Όταν καλείσαι να μιλήσεις για μια προσωπικότητα όπως η Toni Morrison, τα πολλά επίθετα είναι περιττά. Απλώς αφήνεις τη ζωή και τα έργα της να μιλήσουν από μόνα τους. Με ένα βραβείο Nobel κι ένα Pulitzer στην κατοχή της και με μια απονομή του Προεδρικού Μεταλλίου της Ελευθερίας δια χειρός Obama, στα αλήθεια δεν υπάρχουν πολλά να πεις. Πέραν του ότι είναι μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς και εκπροσώπους της αφροαμερικανικής φωνής.
Γεννημένη στις 18 Φεβρουαρίου του 1931 στο Οχάιο, η Morrison ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της Ramah και του George Wofford, δύο Αφροαμερικανών που εγκατέλειψαν τον αμερικανικό Νότο για να ξεφύγουν από το ρατσισμό. Το πραγματικό της όνομα είναι Chloe Ardelia Wofford, ενώ το ψευδώνυμό της αποτελεί συντομία του ονόματος Antony που απέκτησε όταν στην ηλικία των 12 βαφτίστηκε καθολική. Το 1953 απέκτησε το Βachelor της στην Αγγλική Φιλολογία από το πανεπιστήμιο Howard, ενώ το 1955 ξεκίνησε να φοιτά στο πανεπιστήμιο Cornell για την απόκτηση Μaster στις θεωρητικές επιστήμες.
Το ρατσισμό τον βίωσε από μικρή ηλικία. Ήταν τότε, τη δεκαετία του ’40, που στις ΗΠΑ ίσχυαν ακόμα οι νόμοι περί φυλετικών διακρίσεων. Όμως όπως θα εκμυστηρευτεί αργότερα στην εφημερίδα Guardian, αντί να την επηρεάσει αρνητικά, εκείνη αισθανόταν πάντα ανώτερη, ίσως από αντίδραση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα που της επέβαλε να έχει μικρές προσδοκίες. Η Morrison ήξερε πάντα ποιά ήταν και δεν προσπάθησε ποτέ να δει τον εαυτό της μέσα από το πρίσμα των λευκών. Την περίοδο που ήταν οικονόμος σε ένα σπίτι λευκών θυμάται τον πατέρα της να της λέει: «Πήγαινε στη δουλειά, πάρε τα λεφτά σου και έλα σπίτι. Δεν ζεις εκεί». Δίδαγμα που θα την ακολουθήσει σε όλη της τη ζωή. Η ίδια θα συνεχίσει λέγοντας πως δεν επηρεάστηκε ποτέ από κανέναν, ούτε καν από συνομήλικούς της, όταν εκείνοι κάπνιζαν μαριχουάνα. Η εξήγηση της αποστομωτική: « Δεν ήθελα να νιώθω οτιδήποτε δεν προερχόταν από εμένα. Θέλω να νιώθω ό,τι νιώθω. Ακόμη κι αν αυτό δεν είναι ευτυχία. Οτιδήποτε κι αν σημαίνει. Γιατί είμαστε όλα όσα έχουμε.».
Το πρώτο της μυθιστόρημα «The Bluest Eye» το έγραψε σε ηλικία 39 ετών, όντας χωρισμένη μητέρα δύο γιων που απέκτησε με τον αρχιτέκτονα Harold Morrison. Το θέμα (και τίτλο) του βιβλίου το εμπνεύστηκε από μια παιδική της εμπειρία με μια συμμαθήτριά της, η οποία της εξέφρασε την κρυφή της επιθυμία για γαλάζια μάτια, χαρακτηριστικό της λευκής φυλής. Στο βιβλίο της, η ηρωίδα που έχει βιώσει το ρατσισμό από τον περίγυρό της και τη σεξουαλική βία από τον ίδιο της τον πατέρα, διακατέχεται από μια εμμονή με το πρότυπο της λευκής ομορφιάς με το ανοιχτόχρωμα δέρμα και τα γαλάζια μάτια. Θα ακολουθήσουν τα «Sula», «Song of Solomon», «Tar Baby» και το «Beloved» που θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά της και αυτό που της χάρισε το βραβείο Pulitzer και το Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου το 1988. Το βιβλίο βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Margaret Garner, μιας Αφροαμερικανής δούλας που δολοφονεί το παιδί της προκειμένου να το γλιτώσει από τη δουλεία. Άλλα έργα της είναι τα «Jazz», «Paradise», «Love», «A Mercy», «Home» και «God Help the Child». Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων της είναι ηρωικοί αλλά πέρα για πέρα αληθινοί και όχι αψεγάδιαστοι, ενώ οι κριτικοί εγκωμιάζουν τη δύναμη και ιδιαιτερότητα της προσωπικής της αφήγησης. Όπως λέει η ίδια, τα βιβλία της είναι οχήματα της μνήμης. «Δεν προσπαθώ να εξηγήσω τη ζωή των μαύρων ανθρώπων σε ένα λευκό κοινό». Προσπαθεί απλώς να διατηρήσει ζωντανή την ιστορία, «…γιατί υπήρξε μια εποχή που το μαύρο δεν ήταν όμορφο. Και πονούσε.».
Η συμβολή της Morrison στην αναζωπύρωση της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας δεν σταματά στο συγγραφικό της ταλέντο, αλλά επεκτείνεται και στην προώθηση πολλών άλλων Αφροαμερικανών συγγραφέων την περίοδο εργασίας της ως εκδότρια στον εκδοτικό οίκο Random House. Η ίδια εξέδωσε έργα των Henry Dumas, Toni Cade Mambara, Angela Davis και Gaye Jones, αναγκάζοντας έτσι και άλλους οίκους να υποστηρίξουν κείμενα γραμμένα από την αφροαμερικανική οπτική.
Η Toni Morrison τιμήθηκε το 1993 με το βραβείο Nobel, ενώ το 2012 ο Πρόεδρος Obama της απένειμε το Μετάλλιο της Ελευθερίας. Οι κριτικοί και ο Τύπος τη λατρεύουν και θεωρούν πως με τα μυθιστορήματά της περνάει κοινωνικοπολιτικά μηνύματα. Η ίδια τι έχει να πει για όλα αυτά; «Το όνομά μου είναι Chloe. Τα υπόλοιπα είναι… αυτό το άλλο άτομο. Που μπορεί να νιώσει ή να προσποιηθεί πως νιώθει ή ίσως και στα αλήθεια να νιώθει ή τουλάχιστον αντιδράει στη δημοσιότητα».
One thought on “Toni Morrison: Η αμειλικτη φωνη του αφροαμερικανικης ιστοριας”