Έλα να κάνουμε μια Κυριακή.
Να έχεις ξεχάσει το ξυπνητήρι από συνήθεια, να χτυπήσει στις 7.30 το πρωί, να σου φωνάξω “κλείσ’ το, μια Κυριακή έχουμε”, να το κλείσεις, να με αγκαλιάσεις και να ξυπνήσουμε ώρες μετά. Να θέλω να πάμε για καφέ γιατί “μια Κυριακή έχουμε”, και να μου λες “μετά”. Και να μου κάνεις τον πιο άθλιο καφέ που έχει φτιάξει άνθρωπος σε άνθρωπο και να τον πίνω από συνήθεια γιατί έχω συνηθίσει τα άθλια πράγματα που κάνεις στην προσπάθειά σου να μου δώσεις αυτό που θέλω. Γιατί είναι χαριτωμένα.
Να ξαπλώνουμε στον καναπέ και να ανασηκωνόμαστε για να πιούμε τον άθλιο καφέ που έφτιαξες, να μιλάμε για τη βδομάδα που πέρασε, για τη βδομάδα που θα έρθει, για το τι έγινε στην Ελλάδα, για το τι έγινε στον κόσμο, για το τι έγινε στον μικρόκοσμό μας. Να βλέπουμε βλακείες στην τηλεόραση, να σηκώνεσαι να βάλεις μουσική και να με τραβάς να χορέψουμε. Να σου λέω “έλα μωρέ άσε με” και να μου λες “σήκω να χορέψουμε, μια Κυριακή έχουμε”.
Να σταματάμε να χορεύουμε γιατί πεινάσαμε. Να βαριέμαι να μαγειρέψω και να θέλω να παραγγείλουμε κι εσύ να ανοίγεις το ψυγείο και τα ντουλάπια και να βρίσκεις τα πιο αταίριαστα μεταξύ τους υλικά για να μαγειρέψεις. Να σου λέω “δεν βαριέσαι να μαγειρεύεις;” Και να μου λες “όχι, μια Κυριακή έχουμε”.
Να μαγειρεύουμε και να κάνουμε μια κουζίνα χάλια. Να μου λες “ποιος τα μαζεύει τώρα όλα αυτά;” Και να σου λέω “ασ’ τα, μια Κυριακή έχουμε”. Να αφήνουμε την κουζίνα χάλια, να κάνουμε μπάνιο, να ντυνόμαστε και να βγαίνουμε έξω.
Και να τρώμε παγωτά, να παίρνουμε μπύρες από το περίπτερο και να περπατάμε, να χαζεύουμε, να ξανατρώμε παγωτά, να ξαναπαίρνουμε μπύρες από το περίπτερο και να ξαναπερπατάμε και να σου λέω “μην πιούμε άλλη, αύριο δουλεύουμε” και να μου λες “νωρίς είναι ακόμα, μια Κυριακή έχουμε”.
Να μας παίρνουν τηλέφωνο οι άλλοι, να μας λένε πού είναι και να συζητάμε μισή ώρα αν θα πάμε να τους βρούμε ή αν θα κάνουμε κάτι μόνοι μας γιατί “μια Κυριακή έχουμε”.
Και να πηγαίνουμε τελικά να βρούμε τους άλλους και να είμαστε μαζί τους αλλά μόνοι μας. Να φεύγουμε πιο νωρίς από τους άλλους για να γυρίσουμε πίσω. Και στον δρόμο να λέμε ότι καλά κάναμε τελικά που πήγαμε και τους βρήκαμε αλλά να κάνουμε και κάτι άλλο και να μην γυρίσουμε πίσω από τώρα γιατί “μια Κυριακή έχουμε”.
Και να πηγαίνουμε σινεμά ή κάπου να πιούμε ένα ποτό και να κοιτάμε το ρολόι φεύγοντας και να στεναχωριόμαστε που τελειώνει η μια Κυριακή που έχουμε.
Να γυρνάμε σπίτι, να κοιτάμε την κουζίνα που είναι χάλια και να γελάμε αδιαφορώντας. Να ξαπλώνουμε, να κάνουμε έναν καυγά για το ποιος τραβάει το πάπλωμα, να μου δίνεις όλο το πάπλωμα, να σου το δίνω πίσω μετά. Να σου λέω “βάλε το ξυπνητήρι”, να μου λες “σωστά αύριο δεν είναι Κυριακή”. Να μοιραζόμαστε ένα μαξιλάρι, να σβήνουμε το φως και να σβήνει η Κυριακή μας.
Έλα να έχουμε μια Κυριακή.