Δεν φόραγες ποτέ πράσινη μπλούζα και πράσινο κολάν.
Ούτε και περίεργο καπέλο.
Αλλά συχνά καθόσουν με τα πόδια ανοιχτά και με τα χέρια στην μέση και κοίταζες και απορούσες.
Με τον κόσμο γενικά, με τον κόσμο που κοιμόταν, ξυπνούσε, πήγαινε στην δουλειά του, δυσκολευόταν να ζήσει, αλλά προσπαθούσε να ζήσει. Δυσκολευόταν να μεγαλώσει αλλά τα κατάφερνε. Δυσκολεύοταν να σταθεί στα πόδια του αλλά τα κατάφερνε. Χωρίς να βάζει τα χέρια στην μέση και να κοιτάει πότε με απορία, πότε υπεροπτικά.
Δυσκολευόταν να μείνει και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χωρίς να φεύγει.
Απορούσες με εμένα ειδικά. Που με έβλεπες να γυρνάω γύρω σου, να βρίσκομαι γύρω σου για να προλάβω τις επιθυμίες σου, να καλύψω τις ανάγκες σου, να σε μάθω να περπατάς και να πετάς, να αγωνιώ πότε θα έρθεις και να φοβάμαι πότε θα φύγεις. Να μένω μικρή, να μεγαλώνω. Να συγχωρώ, να θυμώνω, να ζηλεύω, πότε δυνατά, πότε πνίγοντας τα όλα αυτά. Να σου κλείνω το παράθυρο για να μην μπείς, να ξυπνάω το βράδυ και να κοιτάω αν έφυγες. Να σου λεω “μπορείς” και “μη φοβάσαι” όταν δεν μπορούσες κι όταν φοβόσουνα, κι ας δεν μπορούσα κι ας φοβόμουνα παραπάνω πολλές φορές. Να ρίχνω αστερόσκονη και να τα κάνω όλα μαγικά και εύκολα. Για εσένα. Κι ας περίμενα, μάταια, πως κάποια στιγμή θα κάνεις κάτι κι εσύ. Για εσένα. Για εμένα. Για εμάς.
Αλλά εσύ μόνο ερχόσουνα και μόνο έφευγες. Πέταγες. Για να φύγεις και για να γυρίσεις. Όποτε και όπως ήθελες.
Όπως μπορούσες.
“Δεν έχω σκιά”, έλεγες. Και πώς να είχες; Πώς να έχει σκιά κάποιος που δεν υπάρχει παρά μόνο στην φαντασία; “Δεν θα μεγαλώσω ποτέ”, έλεγες. Και πώς να μεγαλώσει κάποιος που δεν θέλει. Και που δεν μπορεί. Ίσως δεν φταις εσύ που δεν μεγάλωσες, αλλά δεν φταίω κι εγώ που έπρεπε να μεγαλώσω και για τους δυό μας.
Εσύ Πήτερ Παν, αρνήθηκες να μεγαλώσεις όχι γιατί φοβήθηκες τον θάνατο, αλλά γιατί φοβήθηκες τις ευθύνες. Τις ευθύνες μιας ζωής έξω απο την “χώρα του ποτέ”. Τις ευθύνες μιας ζωής ενήλικης. Με σωστά, με λάθη, με “φταίω”, με “συγγνώμη”, με “ευχαριστώ”, με “μπορώ”, με “δεν μπορώ”, με “θα το κάνω εγώ”, με “θέλω να μιλήσουμε”, με “έχω ανάγκη”, με “θέλω”, με “νιώθω”. Με ευθύνη, με συνέπεια, με σεβασμό.
Εσύ απλά ερχόσουν κι έφευγες. Περιμένοντας και απαιτώντας από τους άλλους όσα δεν έδωσες. Αγάπη, κατανόηση, σεβασμό, συνέπεια, συγχώρεση.
Δεν φταίς εσύ που δεν κατάφερες να μεγαλώσεις και να δεις την σκιά σου αλλά και το ποιος είσαι και το ποιος μπορείς να γίνεις Πήτερ Παν.
Αλλά δεν φταίω κι εγώ που δεν ήξερα πότε θες μια Γουέντι και πότε θες μια Τίνκερμπελ. Κι έτσι κι εγώ, πολλές φορές χάθηκα μεταξύ της “χώρα του ποτέ” και της αληθινής ζωής. Πότε πέταγα, πότε στηριζόμουνα στα πόδια μου. Πότε σε συγχωρούσα, πότε έλεγα “δεν πειράζει”. Πότε σου έλεγα κι εγώ όσα αισθάνομαι και σου έκλεινα το παράθυρο, πότε τα κράταγα μέσα μου και πετούσα γύρω από σένα για να με δεις, να με ακούσεις να με νοιαστείς.
Δεν ξέρω ποιος φταίει Πήτερ.
Δεν ξέρω ποιανού είναι η ευθύνη.
Ίσως αυτού που θέλει να την αναλάβει.
Κι εσύ δεν ήθελες, και δεν μπορούσες.
Με τα χέρια στην μέση και με ανοιχτά πόδια, με απορία και με υπεροψία σίγουρα δεν μπορείς να αναλάβεις κάτι τέτοιο.
Δεν σου ζητήθηκε άλλωστε ούτε από την Γουέντι, ούτε από την Τίνκερμπελ.
Ίσως γιατί αυτά που φοβήθηκες, τόσο την ευθύνη όσο και τον χρόνο, τα φοβήθηκαν κι εκείνες.
Η μία κοιτάζοντας το παράθυρο και η άλλη κοιτάζοντας τον ουρανό περιμένοντας απλά να έρθεις, περιμένοντας τον χρόνο να περάσει μέχρι να έρθεις.
Για να σου δώσουν αυτό που “παιδικά”, “ανώριμα” ζητούσες. Αγάπη.
Μια αγάπη που θέλει χρόνο.
Μια αγάπη που απαιτεί ευθύνες.
Κι εσύ φοβήθηκες και την αγάπη, και τις ευθύνες, και τον χρόνο.
Για αυτό και έφευγες.
Ξέροντας πως δεν θα μεγαλώσεις ποτέ.
Θέλοντας να μην μεγαλώσεις ποτέ.
Κανείς δεν θέλει να μεγαλώσει Πήτερ.
Ούτε και να πεθάνει.
Να χαθεί, να ξεχαστεί.
Αλλά όσα ρολόγια και να έσπασες, όσο και να σταμάτησες τον χρόνο για εσένα, ο χρόνος κυλά για τους άλλους.
Για εκείνους τους άλλους που μεγαλώνουν.
Είναι ωραίο να είσαι για πάντα παιδί.
Ένα ανέμελο, ανεύθυνο παιδί που κανένας δεν περιμένει πολλά από εσένα και που όλοι κάνουν τα πάντα για να είναι χαρούμενο και ευτυχισμένο.
Τον ξέρω τον φόβο σου Πήτερ.
Τον ένιωσα κι εγώ.
Έσπασα κι εγώ ρολόγια. Κάποτε.
Αλλά κατάλαβα πως σε έναν κόσμο που όλα μεγαλώνουν, δεν μπορώ να επιβιώσω αν μείνω μικρή.
Δεν θα σου πω εγώ τι να κάνεις.
Δεν θα σου πω εγώ πώς να μεγαλώσεις.
Θα σου πω μόνο να δεις τις σκιές σου.
Και αν τις κοιτάξεις ίσως καταφέρεις να τις αποδεχτείς.
Δεν ήθελα κι εγώ να μεγαλώσω Πήτερ.
Αλλά δεν μπορούσα να μένω κι άλλο στην “χώρα του ποτέ” περιμένοντας να γυρίσεις.
Αυτή την φορά έφυγα κι εγώ απο την “χώρα του ποτέ”.
Όχι μαζί σου.
Μόνη μου.
Δεν έχω πια νεραϊδόσκονη.
Ούτε για εσένα ούτε για εμένα.
Μεγάλωσα.
Και κλείνω τα παράθυρα.