Είδα τα “Φτηνά Τσιγάρα” πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια. Ξεκινώντας έτσι, πριν προλάβεις να αναρωτηθείς πως γίνεται αυτό, θα σου πω κάτι ακόμη χειρότερο. Το είδα τυχαία μια μέρα στα προτεινόμενα του YouTube καθώς έχανα τον χρόνο μου βλέποντας την ταινία του Τσίου.
Δεν ξέρω αν είχα αργήσει να το δω. Δεν ξέρω καν γιατί θα έπρεπε ένας άνθρωπος να δει αυτήν την ταινία, αφού αν με ρώταγε κάποιος για τον Ρένο Χαραλαμπίδη, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόμουν είναι τον κύριο Καλημέρη. Ξέρω λοιπόν, πως όσο συνεχίζω να γράφω, φαίνεται όλο και περισσότερο η ηλικία μου, με μια ψυχή παγιδευμένη μέσα σε κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο μιας καλτ ταινίας. Σαν τα “Φτηνά Τσιγάρα”.
Το 2000 ήμουν έξι χρονών. Πως ήθελες να καταλάβω το μεγαλείο μιας ελληνικής παραγωγής μέσα από το τίποτα; Πως θα μπορούσε να με επηρεάσει εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου, σε μια ερημωμένη Αθήνα, ένας τριαντάρης άντρας που περιμένει να συμβεί κάτι; Δεν θα μπορούσε. Τουλάχιστον όχι μέχρι τώρα. Μέχρι τώρα που πίστευα πως οι παραγωγές στην Ελλάδα μπάζουν από σενάριο, σκηνικά, παραγωγούς και ηθοποιούς. Τα “Φτηνά Τσιγάρα” όμως, είναι η ταινία που θα μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που μου μιλούν για τις ταινίες που δημιουργούνται στην χώρα μας.
Έτσι, θέλησα πολύ περισσότερο απ’ όσο έδειξα να θυμηθώ όλα εκείνα που έκαναν την ταινία τόσο ξεχωριστή στο κεφάλι μιας κοπέλας που το 2000 ήταν μόνο έξι χρονών.
Μέσα από τα “Φτηνά Τσιγάρα” έμαθα πως ένας ολόκληρος κόσμος βασίζεται στο χάος και πως ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας. Κάτι που δείχνει πως το σ’αγαπώ κρύβει μια ερώτηση, το μ’αγαπάς; και πως μπορεί ένας άνθρωπος μέσα στα άδεια τα τρόλλεϋ να ακούει την σιωπή του πλήθους. Πως γίνεται να σε περιμένουν οι πόλεις που ονειρεύτηκες στο κατράν του ραδιοφώνου ενώ ο καιρός περνάει και αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε όλο και για περισσότερα πράγματα. Πως χρειάζεται τέχνη το να επιτρέπεις στον καιρό να κυλάει και να μην αφήνει πάνω σου σημάδια, ειδικά όταν όλοι έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε ότι κάτι συμβαίνει, ακόμη και όταν δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως. Μα εκείνο που μου έμεινε περισσότερο απ’ όλα, είναι πως όταν με ρωτήσει κάποιος τι δουλειά κάνω θα του πω πως είμαι συλλέκτης στιγμών. Γιατί αυτή θα πρεπε να είναι η (full-time) δουλειά όλων μας.
Σ΄ ένιωσα Μαργαρίτα.
Και γω τυχαία στο You tube ένα καλοκαιρινό βράδυ πρόπερσυ που έμενα κλεισμένη στο κατάκλειστο σπίτι…
Κι έκτοτε απλά λατρεία.:)))