Η ελληνικότητα μέσα από τη φωτογραφία με τις Καρυάτιδες του Henri Cartier Bresson.

Ο συγγραφέας Christopher Booker ισχυρίζεται πως υπάρχουν επτά μόνο βασικές πλοκές αφηγηματικότητας οι οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στις ταινίες, στην τηλεόραση και στις νουβέλες με μερικές μόνο διαφοροποιήσεις.

Η πλοκή που μας ενδιαφέρει στο παρόν κείμενο είναι η ‘Αναζήτηση’, η αναζήτηση της ελληνικότητας μέσα από εκφάνσεις του οπτικού πολιτισμού όπως εγγράφονται στο ιστοριολόγιο διαχρονικά. Είναι η ελληνικότητα των ‘Καρυάτιδων’ του Henri Cartier Bresson το 1953, η ελληνικότητα που προβάλλεται στη δημιουργία του μικρότερου μουσείου ‘Mµseum’ στον κόσμο στη Μασαχουσέτη το 2013 και η ελληνικότητα της ωραιότερης πισίνας του κόσμου στην Τήνο σχεδιασμένη από το  αρχιτεκτονικό γραφείο της Αθήνας ‘Kois Associated Architects’ το 2014.

Οι Καρυάτιδες του Henri Cartier Bresson

Η μυθολογια της Ελληνικης Μνημης (4)

Αθήνα 1953. Οδός Αγίων Ασωμάτων, αριθμός 45. Ο Μπρεσόν απαθανατίζει μία από τις πιο διάσημες φωτογραφίες της μεταπολεμικής Αθήνας του ’50 και προσδίδει στο δευτερόλεπτο αυτό του φωτογραφικού κλικ το βάθος της μνήμης και του σχεδιασμού.

Είναι η σημασία της στιγμής, της τέχνης να εντοπίσεις τη φωτογραφική σύμπτωση και κατάσταση προτού αυτή συμβεί. Ο Μπρεσόν, περνώντας από την οδό Αγίων Ασωμάτων λίγο πριν οι ηλικιωμένες φιγούρες βηματίσουν με συγχρονισμένο βήμα, η κάθε μία στοιχισμένη κάτω από καθεμία Καρυάτιδα καιροφυλακτεί και διαβλέπει τη φωτογραφική στιγμή, κάτι που αποδεικνύεται και από την εποχή που αποτύπωσε τα σπουδαία ‘ψυχαναλυτικά’ φωτογραφικά πορτρέτα μεγάλων μορφών της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που θα απαντήσει στην ερώτηση πως μπόρεσε να αποτυπώσει την έκφραση στα πρόσωπα του ζεύγους Curie το 1944: Τους χτύπησε την πόρτα και αφού τους φωτογράφισε, τους χαιρέτησε.

Να φωτογραφίζεις στην ίδια στιγμή και σε κλάσμα του δευτερολέπτου, να αναγνωρίζεις ένα γεγονός και να οργανώνεις αυστηρά τις οπτικά αντιλαμβανόμενες μορφές, που εκφράζουν και φανερώνουν αυτό το γεγονός.. να τοποθετείς,  μυαλό, καρδιά και μάτι, κατά μήκους της ίδιας οπτικής ακτίνας’, όπως ο ίδιος θα πει.

Η φωτογραφική αυτή στιγμή του σπιτιού με τις Καρυάτιδες είναι καθοριστική και ανασυστήνει έναν ολόκληρο κόσμο: Το παρελθόν με το παρόν και το οικοσύστημα, η σχέση συνέπειας μέσα στην οποία ζουν.  ‘Ξέρω μερικές φωτογραφίες που είναι σαν διηγήματα του Τσέχωφ ή του Maupassant. Κάτι γρήγορο που περικλείει έναν ολόκληρο κόσμο’, θα παρατηρήσει ο Μπρεσσόν.

Η φωτογραφία στη δομική της ανάλυση με βάση τα ‘σημεία αρμονίας της σύνθεσης’ (Duc, 1990), μπορεί με μία οριζόντια γραμμή  στο κέντρο της να διαχωριστεί σε δύο αυτόνομες αφηγηματικές ζώνες:Από τη μία άνωθεν όψη οι λυγερόκορμες Καρυάτιδες, που σύμφωνα με τον αστικό θρύλο που δημιούργησε ο μυθομανής κουρέας Κρητικάκος που στέγαζε την επιχείρησή του στο ισόγειο του σπιτιού συμβολίζουν τις δύο κόρες του ιδιοκτήτη του σπιτιού οι οποίες απεβίωσαν νέες και ο πατέρας τους θέλησε να αποτυπώσει την αγέρωχη ομορφιά τους στα αρχαιοπρεπή αγάλματα δίνοντάς τους τη μορφή τους (στην πραγματικότητα οι δύο Καρυάτιδες απεικονίζουν τη γυναίκα του ιδιοκτήτη του σπιτιού και την αδελφή της που πέθαναν σε μεγάλη ηλικία έχοντας χαρεί τα παιδιά και τα εγγόνια τους), και από την άλλη μεριά στο κάτω διάζωμα οι δύο ευθυτενείς- αν και σε μεγάλη ηλικία- γυναίκες .

Πρόκειται για μία ‘ανάσταση της αρχαίας Ελλάδας’ (Σολούπ, 2011), για την πολιτισμική συνέχεια.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του “Τετέλεσται”, σε μία προσπάθεια ερμηνευτικής απόδοσης της φωτογραφίας, σημειώνει: ‘Η πολύ γνωστή φωτογραφία που τράβηξε ο Henri Cartier- Bresson το 1953 στο Μεταξουργείο είναι συμβολική, δηλαδή προπαγανδιστική. Βασίζεται αποκλειστικά σ’ ένα εύρημα ιδεολογικού χαρακτήρα: τον παραλληλισμό ανάμεσα στις γύψινες Καρυάτιδες και τις δυο ηλικιωμένες Ελληνίδες που περνούν από κάτω’ , για να συμπληρώσει πως ‘Το παρελθόν δεν πέθανε. Η λιτή αυστηρότητα, η υποβλητική αρχετυπικότητα των μορφών στην κλασσική τέχνη της αρχαιότητας επαναλαμβάνεται στη μορφή και την κίνηση των δύο σύγχρονων Ελληνίδων. Η παράδοση συνεχίζεται. Στη σημερινή Ελλάδα μπορείς να δεις την αρχαιότητα να περπατάει ολοζώντανη στους δρόμους’.

Με αυτή την πρώτη ερμηνευτική απόδοση ο Μπρεσσόν πλοηγεί τα αφηγηματικά μας αισθήματα στην Αθήνα του ’50.

Είναι η Αθήνα του Χατζηδάκι, του θαλάμου του ΟΤΕ με κερματοδέκτη, των περιοδικών του Μικρού Ήρωα και του Μικρού Σερίφη, του Ρομάντζο, του Πάνθεον και των Κλασσικών Εικονογραφημένων, του γλειφιτζούρι κοκοράκι και των καραμελών γάλακτος στο χρυσό τους περιτύλιγμα, της ΕΒΓΑΣ της γειτονιάς, των ρεμπέτικων του Ζαμπέτα, του ‘Ποτέ την Κυριακή’ της Μελίνας Μερκούρη, του καφέ Λουμίδη ‘Έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες’, των παιδικών δίτροχων ονείρων στις μικρές γειτονιές με ποδήλατα eska ή velamos, των παρατσουκλιών που έβγαζαν στα σχολεία για τους δασκάλους ‘ο γιαουρτάς, ο θέκλας, ο θρούμπος, ο φισφιρίκος’, των Σαββάτων που το σχολείο λειτουργούσε, του Ελύτη του Άξιον Εστί, του Θεοδωράκη, της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Ρίτσου, των αμαξάδων της Κηφισιάς που έγιναν ταξιτζήδες με Plymouth και Chevrolet, της αρχιτεκτονικής του Πικιώνη και της νεοελληνικής ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, του Χατζηκυριάκου – Γκίκα, του  Μόραλη, του Σπυρόπουλου, του Τσαρούχη.

Είναι η ελληνικότητα όπως την αποδίδει ο Γιάννης Τσαρούχης στο ‘Σπίτι με Καρυάτιδες’, ένα χρόνο πριν τη φωτογραφική λήψη του Μπρεσσόν το 1952. Για τον Τσαρούχη οι Καρυάτιδες είναι ιδεογραφικά σύμβολα της ένδοξης αρχαιότητας που με την οπτική κωδικοποίηση τους καθιστούν την υδατογραφία αυτή αναπαράσταση της σύνδεσης του αρχαίου κλασσικού παρελθόντος με το λαϊκό παρόν, όπως αυτό συμβολίζεται με το νεοκλασσικό, λαϊκό σπίτι του 19ου αιώνα, το ναύτη, τη γιαγιά με την εγγονή, τη μητέρα με το βρέφος, τον έφηβο με τη φανέλα και το παραδοσιακό κουρείο του Κρητικάκου· η ελληνικότητα σαν μία νοσταλγική όσμωση.

‘Σπίτι με Καρυάτιδες’, υδατογραφία του Γ. Τσαρούχη, 1952. Το σπίτι ανακηρύχτηκε διατηρητέο το 1989, ανακαινίστηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο του Στέφανου Πάντου-Κίκκου., ενώ σήμερα φιλοξενεί το Σύλλογο Ελλήνων Ολυμπιονικών.
‘Σπίτι με Καρυάτιδες’, υδατογραφία του Γ. Τσαρούχη, 1952. Το σπίτι ανακηρύχτηκε διατηρητέο το 1989, ανακαινίστηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο του Στέφανου Πάντου-Κίκκου., ενώ σήμερα φιλοξενεί το Σύλλογο Ελλήνων Ολυμπιονικών.

Η φωτογραφία του Μπρεσσόν είναι ‘Η σχέση του ανθρώπου με τον τόπο του, η γεωμετρία, η αρμονία, η τρυφερότητα, η συγκίνηση και το χιούμορ, όλα τα χαρίσματα του Μπρεσόν που έχουν εξυμνήσει οι ειδικοί, κατατάσσοντάς τον στους κορυφαίους φωτογράφους του 20ού αιώνα, φαίνεται να έχουν αποτυπωθεί σε αυτή την μαυρόασπρη εικόνα’ (Σπίνου). Είναι ένας αφηγηματικός καμβάς συμβολικών διεργασιών που εκτελεί κοινωνική λειτουργία που δεν είναι άλλη από τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης. Και ο Μπρεσσόν στο 36αρι φιλμ του και την ασπρόμαυρη φωτογραφία που ήταν η τεχνολογία της εποχής, με απλή, ακατέργαστη φωτογραφική ομορφιά, χωρίς κροπαρίσματα, εφέ, φλας και ρετούς, καταφέρνει τελικά να δημιουργήσει ένα μύθο που ‘ούτε κρύβει, ούτε φανερώνει, αλλά σημαίνει.’ (Σκαρπέλος, 2000).

* Το κείμενο αυτό πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του ακαδημαϊκού μαθήματος «Εικόνα και Πολιτισμός: Ελληνικός Οπτικός Πολιτισμός του 20ου αιώνα» που διδάσκει ο Αναπληρωτής Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιάννης Σκαρπέλος. 

http://visualsociology.org/conference/2015-conference/overview.html