Πάνος Κοκκινόπουλος. Ο άνθρωπος που άλλαξε τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης, δημιουργώντας μια νέα κατηγορία σειράς, ο άνθρωπος που μας έμαθε τους Madrugada και τους Walkabouts, αλλά και ο άνθρωπος που θα ήθελες μαζί του να αναλύσεις τα πάντα.
Στις σειρές του παίζουν ηθοποιοί του θεάτρου που δε θα έπαιζαν στην τηλεόραση υπό άλλες συνθήκες, το κοινό του είναι φανατικό και οι ιστορίες του είναι βγαλμένες μέσα από την ελληνική πραγματικότητα.
Από την αρχή κιόλας της συνέντευξης πετάξαμε τις σημειώσεις και τα τεφτέρια μας και απλά ..συζητήσαμε. Μια ιδιαίτερου τύπου συνέντευξη για την Ελλάδα της πολιτισμικής κρίσης, για την ελληνική νοοτροπία, για την κακοποίηση γυναικών, για την ηδονή του φόβου, τα εγκλήματα πάθους αλλά και για την αγάπη του για τα πούρα και την Κούβα.
Η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την Τέχνη;
Κατά τον Όσκαρ Ουάιλντ, η ζωή αντιγράφει την τέχνη και θα μ’ άρεσε να το πιστεύω, θα ήταν μια ωραία φαντασίωση, μια ωραία ουτοπία. Δηλαδή μας αρέσει το ηλιοβασίλεμα γιατί το χουμε δει στους ζωγράφους, μας αρέσει κάτι γιατί το χουμε δει κάπου αλλού. Ωραίο είναι, μακάρι η ζωή να αντιγράφει την τέχνη, θα της έδινε και λόγο ύπαρξης.
Γιατί επιστρέψατε στη Δέκατη Εντολή; Ήταν επιθυμία του κόσμου;
Για πολλούς λόγους. Καταρχάς το 2007, το σταματήσαμε εμείς γιατί δεν αντέχαμε άλλο. Κάναμε μετά τα Μαύρα μεσάνυχτα, τον Τρίτο νόμο. Στα Μεσάνυχτα που κράτησαν δύο χρόνια, στο δεύτερο χρόνο ήθελα να αυτοκτονήσω. Οι ίδιοι ήρωες, οι ίδιοι χώροι, δε γινόταν. Ήθελα να ξαναγυρίσω στις αυτοτελείς ιστορίες. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια συσσωρεύτηκαν πάρα πολλές ιστορίες.Ο τρίτος, είναι ότι οι άνθρωποι είναι πια τρελαμένοι τελείως. Κοιτάξτε πως οδηγούμε, πώς παρκάρουμε, πώς συνυπάρχουμε. Και λόγω της κρίσης. Της κρίσης όχι της οικονομικής, της πολιτιστικής. Είμαστε ανάγωγοι, είμαστε η χώρα του σκυλάδικου, η χώρα της ξεφτίλας και αυτό αποτυπώνεται σε όλα, παντού.
Μια ιστορία που ήθελα να κάνω, αλλά δε θα προλάβουμε μάλλον, θα γίνει του χρόνου, είναι ο τύπος που τον προσπέρασε ένας άλλος και έβγαλε το πιστόλι και τον καθάρισε στο δρόμο, στη Βουλιαγμένης νομίζω. Έτσι απλά. Έχουμε τρελαθεί. Μια μέρα ένας ταξιτζής, κάτι έγινε και βριστήκαμε και βγήκε έξω με ένα κατσαβίδι! Ο κόσμος είναι τρελός πια, αδιάφορος, αδιαφορούμε ο ένας για τον άλλον. Μέσα σε αυτή τη λογική έχει και ενδιαφέρον η επιστροφή στη δέκατη εντολή με την έννοια ότι μιλάει για ανθρώπους που ξεπερνούν τα όριά τους.
Μου δίνει τη δυνατότητα κάθε εβδομάδα να κάνω μικρές ταινίες, με άλλους ήρωες, άλλες καταστάσεις, άλλους χώρους, άλλους ηθοποιούς, άλλη αισθητική, άλλη προσέγγιση, άλλη δημιουργικότητα κάθε φορά. Δεν κάνεις τα ίδια λάθη, κάνεις άλλα καινούρια. Όλο αυτό είναι πολύ δημιουργικό και πολύ προκλητικό.
Ο τέταρτος κύκλος της δέκατης εντολής είναι πιο σοκαριστικός και βίαιος. Έχει γίνει η κοινωνία μας χειρότερη;
Μπα δεν είναι, εμείς είμαστε πιο πουριτανοί πια. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε θεοκρατική χώρα, το Ιράν της Ευρώπης. Ο Γέρων-Παστίτσιος πήγε φυλακή. Έρχονται και μας λένε ότι απαγορεύεται να κάψουμε τους νεκρούς μας. Υποτίθεται ότι είμαστε Ευρώπη. Τι Ευρώπη; Έτσι είναι η Ευρώπη; Δε νομίζω ότι είναι πιο σοκαριστικός, μπορεί το πρώτο επεισόδιο επειδή το θέμα του ήταν τέτοιο και επίτηδες ήθελα να το φτάσω στα άκρα μπας και ταρακουνήσει λίγο την κατάσταση και απ ότι είδα την ταρακούνησε γιατί αρχίζουν κάτι δίκες πολύ περίεργες τώρα για σωματεμπόριο και trafficking. Αλλά γενικά νομίζω ότι έχω κάνει πολύ πιο άγρια πράγματα. Βέβαια η Δέκατη Εντολή δε βασίζεται στην αγριότητα, δε νομίζω ότι είναι εκεί η ουσία της. Όταν γίνεται κάτι πρέπει να γίνεται σωστά. Απλά τα εφέ είναι πιο σωστά τώρα. Βλέπω κάτι εφέ που είχαμε κάνει στα παλιά επεισόδια και σκέφτομαι τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά, τρίτη σεζόν Δέκατης Εντολής μάλιστα ήταν απαίσια. Έτσι είπα τώρα θα γίνουν σωστά ή δε θα γίνουν καθόλου.
Τι σας ιντριγκάρει στις ιστορίες εγκλήματος και από που τις μαθαίνετε;
Παλιότερα, προ Ιντερνετ, είχαμε δημοσιογράφους που πηγαίναν στις παλιές εφημερίδες, έβρισκαν υλικό, ντοσιέ κτλ, τώρα με ένα κλικ τα βρίσκεις όλα. Όλα είναι στο Ίντερνετ, σιγά το δύσκολο, κάθε μέρα σκάνε καινούριες ιστορίες. Αυτές οι ιστορίες θα γίνεται πάντα, από καταβολής ανθρωπότητας όλη η εξέλιξή μας βασίζεται στη βία και στον πόλεμο τι να κάνουμε τώρα. Και ο πολιτισμός γεννιέται μέσα από αυτό. Τα μεγαλύτερα έργα μιλάνε για πόλεμο. Ο Σαίξπηρ έχει πόσους φόνους επί σκηνής, μην κοιτάτε που στην τραγωδία οι φόνοι είναι εκτός σκηνής. Αυτό που με ιντριγκάρει… Καταρχάς μ αρέσει πάρα πολύ το θρίλερ. Και ο ψυχολογικός φόβος, αλά Χίτσκοκ. Ο Χίτσκοκ έλεγε πάντα ότι το τέρας δεν είναι αυτό που βλέπουμε, γιατί αυτό δε μας τρομάζει, το πραγματικό τέρας είναι αυτό που έχουμε μέσα μας. Και εκεί βασίστηκε όλη η λογική του κάνουμε σινεμά. Εμείς αφηγούμαστε ιστορίες ανθρώπων που ξεπερνούν τα όριά τους. Κάνουν πράγματα που δε θα έκαναν υπό διαφορετικές συνθήκες. Αυτό είναι το πιο ιντριγκαδόρικο για μένα, αυτό που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Όχι για να τους δικαιώσουμε, προς Θεού. Για να τους αιτιολογήσουμε, για να καταλάβουμε γιατί.
Πώς στήνετε τις σκηνές με τα εγκλήματα; ειδικοί εγκληματολόγοι;
Έχω σπουδάσει ψυχανάλυση ταυτόχρονα με τον κινηματογράφο για να με βοηθήσει στη δουλειά μου. Αν βασίζεται κάποιος στην εμπειρία κάνει συνεχώς τα ίδια, και βλακείες πολλές φορές. Το θέμα είναι να ξεπερνάς τις ευκολίες σου και να κάνεις καινούρια πράγματα με κίνδυνο να την πατήσεις. Αυτό είναι το καλό με αυτά τα αυτοτελή επεισόδια, και να την πατήσεις με ένα, διορθώνεις μετά το επόμενο. Πειραματιζόμαστε φυσικά.
Τα επεισόδιά σας δένουν μοναδικά με τις μουσικές σας επιλογές. Τι επιρροές έχετε;
Ροκ επιρροές, αυτά που ακούω σπίτι μου, αυτά που βάζω στο ξυπνητήρι μου αυτά βάζω και στις σειρές. Αλλά προσπαθούσα πάντα να βάζω μουσικές που δεν είναι γνωστές. Γιατί ήθελα ο κόσμος που βλέπει δέκατη εντολή και ακούει μια μουσική, να μην την έχει ακούσει σε ένα μπαράκι, ήθελα να του θυμίζει μόνο αυτό το επεισόδιο. Και πέτυχε αυτό.
Που οφείλονται κατά την εμπειρία σας τα εγκλήματα πάθους; ελοχεύει και κάποια ψυχική αδυναμία/νόσος; Ή είναι απλά άνθρωποι που ξεπερνούν τα όριά τους;
Ανάλογα. Σε κάποιες ιστορίες κάποιοι είναι πραγματικοί ψυχωσικοί, αλλά οι περισσότερες έχουν να κάνουν με παθογένειες άλλου τύπου. Κανονικοί άνθρωποι, νευρωσικοί όπως όλοι μας, οι οποίοι κάποιες στιγμές ξεπερνούν τα όρια τους. Οι περισσότερες ιστορίες που έχω διαβάσει τα 20 τελευταία χρόνια αφορούν κακοποίηση γυναικών, οι οποίες ή αντιδρούν σκοτώνοντας τον άντρα τους, ή αυτόν που τις κακοποιεί, πατέρα, αδερφό κτλ. Ή τούμπαλιν, αυτός τις αποτελειώνει. Οι περισσότερες είναι τέτοιες ιστορίες. Δυστυχώς είμαστε πρωταθλητές στο να δέρνουμε τις γυναίκες μας. Ο ξυλοδαρμός των γυναικών δεν έχει μειωθεί, έχει αυξηθεί. Αθήνα κιόλας χειρότερα από επαρχία. Καταρχάς ο κόσμος πίνει. Πίνει ο άντρας γυρνάει σπίτι δέρνει τη γυναίκα του. Τι πιο φυσικό γι αυτόν; Αισιόδοξο, απαισιόδοξο αν δε δούμε την πραγματικότητα πώς μπορούμε να την αλλάξουμε; Διάβαζα για ένα διάταγμα στη Σαουδική Αραβία όπου ένας μουφτής έλεγε ότι επιτρέπει να τρώνε τις γυναίκες τους αν πεινάνε πολύ. Αν είναι δυνατόν.
Κακοποίηση γυναικών-Οικογενειακή βία. Τι παραπάνω κινήσεις θα μπορούσαν να γίνουν ώστε να αρχίσουν τα θύματα της να μιλούν και να το καταπολεμούν;
Να εξελιχθεί αυτός ο πολιτισμός. Είμαστε μία χώρα απολίτιστη. Κοιτάχτε την πορεία από το 80 μέχρι σήμερα. Τα παιδιά δε μπορούν να συντάξουν μία πρόταση, στα πανεπιστήμια οι φοιτητές εκβιάζουν τους καθηγητές, οι αιώνιοι φοιτητές ξαναγυρνάνε. Παιδεία δεν υπάρχει, πολιτισμός δεν υπάρχει, ανθρώπινη καθημερινή σχέση δεν υπάρχει. Το μόνο που μας σώζει είναι μόνο λίγοι άνθρωποι που σκέφτονται κάπως αλλιώς. Και ίσως και ο έρωτας.
Το μόνο που μας σώζει είναι μόνο λίγοι άνθρωποι που σκέφτονται κάπως αλλιώς. Και ίσως και ο έρωτας.
Στη Γαλλία που ζούσα 10 χρόνια δεν ήταν έτσι. Όταν πρωτοπήγα εκεί 17 χρονών και έμπαινα στο καφέ να πιω τον καφέ μου το πρωί πριν πάω στο πανεπιστήμιο, έμπαινα, παράγγελνα, έφευγα. Ο Γάλλος κάθε φορά που έμπαινε, ότι κι αν ήταν, πλούσιος, φτωχός, εργάτης άρχιζε να καλημερίζει τους πάντες. Καλημέρα κυρίες και κύριοι και μετά παράγγελνε. Φανταστείτε να γίνει αυτό εδώ σε ένα καφέ, θα πουν να ο τρελός του χωριού. Τι πιο ευγενικό να μπαίνεις σε ένα χώρο και να καλημερίζεις. Η καθημερινή σχέση κάνει τον πολιτισμό. Κοιτάξτε τι έχουμε. Έχουμε λογοτέχνες σήμερα; Έχουμε εικαστικούς; Ή μάλλον έχουμε στις τέχνες ανθρώπους.. Αλλά δε βγαίνουν μπροστά. Δε μιλάνε, δεν παίρνουν θέση. Στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται τίποτα. Ακόμα και οι ταινίες που πάνε έξω, πάνε στα όσκαρ, σαν την ταινία του Λάνθιμου που πήγε στις Κάννες, μόνο έξω θα γίνει η αναγνώριση. Εδώ δε θα πάει κανείς να τις δει.
Ο Λάνθιμος πώς σας φαίνεται σαν σκηνοθέτης;
Ιδιαίτερος, πολύ καλός. Χάρηκα πολύ για την ταινία. Είμαι από τους λίγους Έλληνες σκηνοθέτες που χάρηκαν. Διότι ξέρετε τι λένε. Πόσοι σκηνοθέτες χρειάζεται να αλλάξουν μια λάμπα. Ένας, και οι άλλοι από κάτω λένε εγώ θα το έκανα καλύτερα. Αυτό. Όπου υπάρχει μιζέρια υπάρχει και φαγωμάρα. Δε βλέπετε τι γίνεται στο εθνικό; Τέλος πάντων.
Χρησιμοποιείτε συχνά το ζευγάρι ύβρις / νέμεσις; Θεωρείται ότι η νέμεσις και η τιμωρία θα έρθει ούτως ή άλλως; Και ο φόβος;
Ναι πολύ συχνά. Η τιμωρία δεν έρχεται όμως πάντα. Βλέπεται να τιμωρείται κανείς εδώ πέρα με αυτά που γίνονται; Γι αυτό οι περισσότερες ιστορίες έχουν να κάνουν με αυτοδικία. Όχι ότι δικαιολογώ, αλλά η εκδίκηση είναι ένα πάρα πολύ έντονο ανθρώπινο συναίσθημα. Και πολύ λυτρωτικό. Ειδικά όταν το βλέπει κανείς. Ξέρετε ο φόβος είναι ηδονικό συναίσθημα. Αν πάτε σε ένα παιδάκι που είναι δυο-δυόμιση ετών, από πίσω του και το τρομάξετε, θα γυρίσει και θα χαμογελάσει. Αν το κάνετε σε ένα μεγαλύτερο παιδί θα τρομάξει και θα αρχίσει να κλαίει. Επειδή έχει επέλθει η κοινωνικοποίηση του παιδιού, έχει καταλάβει ότι μπορεί να το απαγάγουν, να το σκοτώσουν, να το βιάσουν, να το χτυπήσουν και εκεί πια ο φόβος αρχίζει να γίνεται πραγματικός. Εκεί αρχίζει να φοβάται.
Το συναίσθημα του φόβου βγάζει κάποιες ορμόνες, οι ορμόνες αυτές είναι ηδονικές.
Το συναίσθημα του φόβου βγάζει κάποιες ορμόνες, οι ορμόνες αυτές είναι ηδονικές. Δηλαδή ο φόβος ο αρχετυπικός έχει αυτό το ότι ταράζομαι και αυτό μου δημιουργεί μια ηδονή. Όχι σεξουαλική φυσικά, ηδονή με την έννοια της χαράς.. Όταν πηγαίνουμε σινεμά ξαναζούμε τον πρωταρχικό τον αρχετυπικό φόβο. Μπαίνουμε σε μια αίθουσα, ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι αλήθεια και απλά ζούμε έντονα το φόβο. Γι αυτό τα θρίλερ έχουν τόση επιτυχία. Γιατί ζούμε μια ηδονή. Το συναίσθημα του φόβου μας εξιτάρει επειδή είναι δια μεταφοράς, δεν είναι άμεσο, δεν το αισθανόμαστε. Αυτό το συναίσθημα του φόβου είναι αυτό που με κεντρίζει σε αυτές τις ιστορίες που κάνω. Ξέρουμε ότι οι ίδιοι δεν είμαστε ικανοί να το κάνουμε αλλά μας αρέσει που κάποιος ξεπερνάει τα όρια και το κάνει. Την αυτοδικία εννοώ.
Η επόμενη ερώτηση αφορά την ενοχή του θύτη. Είναι πάντα ένοχος αυτός που διαπράττει το έγκλημα;
Όχι, γι αυτό και αθωώνονται κάποιοι άνθρωποι. Είχα κάνει μια ιστορία μιας γυναίκας που έπνιξε με τη γραβάτα τον άντρα της και αθωώθηκε. Γιατί αυτός τη χτύπαγε, την έδεσε και στο αυτοκίνητο και την έσερνε. Είναι πάντα καταδικαστέος, δεν είναι πάντα ένοχος. Υπάρχει και η αυτοάμυνα. Όταν κινδυνεύει η ζωή σου δε θα αντιδράσεις; Θυμάμαι μια ιστορία που χε γίνει πάνω στα βουνά της Δράμας, που σε μια διάρρηξη ένας άντρας σκότωσε το διαρρήκτη και μπήκε φυλακή. Ξεσηκώθηκε όλη η πόλη για να τον ελευθερώσουν. Έχω κάνει και ένα επεισόδιο όπου ο πρωταγωνιστής είχε σκοτώσει κατά λάθος το γιο του γιατί νόμιζε ότι ήταν διαρρήκτης, ξένος μάλιστα, ήταν η ξενοφοβία τότε η έντονη.
Και το πολιτικό χάος στην έλλειψη πολιτισμού οφείλεται;
Όλα στην έλλειψη πολιτισμού οφείλονται. Αν δεν υπήρχε αυτό το πολιτισμικό χάος, θα υπήρχε νομίζετε η Χρυσή Αυγή; Όχι βέβαια. Και αυτό το χάος ξεκινάει από την πασοκική λαίλαπα του 80 που ανέτρεψε τα πάντα. Ο καθένας για την πάρτη του. Τι αυτοκίνητο θα πάρει, τι λεφτά, τι ρούχα, τι γκόμενα, τι μπουζούκια. Και οι υπουργοί πάνε στα σκυλάδικα και τα σπάνε. Αυτός είναι ο πολιτισμός μας, αυτοί μας αντιπροσωπεύουν. Από το 80 μέχρι σήμερα όλη η νοοτροπία του Έλληνα είναι πώς θα δουλέψω το λιγότερο- πώς θα οικονομήσω τα περισσότερα, ή πως θα δουλέψω καθόλου. Αυτό καλλιεργήθηκε. Δεν ενδιαφέρεται κανείς για κανέναν. Και αυτό είναι αποτέλεσμα μιας τριανταετούς καφρίλας.
Ποιο ήταν το όνειρο του κάθε Έλληνα; Να βάλει τον κανακάρη του στο δημόσιο για να κάθεται και να είναι εξασφαλισμένος. Γι αυτό σας λέω ότι όταν γύρισα στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, λέγαμε τότε να έρθει μια κυβέρνηση αριστεράς να άρει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Οι αριστεροί το λέγαμε. Αυτοί που είναι τώρα στην εξουσία. Και τώρα αυτοί δουλεύουν μόνο εκεί.
Θα σας πω και ένα παράδειγμα που αφορά την παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Εγώ έχω ένα γιο και μία κόρη. Ο γιος μου μεγάλωσε και πήγε σχολείο στη Γαλλία, η πρώτη μου γυναίκα ήταν Γαλλίδα. Η κόρη μου πήγε σχολείο στην Ελλάδα, σε πολύ καλό σχολείο. Αυτά που έκανε στην τρίτη γυμνασίου ο γιος μου, τα κάνουν στο πανεπιστήμιο εδώ. Η κόρη μου δεν τα έμαθε ποτέ στο σχολείο. Και δουλεύοντας λιγότερες ώρες, χωρίς φροντιστήρια, έχοντας ελεύθερο χρόνο να παίξει και να ξεκουραστεί. Και μαθαίνοντας ξένες γλώσσες ταυτόχρονα μέσα στο σχολείο.
Και γιατί επιστρέψατε στην Ελλάδα;
Α καλά τώρα… δεν ήμουν μόνο εγώ. Επιστρέψαμε, τρομάρα μας, γιατί θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα. Κοιτάξτε, όταν είσαι νέος και αριστερός, πιστεύεις ότι οι άνθρωποι δε φταίνε, η κοινωνία η άτιμη τα κάνει έτσι, καταπιέζει τους ανθρώπους και τους οδηγεί στο μαρασμό. Όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να σκέφτομαι λιγάκι πιο ώριμα, άρχισα να σκέφτομαι ότι εμείς ορίζουμε τη μοίρα και το μέλλον μας και δε φταίει καμιά κοινωνία που μας καταπιέζει. Αυτή είναι η διαφορά. Είχαμε ιδεολογήματα τότε, πιστεύαμε ότι κάτι θα αλλάξουμε. Τίποτα δεν αλλάξαμε φυσικά. Η εξέλιξη του κόσμου κατά Χέγκελ είναι μια σπειροειδής εξέλιξη, ο κόσμος δηλαδή εξελίσσεται σε σπείρα, ελατήριο, νομίζεις ότι ξαναβρίσκεσαι στην ίδια θέση, αλλά δεν είσαι ποτέ. Κι η εξέλιξη γίνεται με ποιοτικά άλματα τα οποία γίνονται όταν συσσωρεύονται ποσοτικά άλματα. Κάποια στιγμή θα συσσωρευτούν και κάτι θα αλλάξει. Μπορεί να μην το ζήσουμε ποτέ εμείς, αλλά θα το ζήσουν οι επόμενοι. Θα αλλάξει, δε μπορεί να μην αλλάξει. Ζούμε τη φθορά ενός πολιτισμού. Απίστευτη φθορά, παγκόσμια. Κάποια στιγμή θα αλλάξει, θα βγουν καινούριες ιδεολογίες.
Θα φεύγατε ξανά τώρα;
Κοιτάξτε προσπαθώ να φεύγω όσο μπορώ, αλλά δε θέλω να φύγω μόνιμα. Προσπαθώ να ταξιδεύω, πηγαίνω στη Γαλλία στο γιο μου, στην Ιταλία. Πάω δυο φορές το χρόνο στην Κούβα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έχω φίλους, παρέες, είναι ένας λαός καταπληκτικός. Όταν πρωτοπήγα στην Κούβα πριν 20 χρόνια αισθάνθηκα σαν να έμπαινα στην Ελλάδα του 50, την Ελλάδα με τις ανοιχτές πόρτες. Γείτονες μπαινόβγαιναν, πάρτυ αυτοσχέδια, ο κόσμος στους δρόμους. Δε δουλεύουν εκεί, δουλέψουν δε δουλέψουν τα ίδια λεφτά θα πάρουν. Πολύ φτωχός λαός, αλλά αξιοπρεπής και χαρούμενος. Πολλή πορνεία, σεξοτουρισμός. Κομμουνιστικό καθεστώς κουβανέζικο, καμία σχέση με ρωσικό κομμουνισμό, κουβανέζικος, πιο χαλαρός. Ο χρόνος έχει άλλη έννοια εκεί, μία ώρα κουβανέζικη μπορεί να ναι και πέντε δικές μας. Άνθρωποι που ζουν πολλά χρόνια, 150,160 χρόνια. Υπάρχει και γεροντολογικό ινστιτούτο καταπληκτικό. Είμαστε και μια παρέα 40 άτομα από όλο τον κόσμο, λάτρεις του πούρου και πάμε σε φεστιβάλ εκεί, μπαίνουμε στα εργοστάσια στα παρασκευαστήρια, έχουμε μια άμεση εμπειρία. Το πούρο είναι μια απόλαυση που κρατάς στο στόμα, δεν το καταπίνεις. Και είναι σαν το κρασί, έχει γεύση, επίγευση, πρόγευση, τα πάντα. Είναι απόλυτα φυσικό και χειροποίητο προϊόν. σας πληροφορώ ότι στην Κούβα οι πλούσιοι καπνίζουν τσιγάρα. Οι φτωχοί καπνίζουν πούρα.
Ελπίδα πολιτισμική υπάρχει;
Όχι όχι δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει τελειώσαμε. Ίσως μετά από 2-3 γενιές. 4,5,10. Πολιτισμικά μιλώντας έτσι; Οικονομικά υπάρχει, κάπως θα τα βρούμε, θα ρθει η δραχμή, θα γίνει η συμφωνία, θα έρθουν τα λεφτά, δε θα έρθουν τα λεφτά, κάπως θα γίνει. Πολιτισμικά έχουμε πιάσει πάτο. Και ξέρετε η Ελλάδα είναι σαν ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Δηλαδή όταν νομίζεις ότι πάτωσες, πέφτεις πιο βαθιά. Λες χειρότερα δε μπορεί να γίνει, και όμως μπορεί, πέφτεις πιο βαθιά. Γίνεται μια αλλαγή και είναι χειρότερη. Πώς γίνεται αυτό δε μπορώ να καταλάβω.
Ευχαριστούμε πολύ.
Φωτογραφίες: Άρτεμις Σκουλίκα.