Άλλο φως θα ανταμώσει τα μάτια σου, άλλη μυρωδιά θα αγγίξει το πρόσωπο σου.
Όχι, τίποτε δεν θα είναι ίδιο.
Ούτε καν εσύ ο ίδιος.
Θα ψάξεις μέσα στις τσέπες για ένα τσιγάρο, πάντα όταν αγχώνεσαι σε βοηθά αυτή η πρώτη τζούρα.
Κόσμος θα περνάει δίπλα σου, αλλά εσύ θα νιώθεις πως περπατάς μόνος στο κέντρο της πόλης.
Το βήμα σου έχει αλλάξει.
Ξαφνικά περπατάς πιο αργά, σταθερά και ήρεμα σαν να είναι η τελευταία φορά που ακουμπάς το τσιμέντο αυτό.
Νιώθεις την ανάγκη να ρουφήξεις κάθε στιγμή, κάθε εικόνα που μπορεί να συλλάβει ο εγκέφαλος σου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που είσαι περιτριγυρισμένος από κόσμο αλλά τώρα, σήμερα, κανείς τους δε μπορεί να σε δει.
Έχουν υπάρχει φορές που φωνάζεις, ΖΗΤΑΣ την προσοχή τους κι όμως κανένας τους δεν σου έχει ρίξει ούτε βλέφαρο.
Γίνεσαι αόρατος άραγε αν το επιθυμείς;
Όχι, ούτε η μουσική θα είναι ίδια σήμερα.
Διαφορετική μελωδία σε χαϊδεύει -και σχεδόν σε νανουρίζει- λες και είναι υποχρεωτική η νιρβάνα λίγο πριν τον “σεισμό” που θα ακολουθήσει.
Αναρωτιέσαι πότε άλλαξε η πλατεία, δε θυμάσαι να είχε τόσο πράσινο ο δρόμος αυτός.
Είσαι σίγουρος πως μόλις χθες είχε άλλη όψη.
Ή μήπως άλλαξε η εποχή κι εσύ δε το πήρες χαμπάρι;
Μα περνάς κάθε μέρα από το ίδιο στενό, από τον ίδιο αυτόν δρόμο. Είναι δυνατόν, αναρωτιέσαι;
Κάτι έχει τούτη η ημέρα. Είναι διαφορετική, την νιώθεις στο δέρμα σου αλλιώς. Σαν κάτι να γεννιέται μόνο για εσένα σήμερα.
Και σηκώνεις το βλέμμα προς τα επάνω και ο ουρανός σου χαμογελάει.
Εγκάρδια και ειλικρινά σαν καλός σου φίλος.
Έχω αρχίσει να τα χάνω, ψιθυρίζεις.
Σου χαμογελά και παράλληλα το ομορφότερο σύννεφο που έχεις δει ποτέ σου παίζει μαζί του λούζοντας ολόκληρη την πόλη με ένα φως μελωδικό.
Καιρό είχες να δεις τόσο φωτεινή ημέρα. Ούτε που θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες το φως να παίζει με την πόλη σου έτσι ξεδιάντροπα μπροστά στα μάτια σου.
Ή είχες καιρό να κοιτάξεις ψηλά;
Δε θυμάσαι.
Προχωρώντας, ο κόσμος σου φαίνεται πιο γλυκός, πιο φιλόξενος, περισσότερο οικείος.
Σαν να Γνωρίζεστε καλά και ανταλλάσσετε γλυκά χαμόγελα αγάπης.
Σαν ο κόσμος να θέλει την ημέρα αυτή να χαρίσει απλόχερα αγάπη.
Είναι εύκολο να την δεις, σχεδόν την αγγίζεις.
Στον δρόμο, στο πάρκο, στον αδέσποτο σκύλο που λιάζεται δίπλα από την στάση, στον παππού και την τραγιάσκα του που περιμένει το λεωφορείο και σε πήγε μέσα σε μια στιγμή σε μια άλλη εποχή.
Πότε άλλαξε η πόλη;
Πότε γλύκανε ο καιρός;
Ήταν έτσι ή τώρα σηκώθηκες από την χειμερία νάρκη σου;
Κι αν είναι έτσι, πόσο καιρό άραγε κοιμόσουν;
Γιατί δε σε ξυπνούσε κάποιος; Πόσες τέτοιες στιγμές να έχουν περάσει και τις έχεις χάσει;
Μελαγχολείς στιγμιαία.
Ο ήλιος όμως δεν έχει σκοπό να σε αφήσει να βυθιστείς.
Όχι, είναι η ώρα σου τώρα.
Η πόλη σε περιμένει.
Καιρό τώρα, παραφυλούσε να της δώσεις μια σου μόνο ματιά. Και σε επιβράβευσε τόσο απλόχερα μέσα σε ένα μονάχα λεπτό χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα.
Το μόνο που έχεις να κάνεις τώρα είναι να την ζήσεις, σου λέει μια φωνή.
Κοιτάς. Κανένας δίπλα σου. Έχω παραισθήσεις, σκέφτεσαι γελώντας.
Παρόλα αυτά, το νιώθεις μέσα σου.
Τώρα, ήρθε η δική σου ώρα.
Ο κόσμος ξαφνικά περιμένει την επόμενη σου κίνηση.
Ζήσε.