Είναι ιδιαίτερα έντονο τον τελευταίο καιρό το ζήτημα της απώλειας και γενικότερα αυτό που οι φίλοι Άγγλοι έντεχνα περιγράφουν με τη λέξη loss (ουσ., η στέρηση ή το πένθος για κάποιον/κάτι, η ήττα, η απώλεια). Και μπορεί οι τελευταίοι μετά τις πολιτικές εξελίξεις στη γέρικη Αλβιώνα να μοιάζουν πλάγια αναφορά σε αυτή την πρόταση, όμως και αυτοί πλέον αντιμετωπίζουν την πιθανά βίαιη και πολύτροπη αλλαγή των συνθηκών ζωής τους, την απώλεια. Συχνά ταυτίζουμε τον όρο με το θάνατο και την απομάκρυνση από τη ζωή μας κάποιου ατόμου ή πράγματος. Όμως η πραγματικότητα για ακόμα μια φορά δε θα μας χαριστεί και αναλογιζόμενοι πόσο συχνά αντιμετωπίζουμε αυτή την εσωτερική ήττα, θα συνειδητοποιήσουμε πως η απώλεια μας καθορίζει. Σμιλεύει την προσωπικότητα και τις επιλογές μας, το ποιοι είμαστε και ποιοι θα γίνουμε.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, τότε που ακόμα έχουμε μαύρα μεσάνυχτα για το πόσο σκληρή είναι αυτή η ζωή ταυτόχρονα με όλες τις χαρές που μας χαρίζει, είμαστε πάντα ανέτοιμοι, πάντα ανυποψίαστοι. Και ενώ αυτό δεν αλλάζει πραγματικά με το πέρασμα του χρόνου, η γνώση και οι εμπειρίες μάς γειώνουν. Για ακόμα μια φορά ζούμε την αντίθεση. Χτίζουμε μια ζωή με όσα και όσους θέλουμε, δημιουργούμε δεσμούς, προσδοκίες, την ίδια ώρα που μας γίνεται όλο και πιο καθαρό πως όλα ανατρέπονται. Εκεί είναι το σημείο που οι περισσότεροι από μας θα «κλειδώσουμε» και παραμένοντας σε αυτό το συναισθηματικό και λογικό μεταίχμιο θα προσπαθούμε κάθε μέρα να προστατευτούμε από την απώλεια αλλά και να προσποιούμαστε ότι προετοιμαζόμαστε να τη διαχειριστούμε. Και εκεί υπάρχει και το κύριο ερώτημα. Αν ξέρουμε ότι «όλα τα κοντινά γίνονται μακρινά» (JW Goethe), ότι τίποτα δεν κυκλοφορεί χωρίς ημερομηνία λήξης, πως προστατευόμαστε από τη σκληρότητα και βία μιας απώλειας; Μήπως να αλλάξουμε και να περιοριστούμε; Να αφήσουμε λιγότερο και λιγότερους ανθρώπους να μας αγαπήσουν και επηρεάσουν; Μήπως να μείνουμε μόνοι σε όλα τα πεδία ώστε να μην κινδυνεύσουμε πραγματικά ποτέ από αυτή? Γιατί δε μπορούν να πεθάνουν αυτοί που δε γνώρισες ποτέ, ούτε να σου λείψουν τα μέρη που δεν πήγες, οι στιγμές που δεν έζησες. Φυσικά σε αυτό το σημείο πολλοί θα χάσουν τη μπάλα και θα πιστέψουν πως η ατολμία, η αποφυγή και ματαίωση των στόχων τους, η απουσία πραγματικών επαφών θα τους προστατέψει στο πέρασμα του χρόνου, πως θα είναι αυτοί έτσι οι πραγματικοί κερδισμένοι. Και ενώ θα κάνουν οικτρά λάθος, εκείνοι που έστω οριακά αντεπεξέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα θα τα καταφέρνουν κυρίως λόγω εθελοτυφλίας κι όχι σκέψης.
Πολλοί καταπιάνονται με το θέμα της απώλειας σε άρθρα, ταινίες, τραγούδια, εικαστικά,. Οι περισσότεροι δικαίως αναφέρονται σε όλα όσα σκοπίμως ψύχραιμα τέθηκαν εδώ με πιο εσωτερικό τρόπο, εστιάζοντας στο συναίσθημα, στη δίνη που όλοι βυθιζόμαστε όταν ζήσουμε ή ακούσουμε ένα θάνατο, μία αρρώστια, μια παταγώδη αποτυχία, μια τραγωδία που παραμονεύει στη γωνία. Η Νικόλ Κίντμαν ως Βιρτζίνια Γούλφ (Βρετανίδα συγγραφέας, 1882-1941) στην ταινία «οι Ώρες» όταν τη ρωτάει ο άντρας της γιατί πρέπει να σκοτώσει οπωσδήποτε κάποιον στο βιβλίο της, του απαντάει «Μα φυσικά για να εκτιμήσουν οι υπόλοιποι τη ζωή». Και το να την εκτιμάς δεν είναι απλά να συνεχίζεις, να αντέχεις. Είναι να ξέρεις ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά και παρά ταύτα να τολμάς, να αφήνεις τον εαυτό σου να αναζητήσει, να γνωρίσει και να αποκτήσει, ακόμα και αν πρόκειται σε λίγο να τα ξαναχάσει όλα. Γιατί αυτό ήταν που εννοούσε πραγματικά η Βιρτζίνια. Πως το να τρέχεις και να χτυπάς είναι καλύτερο από το να κάθεσαι μόνος, πως οι πληγές, οι φωτογραφίες και οι άνθρωποι στη ζωή μας είναι οι μόνες αποδείξεις πως το παρελθόν όντως υπήρξε. Γιατί και η μεγαλύτερη απώλεια είναι μία στιγμή, ενώ μια ζωή στην αποστείρωση και την απομόνωση μπορεί να κρατήσει μία αιωνιότητα.