήσεις να περιστρέφεις την ομπρέλα σου . Ίσως να είναι ακόμα πιο δύσκολο να αντιληφθείς ότι όντως την περιστρέφεις. Προσδιορίζουμε σαν κίνητρο για να την περιστρέφουμε, τους άλλους, ενώ στην ουσία ο λόγος που το κάνουμε είναι ο δικός μας φόβος να δούμε αυτό που είμαστε. Ο φόβος ότι δεν θα γίνουμε αποδεκτοί από τους άλλους. Ο φόβος, που με κάποιο τρόπο μας έχει δημιουργηθεί, ότι το διαφορετικό είναι και ”λάθος”.
Κι αν σας ζητούσαμε να σκεφτείτε δέκα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα σας, δέκα ‘ελαττώματά’ σας; Τα σκεφτήκατε; Ωραία! Βρείτε και δέκα θετικά στοιχεία τώρα. Ακριβώς… Έχουμε εκπαιδευτεί στο να ξέρουμε τι δεν είμαστε και τι δεν κάνουμε καλά και αυτό γίνεται εμφανές αν μας ζητηθεί να σκεφτούμε τα αρνητικά μας. Δέκα; Θα τα βρούμε και τα δέκα. Μπορεί να βρούμε και παραπάνω. Τι γίνεται με τα θετικά μας, όμως;
Ο κάθε άνθρωπος έχει το χρώμα του, την αύρα του, αυτά τα στοιχεία στον χαρακτήρα του και στην προσωπικότητά του που τον κάνουν μοναδικό και ξεχωριστό. Η προσπάθεια να δείξουμε κάτι που δεν έχουμε και να φανούμε έτσι όπως δεν είμαστε, ίσως να είναι τόσο άσκοπο και ανώφελο όσο το να κάτσουμε να παρακολουθήσουμε μπογιά σε τοίχο να στεγνώνει.
Στη Φυσική, το κάθε χρώμα έχει το δικό του μήκος κύματος που το κάνει ξεχωριστό. Και όλα τα χρώματα μαζί συνθέτουν το λευκό φως. Σίγουρα πάντως, όχι το γκρι. Κοιτάξτε λοιπόν ψηλά και πείτε μας, τι χρώμα έχει η ομπρέλα σας;