Ναι… το παθαίνω από μικρή. Από τότε που ο προπονητής μου στο κολυμβητήριο, ο κύριος Αγαπητός, με πέταξε χωρίς την θέληση μου στην μεγάλη πισίνα για να μάθω να επιπλέω. Τα κατάφερα, όμως δεν το ξαναπροσπάθησα ποτέ. Στα ρηχά τα καταφέρνω. Στα βαθιά όμως δεν πάω ακόμα. Εκεί που δεν πατώνω ούτε επιπλέω, ούτε κολυμπάω! Εκεί που δεν πατώνω, βουλιάζω!
Το ίδιο πράγμα και στη ζωή… πρώτο παιδί των γονιών μου και δεν με άφησαν ποτέ να πάω στα βαθιά. Θες από φόβο μην πάθω κάτι, θες από φόβο μην μ αρέσει και το κάνω χούι, θες επειδή κι οι ίδιοι μια ζωή στα ρηχά την έβγαζαν; Αυτό ξέρουμε, αυτό κάνουμε σου λέει. Δεκτό! Και παράπονο δεν έχω. Πήρα όση αγάπη έχουν πάρει 10 παιδιά μαζί… όμως έχει και η αγάπη το τίμημα της. Η πολλή αγάπη δε, τιμήματα! Κι αυτοί οι έρμοι οι οικογενειακοί δεσμοί με την πολλή αγάπη μετατρέπονται σε οικογενειακά δεσμά που δεν σ αφήνουν να κάνεις ρούπι πιο κει. Και το κακό είναι ότι συνηθίζεις και δεν σε πειράζει… και το περηφανεύεσαι κιόλας… και λυπάσαι και τα δήθεν ανεξάρτητα πλάσματα του κόσμου τούτου γιατί ξέρεις ότι δεν είναι ανεξάρτητα… αδιάφορους γονείς είχαν απλά! Κούνια που σε κούναγε καημένη.
Γιατί είναι δύσκολο να δεχτείς ότι υπάρχει κι άλλη αγάπη. Αγάπη που δεν σε κρατάει δέσμιο της, που δεν σου δημιουργεί υποχρεώσεις και που δεν γίνεται κολάρο στο λαιμό και μικροτσίπ για να σε βρούνε αν χαθείς. Γιατί δεν την γνώρισες.
Και κάθομαι τώρα στην αμμουδιά και βλέπω όλους αυτούς ,που κολυμπάνε τόσο βαθιά ,που τα κεφάλια τους είναι μια μαύρη κουκίδα στο απέραντο γαλάζιο, και ζηλεύω. Ζηλεύω που δεν πάω ως εκεί. Όχι γιατί δεν μπορώ, αλλά γιατί δεν μ άφησαν να προσπαθήσω. Και ξαναθυμάμαι τον κύριο Αγαπητό και σκέφτομαι μήπως τελικά είχα άδικο που δεν ξαναπήγα στο μάθημα του. Μήπως τελικά δεν τον έκρινα σωστά. Μήπως τελικά να του άξιζε κι ένα ευχαριστώ που παρά τον φόβο του για την ασφάλεια μου μ έσπρωξε να προσπαθήσω. Που πίστεψε σε μένα και που αν πίστευα κι εγώ τώρα θα φαινόταν και το δικό μου κεφάλι μια μαύρη κουκίδα στο απέραντο γαλάζιο.