Γυρίσαμε όλοι απο διακοπές, λοιπόν, και να ‘μαστε πάλι στο γραφείο, στο σούπερ-μάρκετ, στο δρόμο να αντιμετωπίζουμε τους ίδιους ανθρώπους και καταστάσεις που αφήσαμε πίσω όταν φύγαμε για το νησί. Ναι αναφέρομαι σ’ αυτό το νησί που όλα κυλούσαν ομαλά, η όποια κακοτοπιά αντιμετωπιζόταν με χιούμορ και κάθε καρυδιάς καρύδι μας μιλούσε λες κι ήμαστε παιδικοί φίλοι απ’ το σχολείο. Μιλάω, επίσης, για το κάθε μέρος που ο αυθόρμητος ενικός ισοδυναμεί με επερχόμενο σφηνάκι, το καταλάθος κάψιμο του τσιγάρου με ενδεχόμενο φλερτάκι και η καθυστερημένη παραγγελία καφέ με κερασμένο μπισκοτάκι. Και εύλογα αναρωτιέται κανείς. Είναι η Αθήνα, τελικά, που μας κάνει τόσο κάφρους;
Αφορμή για να γράψω το άρθρο στάθηκε ένα περιστατικό που συνάντησα χθες το πρωί στην Πέτρου Ράλλη. Νέος οδηγός – με το Ν ευκρινέστατο στο τζάμι – σταματάει πρώτος στο φανάρι και όπως είναι λογικό αργεί να ξεκινήσει γιατί δυσκολέυεται με τον συμπλέκτη. Ορδές παλιών και φυσικά έμπειρων οδηγάρων από πίσω αρχίζουν να κορνάρουν, να ωρύονται και να κουνάνε τα χέρια από τα παράθυρα σα να κουμαντάρουν με περισσή μαεστρία θέατρο σκιών. -Χρησιμοποιούσαν και τον χαρακτηρισμό καραγκιόζη μάλλον για να με πείσουν να κάνω την παρομοίωση.- Ο νεαρός κοκκίνισε, έδωσε μια δυνατή γκαζιά σα λόξιγγα και μάλλον δεν ξαναέπιασε τιμόνι στα χέρια του από τότε.
Για το υπόλοιπο της μέρας σκεφτόμουν το ενδεχόμενο, μιας και η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα, ένας απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που εξοργίστηκε τόσο εύκολα χθες να έχει χορέψει τυχαία σε κάποιο καλοκαιρινό πανηγύρι αγκαλιά με τον συνεσταλμένο οδηγό, να τον έχει χτυπήσει με κατανόηση στην πλάτη ενώ παραπατούσαν γελώντας μεθυσμένοι και – γιατί όχι; – να του έχει δώσει απλόχερα και καμιά συμβουλή για το πως να ρίξει την τουρίστρια απέναντι. Σκεφτόμουν, που λέτε, πως αν υπάρχει έστω και μία μικρή πιθανότητα να συμβαίνει αυτό, τότε λυπάμαι πολύ που ζω στην Αθήνα των πολλών. Και περισσότερο λυπάμαι που αν και πολλοί, ώρες – ώρες γινόμαστε τόσο λίγοι. Καλό μας φθινόπωρο και καλή αποκέντρωση, παιδιά.