d08dea04c43080efa9d45079e1aa9efa

Λοιπόν, είδα μια παράσταση πριν μερικές ημέρες και θυμήθηκα την πρώτη φορά που πήγα με τους γονείς μου στο θέατρο. Τους κρατούσα σφιχτά και τους δυο από το χέρι μέχρι να διανύσουμε την ουρά και να φτάσουμε στο ταμείο γιατί φοβόμουν πως έστω και τελευταία στιγμή θ’ αλλάξουν γνώμη και θα γυρίσουμε σπίτι. Ήμουν μια σπιθαμή άνθρωπος και σηκωνόμουν στις μύτες των παπουτσιών για να θαυμάσω τις φωτογραφίες με τα κομψά φορέματα, τους κορσέδες, τα στολίδια και τις κορδέλες, τους δαντελωτούς γιακάδες που φορούσαν οι ηθοποιοί και που φανταζόμουν να φοράω κι εγώ κι αγγίζοντας νωχελικά το φουσκωτό μου περιλαίμιο, να χαμογελώ και να υποκλίνομαι. Κι έπειτα με μαγεμένα μάτια περιεργαζόμουν κάθε κίνηση επάνω στη σκηνή, ανήσυχη να τ’ αποστηθίσω όλα, τα βλέμματα, τις ανάσες, τους χρόνους – το ύφος των ηθοποιών ενώ στο διπλανό κάθισμα ο πατέρας μου έτρωγε πασατέμπο για να περάσει η ώρα. Με τον πασατέμπο και τους κορσέδες της γαλλικής αυλής μεγάλωσα κι έκανα πάντοτε φιλότιμες προσπάθειες να μιλάω και να φέρομαι με λεπτότητα, σεμνότητα κι ευγένεια. Κατά βάθος ήθελα όλοι οι άνθρωποι να είναι γιοί και κόρες βασιλιάδων, όπως στα έργα, και να περνούν τα απογεύματά τους περπατώντας σε βασιλικές αυλές. Η χροιά της φωνής μου “κατοικεί” σε κάποιο απ’ αυτά τα απογεύματα. Δε νομίζω πως θα θελήσει να φύγει ποτέ από ‘κεί.  Κάτι από εκείνη την πρώτη παράσταση – η ημεράδα, η γλυκύτητα των προσώπων, η πραότητα των φωνών – ζει και αναπαριστάνεται σε κάθε μου φθόγγο. Κάπως έτσι έφτασα να σκαρφίζομαι όλο αυτόν τον πρόλογο, γιατί γράφοντας αυτό το κείμενο ήθελα να κάνω ν’αντηχήσει στα λόγια μου μια βαθιά και αιώνια υπόκλιση. Μία υπόκλιση για τους ανθρώπους που ξέρουν να συγχωρούν.

Τη γενναιοδωρία της ψυχής τη φαντάζομαι σαν κάτι βασιλικό, κι όποιος την έχει, κουβαλάει για μένα την αντίστοιχη λαμπρότητα. Ήθελα λοιπόν να μιλήσω σήμερα για εκείνους τους γενναιόδωρους και λαμπερούς ανθρώπους. Εκείνους που ξέρουν το βασίλειο που έχουν στη καρδιά τους και γνωρίζουν και την αξία του. Αν είσαι εσύ ένας από αυτούς, ίσως δε ξέρεις πόσο λαμπερός είσαι. Και ίσως έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που δε μοιάζει καθόλου σε σένα. Ίσως, όπως έγραψε ο Ελύτης, να είσαι εσύ το αστεράκι κι εκείνη το σκοτεινό πλεούμενο. Αυτή τη σκέψη έκανα καθώς η φίλη μου μου διηγούνταν την ιστορία της, μια ιστορία για ένα φως και μιά σκιά που έγινε και η αφορμή να γράψω αυτό το κείμενο. Δε μοιράστηκα τη σκέψη μου μαζί της. Της είπα όμως πως σήμερα θα γράψω γι’ αυτούς τους δύο. Για εκείνη που απατάει κι εκείνον που συγχωρεί. Και ήθελα να το κάνω αυτό στολίζοντας το δρόμο τους με φωτεινά λαμπιόνια σαν εκείνα που στολίζουν τους δρόμους τις γιορτινές μέρες, να βάλω τη φανταστική μου ορχήστρα να παίζει έναν χαρούμενο σκοπό, να φωνάξω ακροβάτες και ζογκλέρ από κάποια άλλη παιδική μου ανάμνηση και να ευχηθώ κάθε μέρα τους να ‘ναι γιορτή. Όμως όλα αυτά είναι μονάχα στη φαντασία μου. Κάθε μέρα τους δεν είναι γιορτή. Και αν φαντάστηκες ότι τα “happy end” χαρίζονται, κάνεις λάθος.

Θα μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση αν κανείς δε χρειαζόταν ποτέ να υποφέρει από όσα φέρνει μαζί της η απιστία και η απώλεια της εμπιστοσύνης σ’ ένα ζευγάρι. Αυτό που φοβόμαστε όλοι είναι πως πρέπει συνεχώς να διεκδικούμε ακόμη και τα αυτονόητα. Και δυσκολευόμαστε να δούμε πως ότι μας λείπει μπορεί να έχουμε βιαστεί να το προσφέρουμε στον άλλο χωρίς κανένα αντάλλαγμα.

Ίσως το αγόρι της φίλης μου βιάστηκε να χαρίσει ξανά την εμπιστοσύνη του όταν έμαθε για την απιστία της. Ίσως τώρα να αναρωτιέται τι φταίει και η κατάσταση είναι τόσο άσχημη μεταξύ τους ενώ εκείνος είναι ο “Καλούλης – Γλυκούλης” που τα συγχωρεί όλα. Αν ήμουν βουδιστής μοναχός θα καθόμουν σε αυτή τη χαρακτηριστική στάση οκλαδόν και θα χάιδευα τη γενειάδα μου στοχάζοντας. Κι αφού θα είχα σκεφτεί επίμονα και για πολύ ώρα θα σου έλεγα: “Πλάι στη σκιά όλα φαίνονται φωτεινά”. Μάλλον δε θα καταλάβαινες και πολλά. Όπως συμβαίνει άλλωστε με τα λόγια των σοφών μοναχών. Ο “Καλούλης-Γλυκούλης” θέλει τόσο πολύ να είναι το καλό παιδί της ιστορίας. Για να το επιβεβαιώσει αυτό όμως χρειάζεται ένα κακό παιδί. Εδώ κάνει την εμφάνισή της η άπιστη φίλη μου που τρελαίνεται να παίζει το ρόλο. Και οι δύο παίζουν για τους άλλους σε μια φανταστική παράσταση. Είναι στ’ αλήθεια το ιδανικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Αλλά ποιος κοιτάει;

Αν είσαι το “καλό παιδί” και αυτή η κατάσταση σου φαίνεται γνώριμη, τότε η αξία σου θα εξαρτάται πάντοτε από το βλέμμα κάποιου άλλου. Που πιθανώς ούτε καν ξέρεις τόσο καλά. Έκανα όλη αυτή τη φασαρία σήμερα -με κορσέδες, δαντέλες, βουδιστές μοναχούς κι έναν Καλούλη Γλυκούλη (βραβείο καλύτερου ensemble) – για να σου εξηγήσω ότι όλα όσα έχεις μέσα στην καρδιά σου έχουν αξία. Και δεν επιτρέπεται να τα χαρίζεις, να τα ξοδεύεις χωρίς αντίκρισμα.

Έτσι χαρίστηκε και η εμπιστοσύνη στη φίλη μου. Χωρίς να την κερδίσει, με μια “τάχα” υπόσχεση πως δε θα ξαναγίνει. – “Γιατί το ξανάκανα ρε Ζωή;”, με ρώτησε. “-Γιατί σου τη χάρισε την εμπιστοσύνη του και γι’ αυτό δεν είχε αξία.”, της απάντησα. “-Ήθελες να την κερδίσεις αυτή την εμπιστοσύνη και δε σε άφησε.” Ήθελε να την αφήσουν να προσπαθήσει ν’ αποδείξει ότι δεν είναι το κακό παιδί της ιστορίας. Ήθελε να της πουν ποια είναι, ότι αξίζει κάτι παραπάνω από αυτό που πιστεύει η ίδια για τον εαυτό της. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε τώρα ο βουδιστής μοναχός…

Αυτό το ζευγάρι που θέλει τόσο ν’ αγαπηθεί και δε μπορεί πρέπει να μάθει τον τρόπο. Όπως τόσα άλλα ζευγάρια. Μια μέρα θα κοιτάξουν αυτό που υπάρχει μέσα τους και θα τους μαγέψει, και θα είναι και οι δύό σαν λιλιπούτειοι θεατές μπροστά σ’ ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Μια μέρα θα αγαπήσουν τον εαυτό τους. Μια μέρα δε θα έχουν ανάγκη τους άλλους για να μάθουν ποιοι είναι οι ίδιοι. Μια μέρα, αν δε το ‘χεις κάνει ήδη, θα αγαπήσεις κι εσύ τον εαυτό σου. Θα είσαι γενναιόδωρος, ευγενικός μαζί του. Και το πιο σημαντικό: Θα τον συγχωρέσεις. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να έχεις υγιή εγωισμό και αγάπη για να δώσεις σε σένα και τους άλλους. Μεγάλη δουλειά το να συγχωρείς. Γι’ αυτό και αξίζει την καλύτερη, την πιο βαθιά υπόκλιση.