Ο χειμώνας που πέρασε ήταν ένας περίεργος χειμώνας. Ξέρεις, απο αυτές τις περιόδους που αναρωτιέσαι καθημερινά «Τι άλλο μπορεί να συμβεί;» και η ερώτηση σου κρύβει απορία, δέος και και μεταξύ μας και λίγο τρόμο για το τι μπορεί να επακολουθήσει. Έπειτα πείθεις τον εαυτό σου πως όλα θα πάνε καλά και παίρνεις απο μόνος σου κουράγιο και θάρρος, όσο κι αν ξέρεις μέσα σου πως αν οι δώδεκα εκεί πάνω ψηλά θέλουν να γελάσουν μπορούν να συμβούν άλλα τόσο που θα κάνουν τα ήδη υπάρχοντα γεγονότα να μοιάζουν μικρά και αστεία. Οι φίλες σου σε καθησυχάζουν, εσύ καθησυχάζεις αυτές (συνήθως συντονιζόμαστε σε αυτές τις περιόδους «γκαντεμιάς» με τους δικούς μας ανθρώπους) και κάπως έτσι οι μέρες κυλούν.
Και μια όμορφη μέρα, ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις στο φως. Ο ήλιος παίζει με τα χρώματα στον δρόμο και συνειδητοποιείς πως έχουν ανθίσει τα δέντρα έξω στους κήπους του στενού σου. Πότε έγινε αυτό, αναρωτιέσαι, όταν κάθε μέρα περνάς απο τον ίδιο δρόμο για να πας στην δουλειά;
Κι εκεί καταλαβαίνεις πως τόσο καιρό περπατούσες με το κεφάλι σκυφτό με αποτέλεσμα να μην παρατηρήσεις καν την καινούργια εποχή που έκανε την εμφάνιση της στο διάβα σου. Έβγαινες από το σπίτι και απλά περπατούσες. Μηχανικά, σχεδόν ρομποτικά, η δίνη της ρουτίνας σου σε είχε ρουφήξει. Και πως να μη σε καταπίει όταν πραγματικά οτιδήποτε σχεδίαζες έφτανε να έχει διαφορετική κατάληξη από αυτή που ζητούσες και χρειαζόσουν. Την πρώτη φορά το θεώρησες τυχαίο. Τη δεύτερη φώναξες «κακό κάρμα», την τρίτη θεώρησες πως κάποιος σε έχει μουτζώσει και όταν συνεχίστηκε η κακοτυχία τότε κατέληξες. Κάποιος, κάπου, για ένα μυστήριο λόγο περνά βελονίτσες σε ένα λούτρινο ομοίωμα σου!
Ναι, είναι τόσο απίθανη όσο και διπολική και ξέρει να μας ξεγελά. Εκεί που σε φέρνει στα όρια της καταστροφής, τσούπ, σου πετά μετά μια καραμελίτσα να γλυκαθείς και να πάρεις δύναμη για τις νέες καταστροφές που έπονται! Τρελή κι αλλόκοτη, σχεδόν εθιστική η συμπεριφορά της, μας κάνει να μη ξέρουμε τι άλλο να περιμένουμε. Κάποιες φορές δεν αντέχεται, άλλες πάλι έχει την πλάκα του κι αυτό, το θέμα είναι πως τελικά δε θα μάθουμε ποτέ αν είναι προσχεδιασμένα όλα απο ένα μυθικό, αλλοπαρμένο κύριο που λέγεται «ο πεπρωμένος», είτε είναι θέμα τύχης, είτε τελικά εμείς χαράζουμε τον δρόμο μας με τις επιλογές μας. Άρα, το συμπέρασμα είναι ένα.
Πρόκειται για μια απολαυστικά μουρλή, διχασμένη, γλυκόπικρη, σκανδαλιάρικη κάπου-κάπου άδικη αλλά και τόσο αναπάντεχα όμορφη διαδρομή που ακόμα και στις πιο σκοτεινές μας μέρες όπου όλα φαίνονται (και είναι, μαζί σου είμαι!) μαύρα κάπου σε κάποια γωνία παραμονεύει λίγο φως. Και το φοβερό είναι πως μόλις του ανοίξεις τις κουρτίνες σου θα πλημμυρίσει μεμιάς όλο σου το σπίτι με φως και ενέργεια. Δε με πιστεύεις;
Κοίτα γύρω σου και θα το δεις!