“…η συμπεριφορά της προσκόλλησης χαρακτηρίζει τα ανθρώπινα όντα από το λίκνο μέχρι το τάφο¨ J. Bowlby
Οι μελέτες των συνεχιζόμενων επιπτώσεων του πρώιμου «Δεσμού προσκόλλησης» βρέφους-φροντιστή στην αναπτυσσόμενη προσωπικότητα του πρώτου, έχουν προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον λόγω του κεντρικού ρόλου που παίζει η θεωρία του «Δεσμού προσκόλλησης» στην αναπτυξιακή ψυχοπαθολογία. Ο Bowlby εισήγαγε τον όρο «attachment» (δεσμός, προσκόλληση) και περιέγραψε το δεσμό αυτό ως μια «ψυχολογική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων». Ορίζει ως «Δεσμό Προσκόλλησης» το συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα σε ένα βρέφος και μια ή δύο βασικές μορφές στη ζωή του, κάποια δηλαδή «σημαντικά» πρόσωπα που ασκούν πρωταρχική φροντίδα του βρέφους. Ο Bowlby αναφέρεται στην προσκόλληση, τον αποχωρισμό και την απώλεια διαμορφώνοντας τις βασικές πτυχές της θεωρίας, ενώ η Ainsworth με τις έρευνες της παρείχε εμπειρική στήριξη. Και οι δύο θεωρούν ότι η φυσιολογική ανθρώπινη ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας ικανοποιητικών διαπροσωπικών σχέσεων.
Σύμφωνα με τη θεωρία τα ανθρώπινα όντα έχουν μια εγγενή τάση να διαμορφώνουν σχέσεις προσκόλλησης με τους άλλους. Κύριος ρόλος της προσκόλλησης είναι, πρώτον να παρέχει ασφάλεια και δεύτερον, να διευκολύνει την εξερεύνηση και εκδηλώνεται με την επιδίωξη σωματικής εγγύτητας και επαφής και την εξασφάλιση επιδοκιμασίας και προσοχής, ενώ παράλληλα οι δύο πιο χαρακτηριστικές αντιδράσεις προσκόλλησης είναι το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα γύρω στον 7ο μήνα και το άγχος του αποχωρισμού από τον 10ο μήνα ως τον 18ο. Αυτές οι εκδηλώσεις περιλαμβάνουν το χαμόγελο, την επαφή με τα μάτια, το άγγιγμα, το αγκάλιασμα, το κλάμα κλπ. Ο αποχωρισμός αναφέρεται στην απώλεια της γονεικής φροντίδας και σύμφωνα με τον Lewis υπάρχουν τρεις φάσεις αντίδρασης, η φάση διαμαρτυρίας, φάση της απόγνωσης και η φάση της αποδέσμευσης. Η προσκόλληση επηρεάζεται από παράγοντες όπως η συμπεριφορά της μητέρας, τα χαρακτηριστικά του βρέφους και το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας.
Γιατί είναι αυτός ο πρώιμος δεσμός ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης στη ζωή ενός ατόμου;
Η Ainsworth έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές προσκόλλησης και εισήγαγε την έννοια της «Ασφαλούς Βάσης» κατά την οποία ένα βρέφος χρησιμοποιεί τη διαθεσιμότητα της μητέρας του ως ασφαλή βάση για να εξερευνήσει το περιβάλλον του. Από τις παρατηρήσεις της φάνηκε πως από το πώς οι γονείς ανταποκρίνονταν στις συμπεριφορές του βρέφους, δημιουργούσε προσδοκίες σε αυτό για τον εαυτό του και τους άλλους και για τις διαπροσωπικές του σχέσεις γενικότερα. Η ασφάλεια ή μη που αντλούσε το βρέφος από τις πρώιμες προσκολλήσεις επηρέαζε καθοριστικά την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης προς τον εαυτό του και τους άλλους. Έτσι, με βάση τα πειράματα, τεκμηρίωσε τους ακόλουθους τύπους ασφαλούς και ανασφαλούς προσκόλλησης: την ασφαλή προσκόλληση, όπου οι γονείς είναι εναρμονισμένοι με τις ανάγκες του παιδιού και ανταποκρίνονται άμεσα, την αγχώδη αποφευκτική, όπου οι γονείς δεν ανταποκρίνονται άμεσα και συνήθως είναι επικριτικοί με θυμό ή τιμωρία όταν τα παιδιά εκφράζουν έντονα συναισθήματα και την αγχώδη αμφιθυμική, όπου οι γονείς χαρακτηρίζονται από ασταθή απαιτητικότητα. Οι μητέρες τείνουν να αγνοούν τα σήματα του βρέφους για προσοχή. Ο ανασφαλής δεσμός προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από φόβο, άγχος, θυμό ή αδιαφορία προς το βασικό φροντιστή και μπορεί να διακριθεί στους ακόλουθους τύπους: την αγχώδη/αποφευκτική προσκόλληση που χαρακτηρίζει βρέφη που εκφράζουν αγωνία και θυμό όταν ο φροντιστής φεύγει, την αμφίσημη-με αντίσταση προσκόλληση που χαρακτηρίζει βρέφη που αρχικά προσκολλώνται στο φροντιστή, ενώ μετά αντιστέκονται απέναντι του και την αποδιοργανωμένη προσκόλληση που χαρακτηρίζει βρέφη που δεν είναι προβλέψιμα στη συμπεριφορά τους και φαίνεται να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν εύκολα ή να παρηγορηθούν όταν είναι αναστατωμένα, με ενδείξεις φόβου προς το πρόσωπο που τα φροντίζει.
Τα βρέφη με Ασφαλή Προσκόλληση έδειχναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από εκείνα που είχαν ανασφαλή προσκόλληση. Εκδήλωναν, επίσης, περισσότερη ανθεκτικότητα στην πρώιμη και μέση παιδική ηλικία, και μπορούσαν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις δυσκολίες, αλλά και συνέρχονταν γρηγορότερα. Τα βρέφη με ασφαλή προσκόλληση βρέθηκε ακόμα να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην επεξεργασία τρεχουσών πληροφοριών και ανταποκρίνονται καλύτερα στις νέες καταστάσεις και σχέσεις. Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση δείχνουν περισσότερα θετικά συναισθήματα στο παιχνίδι στο νηπιαγωγείο και στο σχολείο και έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Τι είδους μακροχρόνιες επιπτώσεις έχουν αυτές οι πρώιμες σχέσεις; Η ασφαλής ή ανασφαλής προσκόλληση επηρεάζει το πώς βλέπει το άτομο τον εαυτό του ως βρέφος αλλά και αργότερα ως ενήλικας. Σύμφωνα με τον Bolwby, τα άτομα αναπτύσσουν εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των άλλων και του εαυτού τους, τα «εσωτερικευμένα λειτουργικά μοντέλα», που χρησιμοποιούνται από το άτομο για να αξιολογεί και να κατευθύνει τη συμπεριφορά του σε νέες καταστάσεις και σχέσεις. Αυτές οι δομές είναι ανεπαίσθητες νοητικές αναπαραστάσεις του εαυτού και των άλλων με βάση τις πρώιμες εμπειρίες στην πρώτη σχέση. Θέτουν τη βάση για αλληλεπιδράσεις με νέους κοινωνικούς συντρόφους και έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, την οργάνωση της συμπεριφοράς και την ανάπτυξη στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Ο ασφαλής τύπος ενήλικα έχει αυτοπεποίθηση, καλές διαπροσωπικές σχέσεις, αισιόδοξη στάση, πλησιάζει εύκολα τους ανθρώπους, δε φοβάται την απόρριψη ή τη στενή σχέση και έχει ένα θετικό μοντέλο του εαυτού του και των άλλων. ο αγχώδης αποφευκτικός τύπος είναι επιφυλακτικός στο να εμπιστευτεί, αποφεύγοντας τις στενές σχέσεις γιατί τον αγχώνουν, αφού ως βρέφος έχει μάθει να μπλοκάρει και να καταπιέζει τα δυσάρεστα συναισθήματά του. Συχνά, δεν ανοίγεται εύκολα και αποφεύγει την κοινωνική επαφή. Δείχνει αποστασιοποιημένος και ανεξάρτητος, και δεν προσφέρει, αλλά ούτε δέχεται υποστήριξη. Ο αμφιθυμικός τύπος ενήλικα εκδηλώνει ανησυχία για την ειλικρίνεια των άλλων και πιστεύει ότι οι άλλοι διστάζουν να τον πλησιάσουν. Συχνά, παρουσιάζει την ανάγκη ελέγχου στις σχέσεις, γιατί φοβάται την εγκατάλειψη και αναρωτιέται για τη δέσμευση του συντρόφου του.
Η ποιότητα της σχέσης, λοιπόν, του βρέφους με τους γονείς και κυρίως με τη μητέρα στα πρώτα χρόνια της ζωής επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το άτομο ψυχολογικά, συναισθηματικά και κοινωνικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σε μια εποχή κρίσης, θεσμών και αξιών, η ανάπτυξη και διατήρηση ενός βασικού συναισθήματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης, μπορεί να αποτελέσει ένα γερό θεμέλιο της προσωπικότητας, δίνοντας στο άτομο ένα γερό αντιστάθμισμα για να αντιμετωπίσει τις όποιες αντιξοότητες και «κρίσεις», χωρίς να καταρρέει.