Πηγαίνοντας τις προάλλες την καθιερωμένη μου ποδηλατάδα, ξεκινώντας από το Χαλάνδρι και καταλήγοντας στο Μοσχάτο, έχοντας πάρει το κολάι της διαδρομής και χωρίς να το επιδιώξω ιδιαίτερα, ξεκίνησα να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου. Και παρόλο που τους προσπερνούσα αρκετά γρήγορα, έστω και φευγαλέα, συνάντησα φωτεινά χαμόγελα, έντονες εκφράσεις, κλαμένα μάτια και χαμένες ματιές. Βρέθηκα αυτόπτης μάρτυρας μιας απλής, τυπικής τους μέρα δηλαδή. Άλλοι χαρούμενοι με αυτά που ζούσαν, άλλοι μπλοκαρισμένοι στις σκέψεις τους. Όλοι όμως με μια κοινή συνιστώσα. Κοινό στόχο. Την ευτυχία. Αυτή η μέρα για κάποιους θα χαραχτεί ως ενδιαφέρουσα, άλλοι μπορεί να βίωναν έναν χωρισμό, κάποιος μπορεί να είχε χάσει μόλις τη δουλειά του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτηκα το «Αν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει ώστε να το αποκτήσεις». Με φαντάστηκα να πηγαίνω στην κοπέλα στο παγκάκι που σκούπιζε τα δάκρυά της στο μανίκι από το φούτερ ακούγοντας μουσική, θρηνώντας για κάτι που είχε χάσει μάλλον.
Με έκανα εικόνα, να σταματάω και να κάθομαι δίπλα της, προσφέροντάς της ένα χαρτομάντιλο, και παίρνοντάς την αγκαλιά να της πω, «Η ζωή πάντα περιμένει τις κρίσιμες καταστάσεις για να δείξει τη λαμπερή της πλευρά». Δεν μπορώ να αποφασίσω αν θα μου έσπαγε το ποδήλατο ή θα μου έβαζε απλά τις φωνές. Συνέχισα.
Λίγο πιο κάτω συνάντησα ένα ζευγάρι που τσακωνόταν στην μέση του δρόμου. Ήταν τόσο βυθισμένοι στον καβγά τους που δεν άκουσαν την απειλητική μου κόρνα να χτυπάει και πέρασα ξυστά από την κοπέλα (ή αυτό ή θα έπεφτα πάνω σε ένα αυτοκίνητο). Δεν ταράχτηκε καν από τη φευγαλέα μας επαφή. Φώναζε και κουνούσε απειλητικά τα χέρια στο αγόρι της. Το να γύριζα πίσω και μπαίνοντας ανάμεσά τους να πω, «Η ευτυχία είναι κάτι το οποίο όταν διαιρείται, πολλαπλασιάζεται», μου φάνηκε επικίνδυνο για την σωματική μου ακεραιότητα!
Μετά το Θησείο, μια γυναίκα περπατούσε κουτσό. Κοιτάζοντάς τη διαπίστωσα πως είχε σπάσει το τακούνι της, φορούσε ένα γκρι ταγέρ, και μετά βίας μπορούσε να περπατήσει. Προσευχήθηκα για αυτή για δύο πράγματα. Πρώτον να έμενε κάπου εκεί κοντά και δεύτερον να μην της έσπασε σε κάποια σημαντική παρουσίαση στη δουλειά της (μη σου τύχει, είναι δράμα). Ήταν εμφανώς νευριασμένη και ταλαιπωρημένη. Χτυπώντας πάλι την κόρνα μου, με κοίταξε αγριεμένη και το απόφθεγμα, «Καμιά μέρα δεν είναι όμοια με την άλλη. Κάθε πρωί έχει το ξεχωριστό του θαύμα, τη μαγική στιγμή του, όπου οι γέρικοι κόσμοι καταρρέουν και ξεπροβάλλουν καινούριοι αστερισμοί», μου ήρθε φευγαλέα στο μυαλό. Γέλασα μόνη μου και συνέχισα γρήγορα δίχως να κοιτάξω πίσω.
Λίγο μετά, για καλή μου τύχη, ο μπροστινός ποδηλάτης επιτάχυνε και μιας και δεν υπάρχει καμία οδική συνέπεια και αγάπη προς τους ποδηλάτες ακόμα στην πόλη μας, το αυτοκίνητο που οδηγούσε στα δεξιά του, πέρασε με φόρα από μια λακκούβα γεμάτη βρώμικο νερό και σκουπίδια και τον έλουσε ολόκληρο. Γεμάτος λασπόνερα και αποτσίγαρα, ξεκίνησε να «εξυμνεί» μα το αυτοκίνητο είχε ήδη χαθεί. «Είμαστε υπεύθυνοι για το σύμπαν επειδή είμαστε το σύμπαν», θα του έλεγε ο φίλος μου ο Κοέλιο. Αν είχε τα κότσια!
Κάνοντας το διάλειμμά μου για να αντέξω το υπόλοιπο της διαδρομής άνοιξα το βιβλίο που μου χάρισε η κολλητή μου και μεγάλη φαν του Κοέλιο. Στις λίγες σελίδες που διάβασα, κατάλαβα γιατί τον αγαπούν τόσοι άνθρωποι ανά την υφήλιο. Καταφέρνει και περνά μια νότα αισιοδοξίας στα διηγήματά του και μια αίσθηση πως κάποια ανώτερη δύναμη μας χαρίζει πόνο για να απολαύσουμε περισσότερο τη χαρά όταν αυτή θα έρθει. Δεν έχει και άδικο πάντως…
Πήρα το ποδήλατο για τον σταθμό (είναι ανηφόρα η επιστροφή, δεν έχω φτάσει σε τόσο καλή κατάσταση ακόμη) και περίμενα το τελευταίο τρένο. Δεν ήρθε ποτέ μιας και η ώρα είχε περάσει και δεν το είχα καταλάβει. «Για να βαδίσεις στο μονοπάτι της σοφίας πρέπει να μη φοβάσαι να κάνεις λάθη», φώναξα στον εαυτό μου και ξεκίνησα για τον δρόμο της «σοφίας». Μακρύς και ανηφορικός. Για την ακρίβεια, πολύωρος και εφιαλτικός. Κράμπες και πιασίματα (πολλά), με φέρνουν στο συμπέρασμα πως το σύμπαν δεν υπακούει σε συνωμοσίες του Κοέλιο!
To be continued…