Υπάρχει μια φράση που αποδίδεται στην Μαρία Κάλλας και, μεταξύ άλλων, λέει: «..όποιος με γνωρίζει, με αγαπάει..» και είναι ακριβώς αυτή η φράση που δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου από τη στιγμή που άρχισα να ετοιμάζω την παρουσίαση της κουβέντας μας με τον παλιό μου φίλο Χάρη Αττώνη. Γνωστός στο φιλοθεάμον κοινό της Αθήνας, καθώς για συνεχόμενες χρονιές συμμετείχε σε βραβευμένες και χιλιοπαιγμένες παραστάσεις όπως το “I am my own wife” και “Armadale”. Πλέον μπαίνει στις ζωές μας μέσω των «Ηρωίδων», της σειράς του Mega που έκανε αίσθηση για την σύγχρονη ματιά της και την ειλικρίνεια σε θέματα που δεν ακουμπούν εύκολα οι τηλεοπτικές σειρές.
Μιλήσαμε για πολλά, ακόμα και για εκείνα που δεν συζητάμε συχνά μεταξύ μας, την μοναξιά, τις δυσκολίες, το bullying και την κατάσταση της χώρας μας. Και είμαι σίγουρη πως όσο πιο πολύ τον γνωρίζετε , τόσο περισσότερο θα τον αγαπάτε.
Μίλησέ μου για τις «Ηρωίδες». Γιατί νομίζεις η σειρά αγαπήθηκε τόσο πολύ και το ζευγάρι σας έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης; Το απολαμβάνετε;
Οι ηρωίδες προέκυψαν ένα καλοκαίρι στην Κέρκυρα, όταν βρέθηκα με την Αλεξάνδρα Κ* να μιλάμε για ένα θεατρικό έργο που θα έγραφε και θα ανεβάζαμε παρέα. Εκεί, μου μίλησε για τις “Ηρωίδες” (συζητώντας για ώρες ατέλειωτες για τον καλύτερο τίτλο που τότε ήταν άγνωστος) ως ένα νέο πρότζεκτ που ήθελε να ξεκινήσει και να το στείλει ως πρόταση στο Mega. Μου πρότεινε να είμαι κι εγώ σε αυτό και πολύ σύντομα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Φτιάξαμε τον πιλότο, περάσαμε από πολλά στάδια και σιγά σιγά είδαμε το όνειρο της Αλεξάνδρας να παίρνει σάρκα και οστά. Ηαγωνία και ο ενθουσιασμός εναλλάσσονταν, και μόνο όταν αρχίσαμε πια τις πρόβες (14 μήνες μετά την αρχική συζήτηση), με το σκηνοθέτη της σειράς, Στέφανο Μπλάτσο, ένιωσα την υλοποίση αυτού του πρότζεκτ να βρίσκεται πολύ κοντά κι επίσης ότι αυτό που θα κάνω, παρέα με την αγάπη και την καθοδήγηση του σκηνοθέτη μας, υπάρχει περίπτωση να έχει ενδιαφέρον. Η Αλεξάνδρα γράφει “αληθινούς”διαλόγους, για θέματα που αφορούν τους σύγχρονους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, με αρκετές δόσεις σουρεαλισμού, αυτοσαρκασμού και ενδεχομένως κυνισμού. Παράλληλα, ο Στέφανος αγκάλιασε την “ιδιαιτερότητα” των ρόλων μας μα δεν έμεινε εκεί. Μας συμβούλεψε να τους δούμε σαν ολοκληρωμένους χαρακτήρες, μακριά από τύπους και γκροτέσκες, ίσως, συμπεριφορές, χωρίς όμως να χάσουν το χιούμορ και την ευαισθησία τους. Εμείς, δεν είχαμε παρά να ακολουθήσουμε το κείμενο και τις οδηγίες των συνεργατών μας, να παραμερίσουμε το άγχος του “πρωτάρη” και να εμπιστευτούμε την εμπειρία μας, τα εκφραστικά μας μέσα και την απλότητα του λόγου, χωρίς υπερβολές – με πολύ χιούμορ μα και πειθαρχία. Αυτό είναι το τεχνικό κομμάτι. Στην πράξη, ίσως να συμβαίνει κι αυτό το “κάτι” που απαιτείται ώστε μια δουλειά να μιλήσει στην καρδιά του αποδέκτη της. Και αυτό είναι όντως κάτι που το απολαμβάνω. Μηνύματα αγάπης, συμπαράστασης, ενθάρρυνσης μα και ευχαρίστησης. Είναι πραγματικά όμορφο να νιώθεις πως αυτό που κάνεις αφορά αυτόν που το επικοινωνείς. Και η χαρά είναι μεγάλη γιατί λειτουργεί συνολικά για τις “Ηρωίδες”.
Ποια ήταν η διαδρομή του επαγγελματικού προσανατολισμού σου, πώς πήρες τις αποφάσεις για τις σπουδές σου;
Από μικρός ασχολιόμουν με το τραγούδι, τη μουσική, το θέατρο, το χορό και στο λύκειο πια πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με το μουσικό θέατρο. Είχα την τύχη να έχω την υποστήριξη της οικογένειάς μου κι έτσι έφυγα για την Αγγλία όπου και ξεκίνησα, σπουδάζοντας παραστατικές τέχνες και media. Τα οικονομικά μας δε μας επέτρεπαν να πάω σε δραματική σχολή εκεί, μιας και ήταν όλες ιδιωτικές, και για αυτό επέλεξα κάποιο Πανεπιστημιακό τμήμα που προσέφερε αντίστοιχες σπουδές. Παράλληλα, εργαζόμουν σε άσχετες δουλειές για να πληρώνω τους λογαριασμούς και το ενοίκιό μου ενώ παρακολουθούσα ό,τι μαθήματα προλάβαινα – τραγουδιού, χορού, ορθοφωνίας και προφοράς. Τα πράγματα άρχισαν να κυλούν λίγο πολύ μόνα τους. Τελειώνοντας το πτυχίο εκεί, κι ενώ είχα δουλειά σε θέατρο αποφάσισα να γυρίσω στην Αθήνα με σκοπό να επιστρέψω πάλι Λονδίνο και να συνεχίσω με κάποιο πρακτικό course στο μιούζικαλ. Έδωσα εξετάσεις σε διάφορες σχολές εκεί – καθώς και στη Νέα Υόρκη (και χαρακτηριστικά θυμάμαι το διευθυντή του Circle in the Square Theatre School να μου λέει: “Για ποιο λόγο θέλετε να συνεχίσετε σπουδές και να χαλάτε λεφτά; Είστε έτοιμος για την αγορά εργασίας!”). Το γεγονός όμως ότι τα δίδκατρα ήταν υπέρογκα, τα χρήματα στην τσέπη ελάχιστα και το κουράγιο να ζήσω σε μια τόσο σκληρή και ανταγωνιστική πόλη, μικρό, αποφάσισα να γυρίσω στην Αθήνα και να πάω εδώ σε μια σχολή, ώστε να κατανοήσω πώς κινούνται τα πράγματα και να ολοκληρώσω την εκπαίδευσή μου υποκριτικά. Έτσι κι έγινε κι από κει και πέρα τα πράγματα πήραν λίγο-πολύ το δρόμο τους. Η τύχη ήταν πάντα στο πλευρό μου, να μου ανοίγει ή να μου κλείνει πόρτες μα το πείσμα μου ήταν πάντα μεγαλύτερο και το ίδιο και η ανάγκη μου να παραμείνω εργάτης του θεάτρου.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη φάση για τα επαγγελματικά σου; Εκείνη που ίσως είπες «όχι πια ηθοποιός»;
Δεν ξέρω αν ήταν μόνο μία ή αν αποτελείται από πολλές μικρές ή σημαντικές στιγμές. Ίσως τότε, που συμμετέχοντας σε μια μεγάλη παραγωγή, είχα ένα ατύχημα εν ώρα παράστασης και αντιλήφθηκα το πόσο αναλώσιμος είμαι. Έμεινα για καιρό στο σπίτι, κάνοντας θεραπείες (μέχρι και σήμερα ανά διαστήματα), κλείστηκα στον εαυτό μου, ήρθα αντιμέτωπος με τα σκοτάδια τα δικά μου και των ανθρώπων γύρω μου και σιγά σιγά βρήκα, μετά από μια σειρά λαθών, το κουράγιο να επιστρέψω. Από τότε, προσπαθώ να παίρνω την τύχη στα χέρια μου μα συχνά βρίσκομαι σε περίεργες αναμονές και συνεχίζω ακόμα να μη μαθαίνω από τα λάθη μου. Νιώθω πως το θέατρο είναι κάτι υπέροχο μα δυστυχώς και μοιραία χαρακτηρίζεται από τις συμπεριφορές των ανθρώπων που το πλαισιώνουν. Δε θέλω όμως να γκρινιάζω. Είναι επιλογή μου να παραμένω και να επιμένω, οπότε, όσο μπορώ προσπαθώ να δημιουργώ εγώ τις προϋποθέσεις, να είμαι εργατικός και να εμπιστεύομαι εξ ίσου τους ανθρώπους που με εμπιστεύονται. Η καχυποψία και η ανασφάλεια νομίζω πως είναι ο χειρότερος εχθρός ενός ηθοποιού. Δεν είναι εποχές που μπορείς να περιμένεις πολλά. Έχεις όμως ανάγκη να συνεχίσεις να ελπίζεις. Αν το στερήσεις κι αυτό από τον εαυτό σου, τότε θα γίνεις μια γραφική φιγούρα, που όλα του φταίνε μα δεν κάνει τίποτα για να τα αλλάξει.
Πώς μετράς τις «εποχές» της ζωής σου; Με σχέσεις; Xρονολογίες, γεγονότα ή με την φράση «τότε που..»;
Ξέρεις κάτι; Δεν τις μετρώ. Δεν είμαι από αυτούς που σκέφτονται με εποχές, χρονολογίες αν και συχνά νοσταλγώ πρόσωπα, συνθήκες, σχέσεις και συμπεριφορές. Ωστόσο, δε νιώθω καθόλου ότι μεγαλώνω, δεν κλείνω κύκλους κι ας μένουν ανοιχτές πληγές. Για μένα οι σχέσεις δεν τελειώνουν, οι άνθρωποι δε φεύγουν, τα χρόνια αλλάζουν μόνο αριθμούς. Παραμένω λίγο ρομαντικός ή αφελής ή προσπαθώ να μην εστιάζω σε “τότε που…” γιατί όσες φορές το έχω κάνει άθελά μου, μόνο πίσω με κρατάει και με πληγώνει. Μόνο οι μουσικές και τα τραγούδια λειτουργούν σαν συρταράκια μνήμης και συχνά πιάνω τον εαυτό μου να απαντάει με ένα στίχο, να δακρύζει με μια μελωδία, να ονειρεύεται με μια παρτιτούρα.
Έχεις έντονη δραστηριότητα στα social media κι όμως πολλές φορές με κείμενά σου αναφέρεσαι στην μοναξιά που κρύβουν. Τι παγίδες έχουν δημιουργήσει στη ζωή μας;
Ως παιδί της τεχνολογίας, μεγαλώνοντας με υπολογιστές και video games, μοιραία το ίντερνετ μπήκε στη ζωή μου φυσικά και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Σύντομα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι τις καθημερινότητάς μου και το ίδιο και τα social media. Από τότε που δημιουργήθηκαν, τα χρησιμοποιούσα για να επικοινωνώ με τους φίλους μου, εντός κι εκτός Ελλάδος και συχνά να ενημερώνω για τη δουλειά μου και να ενημερώνομαι για τις δουλειές άλλων μα και για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Αντικατέστησαν δηλαδή την τηλεόραση και την εφημερίδα μου. Κι ακόμα έτσι τα βλέπω. Η διαφορά είναι ότι ξαφνικά οι φίλοι έγιναν γνωστοί, άνθρωποι που με ξέρουν από τη δουλειά και πολλοί άγνωστοι άρχισαν να κοιτάζουν από την κλειδαρότρυπα (πολλοί συχνά και αρκετοί γνωστοί). Εγώ συνεχίζω να λειτουργώ αυθόρμητα, να μοιράζομαι τις σκέψεις μου – αν και συχνά με πιάνουν ενοχές και σβήνω αυτά που γράφω. Δε σου κρύβω, ότι σε περιόδους μεγάλης μοναξιάς είναι η μόνη παρέα ή παρηγοριά μα για μένα σίγουρα δεν αποτελεί υποκατάστατο των σχέσεων μιας και φροντίζω να διατηρώ επαφές με τους φίλους μου, καθημερινά. Δεν έχω φτιάξει μια περσόνα ώστε να ζω μέσω αυτής και το μόνο που παρατηρώ ως ακραίο φαινόμενο είναι οι επικριτές, αυτοί που τρολάρουν τα πάντα, το τι μουσική ακούμε, τι ψηφίζουμε, τι τρώμε, πού βγαίνουμε, πόσες σέλφι ανεβάζουμε. Πασχίζουν να συντάξουν έναν οδηγό χρήσης του διαδικτύου και να χωριστούν σε στρατόπεδα αισθητικής, αναισθητικής, αγάπης και μίσους. Αυτό για μένα είναι ο ορισμός της μοναξιάς, ο κίνδυνος και η παγίδα που είναι εύκολο να πέσεις μέσα της.
Αγαπάς το γράψιμο; Είναι επικοινωνία με τον εαυτό σου ή τον έξω κόσμο, ένα είδος «εξομολόγησης»; Θα σκεφτόσουν να γράψεις για το θέατρο;
Αγαπώ το να μοιράζομαι. Είτε αυτό είναι γράψιμο, είτε μουσική και τραγούδι, είτε φαγητό και μαγειρική, είτε θέατρο και χορός, είτε σχέση και έρωτας. Έτσι λοιπόν και το γράψιμο, αποτελεί για μένα ένα είδος έκφρασης, όντως εξομολόγησης. Σε εποχές δύσκολες και σκοτεινές, αποτελούσε μια διέξοδο λυτρωτική – μια και συχνά δεν μπορώ να κάνω θέατρο στην πλατεία των Εξαρχείων, ή να τραγουδήσω στο Σύνταγμα για να εκτονωθώ. Το γράψιμο όμως είναι πάντα εκεί, είναι πιο προσωπικό
και μπορεί να μην αφορά κανέναν, παρα μόνον τον εαυτό σου, ή τελικά να αγγίξει, να παρακινήσει, να ευαισθητοποιήσει και άλλους ανθρώπους γύρω σου. Για το θέατρο το έχω σκεφτεί κάποιες φορές μα δεν τολμώ να το πάρω απόφαση. Δεν ξέρων αν μπορώ να λειτουργήσω κατόπιν “παραγγελίας” και πιστεύω ότι σίγουρα υπάρχουν πολλοί πιο χαρισματικοί άνθρωποι που μπορούν να το κάνουν αυτό. Ας έχω δουλειά ως ηθοποιός, δηλαδή κι αφήνω τη συγγραφή για τους άλλους. 🙂
Παίρνοντας πάλι αφορμή από τα κείμενά σου, δείχνεις να σε προβληματίζει πολύ η κατάσταση της χώρας, της κοινωνίας και της πόλης . Από πού ξεκινάνε τα λάθη; Πολλοί λένε από την παιδεία, από την οικογένεια.
Με προβληματίζει και η ερώτηση αυτή, και νομίζω είναι ρίσκο το να απαντήσεις το οτιδήποτε. Διαρκώς μου γεννιούνται ερωτήματα για το τι φταίει, τι πάει λάθος, γιατί κανείς δε φαίνεται πρόθυμος να αλλάξει, πώς γίνεται να ενοχλεί μόνο εμένα – και σένα και λίγους ακόμη – το χάος που επικρατεί γύρω μας, τι μπορώ, αν μπορώ να κάνω εγώ για να αλλάξει. Το θέμα είναι, μπορεί να αλλάξει; Θέλουμε να αλλάξει; Προφανώς κάποιοι περνούν καλά μέσα σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Μα πολλοί, πάρα πολλοί, περνούν δύσκολα. Περνούν με το ζόρι. Ζουν στα όρια. Το να προσπαθείς όμως να υποδείξεις το τι μπορεί να αλλάξει, να καταδείξεις συμπεριφορές, να στοχοποιήσεις ανθρώπους και καταστάσεις, δεν ξέρω πλέον σε τι μπορεί να βοηθήσει. Ένα μεγάλο «δεν ξέρω» πλανάται πάνω από το κεφάλι μου αυτήν την εποχή. Ίσως έχω απογοητευτεί παραπάνω από όσο είχα παλιότερα. Ίσως έχω ηττηθεί. Ίσως θέλω να ταϊζω τη συνείδησή μου με σοκολατάκια ελπίδας για να την γλυκαίνουν και να την ηρεμούν. Ωστόσο, ανησυχώ πραγματικά. Κουράστηκα λίγο να θεωρούμαι πολίτης τρίτης κατηγορίας. Το να βλέπω τους ανθρώπους της γενιάς μου ή και νεότερους να εγκαταλείπουν το σκάφος. Και κανένας να μη θέλει να το παίξει καπετάνιος. Ίσως αύριο να σου πω απλά ότι ναι, φταίει η παιδεία, φταίει η οικογένεια. Μακάρι να υπήρχε τόσο απλή απάντηση και πολύ περισσότερο μακάρι να δινόταν τόσο εύκολα μια λύση, από έναν τόσο άσχετο όπως εγώ.
Παίρνεις συχνά θέση για σοβαρά ζητήματα, όπως ο εκφοβισμός στο σχολικό, φιλικό ή οικογενειακό περιβάλλον. Μίλησέ μου για αυτό. Τι θα ήθελες να διαβάσει ένα νέο παιδί θύμα ή ακόμα και ένα παιδί- θύτης;
Είναι χρέος μας, νομίζω, να παίρνουμε θέση για τη ζωή μας και τις ζωές των συνανθρώπων μας. Μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον που το μόνο αυτονόητο είναι ο ήλιος το καλοκαίρι – και καμαρώνουμε για αυτό. Μακάρι να ήταν το ίδιο αυτονόητο το δικαίωμά μας στον έρωτα, στη διαφορετικότητα, στη μοναδικότητα. Πριν λίγα χρόνια έπαιξα στο I Am My Own Wife, ένα κείμενο-ύμνο στη διαφορετικότητα, βασισμένο σε αληθινή ιστορία και στο πώς ένας “ιδιαίτερος” άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει μέσα από ολοκληρωτικές καταστάσεις όπως ο Ναζισμός και η Κομουνιστική Ανατολική Γερμανία. Θα τον συμβούλευα να διαβάσει αυτό το κείμενο ή να το δει σε όποιο σημείο του πλανήτη μπορεί να παίζεται τώρα. Επίσης, να δει το “Imitation Game”. Μια παρόμοια ιστορία δύναμης, αδικίας και λύτρωσης με την πλέον χαρακτηριστική και συγκινητική φράση: “καμιά φορά είναι οι άνθρωποι που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι μπορούν να επιτύχουν πράγματα που κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί”
Τι μπορεί να μας προσφέρει η τέχνη; Μια απόδραση από την καθημερινότητα, μια άλλη οπτική στα πράγματα ή πολλά περισσότερα;
Όλα αυτά, πολλά περισσότερα και τίποτα, θα έλεγα. Έχει να κάνει με το πόσο ανοιχτοί ή επικριτικοί είμαστε, τι επιλέγουμε να δούμε και σε τι φάση της ζωής μας βρισκόμαστε. Η τέχνη, πέραν της ομορφιάς που δεν είναι υποχρεωτικό κομμάτι της, έχει σαφώς να κάνει με την αισθητική μα μπορεί να αποτελέσει και ένα καταφύγιο για όλους τους ανθρώπους, από τους πιο πραγματιστές μέχρι τους πιο ονειροπόλους. Τέχνη είναι τα πάντα γύρω μας ή μπορεί να είναι. Το μόνο που χρειάζεται είναι να της επιτρέπουμε να αναπνέει για να αναπνέουμε και εμείς μέσα της.
Τον Χάρη απολαμβάνουμε κάθε Τρίτη βράδυ στο Mega ,στις Ηρωίδες, της Αλεξάνδρας Κ*, σε σκηνοθεσία Στέφανου Μπλάτσου. Θα ταξιδέψει επίσης με την παράσταση “The Oh Fuck Moment” της Hannah Jane Walker & του Chris Thorpe σε σκηνοθεσία Γαβριέλλας Τριανταφύλλη σε Πάτρα, Bob Fetival και Κύπρο.
Αυτήν την ώρα γίνονται οι τελευταίες συζητήσεις και για την συνέχιση του Αρμαντέιλ του Wilkie Collins, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη, σε νέο χώρο.
Sponsored by Starbucks
Photos: Eleni Kavvada