Ήταν δέκα χρόνια πριν. Αν όχι παραπάνω, τότε σίγουρα ήταν δέκα χρόνια πριν.
Πάντειο Πανεπιστήμιο, τμήμα ψυχολογίας. Εκεί στο τέταρτο έτος. «Ισμήνη εσύ και η Εύα θα πάτε σε ένα οικοτροφείο με δεκαπέντε ενοίκους με σχιζοφρένεια». Αυτή θα ήταν η πρακτική μου. «Σε ένα οικοτροφείο με δεκαπέντε σχιζοφρενείς».
«Σχιζοφρένεια», σκέφτηκα, «άλλο να ξέρεις τι είναι, άλλο να την έχεις διαβάσει, να έχεις πάρει άριστα στις εξετάσεις, άλλο να τη δεις και να τη ζήσεις», σκέφτηκα. Φοβήθηκα. Όχι εκείνους, τους δεκαπέντε σχιζοφρενείς. Αλλά εμένα. Την μία. Αν θα είμαι επαρκής για αυτούς, αν θα μπορέσω να φανώ άξια και ικανή, βοηθητική για εκείνους. «Μην φοβάσαι, άνθρωπος που νοιάζεται τόσο δεν μπορεί να κάνει κακό», με καθησύχασε η καθηγήτρια επόπτριά μου όταν μοιράστηκα μαζί της τους φόβους μου.
Και ξημέρωσε η πρώτη μέρα της πρακτικής. Φτάσαμε με την Εύα αρκετά νωρίτερα από την ώρα που έπρεπε να ήμασταν εκεί. «Πρωτάκια», είπαμε και γελάσαμε. «Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη», είπαμε και αγχωθήκαμε.
Η υπεύθυνη του οικοτροφείου μας ενημέρωσε τόσο για τη δομή του οικοτροφείου όσο και για τις αρμοδιότητές μας. Και πολύ περισσότερο μας ενημέρωσε για τα ιστορικά των ασθενών. Δεκαπέντε ψυχές με την διάγνωση «σχιζοφρένεια». Πρώην τρόφιμοι ψυχιατρικών ιδρυμάτων, λειτουργικοί, «βασανισμένοι» από την αρρώστια, τον ιδρυματισμό και το στίγμα της ψυχικής ασθένειας. Ο ρόλος μας εκεί θα ήταν υποστηρικτικός. Θα τους βοηθούσαμε στην καθημερινότητά τους, θα τους συνοδεύαμε στις βόλτες τους, στα ψώνια τους, θα τους αφήναμε μόνους να διαχειρίζονται τα χρήματά τους, να ικανοποιούν τις ανάγκες της προσωπικής τους υγιεινής και φροντίδας, και θα συμμετείχαμε σε δραστηριότητες που πραγματοποιούνταν από όλους τους ενοίκους του οικοτροφείου όπως για παράδειγμα μαγειρική, χειροτεχνίες, «εκλογές» για την ανάδειξη του «διαχειριστή» της εβδομάδας των ορόφων όπου έμεναν, εκδρομές, γιορτές. «Θα τους βοηθάτε με το να είστε μαζί τους, να ξέρουν ότι είναι κάποιος μαζί τους, θα τους ακούτε, θα τους μιλάτε. Θα είστε μαζί τους».
Και αυτό κάναμε. Ήμασταν μαζί τους. Με την αρχική επιφύλαξη που φέρνει η αρχική πρώτη γνωριμία με δύο άγνωστες. Αργά, σταθερά και με επιμονή κερδίσαμε την εμπιστοσύνη τους. Και ήμασταν μαζί. Στις βόλτες, σε συζητήσεις, σε κρίσεις, σε φόβους, σε αγωνίες. Στους μεταξύ τους τσακωμούς, στις μεταξύ τους δραστηριότητες. Στη ζωή τους.
Τις περισσότερες μέρες συζητούσα και στήριζα τον -ας τον πούμε Κώστα-. Μου έλεγε ότι είμαι καλή, με ρώταγε τι κάνει ο Στινγκ, αν έχει γράψει κανένα καινούργιο τραγούδι ο Καρβέλας, μου έδειχνε τα ποιήματά του και κάναμε διαγωνισμό ποιος θα λύσει τα περισσότερα σταυρόλεξα πιο γρήγορα. Κέρδιζε. Με την αξία του.
Θυμάμαι εκείνη τη μέρα που το πρόγραμμά μας είχε «καφέ στην πλατεία». Πήγαμε για καφέ. Ήθελε να φάει και πάστα. Μέτρησε τα λεφτά του και πολύ χάρηκε που του έφταναν να αγοράσει και μια πάστα. «ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑ ΠΑΣΤΑ», φώναξε με χαρά μικρού παιδιού. «Τρελαίνομαι είπα ε; Χαχαχαχαχα. Μην φοβάσαι. Δεν θα τρελαθώ κι άλλο», είπε με αφοπλιστική κυνικότητα. «Δεν φοβάμαι. Δεν σε φοβάμαι», του απάντησα. «Γιατί δεν με φοβάσαι; Επειδή είναι η δουλειά σου;», με ρώτησε. «Επειδή είμαι άνθρωπος και είσαι άνθρωπος. Επειδή είμαστε δύο άνθρωποι που πίνουνε καφέ και συζητάνε», του απάντησα. «Κι άλλοι είναι άνθρωποι και με φοβούνται και δεν με θέλουν και δεν πίνουν καφέ μαζί μου, κι ας είμαι άνθρωπος», μου είπε με παράπονο. «Και εμένα με αποφεύγουν και με φοβούνται άμα θες να μάθεις», «γιατί είσαι και εσύ τρελή;», «γιατί ποιος άλλος είναι; Είπες «και» σωστά;», «εγώ δεν είμαι τρελός;», «εγώ βλέπω έναν άνθρωπο που απολαμβάνει μια πάστα και που χρειάζεται κάποια φάρμακα και κάποια βοήθεια για να απολαμβάνει περισσότερα πράγματα και τον εαυτό του», «αλήθεια μου λες; Με κάνει ευτυχισμένο αυτό που λες. Και με κάνει να απολαμβάνω τον καφέ που πίνω μαζί σου. Και την πάστα μου βεβαίως!!!», «και το ίδιο ισχύει και για εμένα», «αλήθεια μου λες; Ακόμα κι αν σου πω ότι το πρωί νόμιζα ότι μου μίλαγε το φωτιστικό θα συνεχίσεις να μην με φοβάσαι και να απολαμβάνεις τον καφέ σου μαζί μου;», «ακόμα και τότε», «πολύ χαίρομαι», «κι εγώ», «και να σου πω κάτι; Ξέρω ότι δεν μου μίλησε το φωτιστικό, αλήθεια», «και να σου μιλούσε, το ίδιο θα χαιρόμουνα τον καφέ μας», «αν μου ξαναμιλήσει θα σου εμπιστευτώ τι μου είπε», «τιμή μου».
Ο καφές μας μετά από λίγο τελείωσε. Γυρίσαμε πίσω για να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό μαζί με τους υπόλοιπους. Όση ώρα περιμέναμε να μαγειρευτεί, ήρθε και μου ζήτησε να του φτιάξω καφέ. «Δεν θα σου φτιάξω καφέ», «είσαι κακιά», «γιατί είμαι κακιά;», «γιατί εγώ θέλω να μου φτιάξεις έναν καφέ σαν αυτόν που ήπιαμε για να συνεχίσω να νιώθω ωραία κι εσύ δεν μου κάνεις», «δεν θα σου κάνω, αλλά θα σου πω πώς γίνεται να τον κάνεις μόνος σου», «εντάξει. Μέτριο τον πίνω», «ωραία. Θα βάλεις μια κουταλιά καφέ και μία ζάχαρη», «εσύ πώς τον πίνεις;», «γλυκό με γάλα». Πήγε στην κουζίνα και γύρισε με τον καφέ του. «Κοίτα, κοίτα τι έκανα μόνος μου», είπε με ενα χαμόγελο πιο μεγάλο από το καλαμάκι.
Την επόμενη μέρα με περίμενε στην πόρτα. Με τράβηξε από το χέρι και με πήγε στο σαλονάκι όπου καθόμασταν όλοι μαζί. «Περίμενε, έρχομαι!», είπε και εξαφανίστηκε τρέχοντας. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε με έναν καφέ στο χέρι. «Γλυκός με γάλα, σωστά;», «σωστά, σε ευχαριστώ πάρα πολύ», είπα συγκινημένη. «Το πέτυχα! Δεν ξέρω πώς τον πίνει η Εύα για να της κάνω και εκείνης», «θα σου πει όταν έρθει. Αλλά γιατί μου έκανες καφέ;», «γιατί δεν με φοβάσαι. Και με ακούς. Ακόμα κι όταν σου λέω ότι μου μιλάει το φωτιστικό».
Και ήπια τον ωραιότερο καφέ της ζωής μου. Και αποφάσισα να ακούω περισσότερο τους ανθρώπους και να γίνομαι περισσότερο ευτυχισμένη όταν μου κάνουν την τιμή να πίνω καφέ μαζί τους. Ίσως γιατί μπορεί σε κάποιους από εμάς να μην μας μιλάει το φωτιστικό, αλλά γιατί όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε μιλήσει στο ταβάνι.